Στα γερμανικά το λένε Alm, και η ερμηνεία στο λεξικό είναι «ορεινό βοσκοτόπι». Το αυγουστιάτικο μεσημέρι που το επισκεφτήκαμε, η θερμοκρασία ήταν γύρω στους 12°C (ενώ η Ελλάδα ψηνόταν) και η ομίχλη (να την πούμε δείσα; ας την πούμε!) ερχόταν κι έφευγε αλλάζοντας το τοπίο μαγικά… Σας θυμίζει κάτι;
Πρόκειται για το… παρχάρι που βρίσκεται πάνω από το φαράγγι Πάρτναχκλαμ, κοντά στο Γκάρμις-Παρτενκίρχεν, μιάμιση ώρα με το τρένο από το Μόναχο.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από τα… χαμηλά. Η πεζοπορία αρχίζει από το Γκάρμις-Παρτενκίρχεν (μια από τις πιο τουριστικές πόλεις της Βαυαρίας), και συγκεκριμένα δίπλα από το Ολυμπιακό Στάδιο Σκι (Olympia-Skistadion) που ανεγέρθηκε το 1923 αλλά έγινε γνωστό παγκοσμίως το 1936, επί τρισκατάρατου Χίτλερ, κατά τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν εκεί.
Στο δρόμο από την πόλη προς την είσοδο του φαραγγιού, ο κόσμος πολύς και… ποικίλος: μικροί και μεγάλοι, ακόμα και βρέφη σε μάρσιπο. Το τοπίο γύρω είναι ακόμα ήρεμο, καταπράσινο, και ο ήχος του ποταμού Πάρτναχ, που διασχίζει το φαράγγι, για την ώρα είναι απλώς… κελάρυσμα.
Μπαίνοντας στο φαράγγι, τα πράγματα αλλάζουν. Ο δρόμος γίνεται μονοπάτι, και μάλιστα λαξεμένο μέσα στο βουνό. Μια ταμπέλα προειδοποιεί ότι σε κάποια σημεία η οροφή του βρίσκεται μόλις στο 1,76 μ., οπότε… οι ψηλοί πρέπει να προσέχουν.
Το ήσυχο πράσινο χάνεται πίσω από τους τεράστιους βράχους.
Το ποτάμι όσο προχωράμε αγριεύει, και η βροχή που πέφτει ασταμάτητα μπλέκεται με τα ρυάκια που κυλούν από ψηλά, σχηματίζοντας εικόνες και ήχους πραγματικά που σε αφήνουν άφωνο. Η λέξη δέος είναι η πλέον κατάλληλη για να περιγράψει το συναίσθημα…
Τα παλιά χρόνια ο ποταμός χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά κορμών από το βουνό προς τα πεδινά. Τα δυστυχήματα πολλά, όπως δείχνει και το μνημείο στην είσοδο του φαραγγιού. Άλλος έπεσε στο ποτάμι από μεγάλο ύψος, άλλος χτυπήθηκε από κορμό δέντρου καθώς η ορμή του νερού είναι πανίσχυρη, άλλος από κεραυνό. Πολλοί οι εργάτες που έχασαν τη ζωή τους…
Στην πρόσφατη ιστορία του το φαράγγι έζησε μια παρ’ ολίγον τραγωδία… Το 1991, την 1η Ιουνίου, αποκολλήθηκε από το βουνό βράχος 5.000 κυβικών μέτρων. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα. Ένα κομμάτι του σφηνώθηκε λίγο πιο πάνω από το άγαλμα της Παναγίας… Οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να μην το απομακρύνουν, και η θέα του μαγνητίζει τα βλέμματα των επισκεπτών.
Η μαγευτική διαδρομή συνεχίζεται, και σύντομα συνειδητοποιώ ότι κάτι περίεργο συμβαίνει.
Όσοι διασταυρωνόμαστε είναι σαν να μοιραζόμαστε ένα κοινό μυστικό!
Τα χαμόγελα και τα «grüß Gott» (ο συνήθης χαιρετισμός στη Βαυαρία, κάτι σαν «ο Θεός να σ’ έχει καλά») πάνε κι έρχονται, η σύγχρονη… ορεινή ευγένεια (που απαιτεί να έχεις υπομονή μέχρι ο συνοδοιπόρος σου να κατεβάσει το κινητό, που σημαίνει ότι έχει ολοκληρώσει το βίντεο ή τη φωτογραφία που τραβά) λειτουργεί απαρέγκλιτα, και όλοι μαζί, με το στόμα ανοιχτό, απολαμβάνουμε το χειμωνιάτικο μεσημέρι του Αυγούστου.
Βγαίνοντας από το φαράγγι, όλα πάλι ησυχάζουν… Το πράσινο είναι παντού, το ποτάμι είναι σαν να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του που γνωρίσαμε πριν από λίγο. Πολλοί από τους επισκέπτες απλώς ξαποσταίνουν εδώ για λίγο και μετά επιστρέφουν από το ίδιο μονοπάτι. Λογικό, αν δει κανείς την ανηφόρα που χρειάζεται να ανέβει αν επιλέξει να κατέβει από τον άλλο «δρόμο». Το τοπίο όμως μπροστά υπόσχεται να αποσοβήσει όλη την κούραση. Και το κάνει. Ειδικά για κάποιον που ζει στο κέντρο της Αθήνας και το κοντινότερο πράσινο είναι η μπουκαμβίλια στο μπαλκόνι…
Και κάπως έτσι, μετά από αρκετή ώρα, πολλά αγκομαχητά και άπειρες στάσεις (γιατί τα λουλουδάκια του βουνού και οι πεσμένοι κορμοί φωνάζουν να τα φωτογραφίσεις), φτάνουμε επιτέλους στο τέλος της ανηφόρας, του δάσους, του δρόμου. Κι εδώ είναι που οι μυημένοι στα ποντιακά πράγματα μένουμε (για μια ακόμα φορά) άφωνοι: Ένα παρχάρι!
Όχι, δεν ακούω λύρα! Ακούω όμως τις κουδούνες που φορούν οι αγελάδες. Όχι, δεν βλέπω την παρχαρομάνα! Βλέπω όμως την ταβερνιάρισσα που στο πίσω μέρος της ταβέρνας έχει τα γουρουνάκια και τις αγελάδες της. Όχι, δεν βλέπω γλέντι σε παρχάρι! Δυστυχώς, λίγο πιο πέρα από την ταβέρνα βλέπω ένα υπερσύγχρονο κέντρο υγείας, που διαφημίζεται ως ξενοδοχείο και spa και «θα σου λύσουμε όλα σου τα προβλήματα» – αυτό με χάλασε, αλλά το προσπέρασα σαν να μην υπήρχε. Προτίμησα να βλέπω τα στοιβαγμένα ξύλα και τις καλύβες (επίτηδες κυρτές, αυτό απαιτεί η αρχιτεκτονική του κλίματος) με τα σανά.
Και την ομίχλη. Τη δείσα! Άλπεις και οι Ποντικές, Άλπεις και οι Βαυαρικές. Πόσο συμπτωματικό μπορεί να είναι που τόσοι Πόντιοι αναζήτησαν και βρήκαν την τύχη τους εδώ μεταπολεμικά;
Απίστευτη η γοητεία του τοπίου! Η ησυχία που πηγαινοέρχεται και τη μια καλύπτει και την άλλη αποκαλύπτει τα δέντρα και τις κορυφές…
Η κατηφόρα, πολύ απότομη στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αρχίζει. Κατεβαίνουμε αργά – όσο πιο αργά γίνεται, ώστε όλη αυτή η ομορφιά να μείνει χαραγμένη στο νου περισσότερο.
Φτάνουμε και πάλι στο Skistadion (μεταξύ μας, όταν έβλεπα τις ταμπέλες μ’ αυτήν τη λέξη, μέχρι να συνειδητοποιήσω τι έγραφαν, μου φαινόταν απολύτως ελληνική: «Σκιστάδιον»· τι; δεν υπάρχει; κακώς!).
Και μετά, στο δρόμο για το σταθμό του Γκάρμις-Παρτενκίρχεν να πάρουμε το τρένο της επιστροφής για το Μόναχο, περπατάμε κατά μήκος του ποταμού που έγινε ποταμάκι. Στην όχθη του έχει στηθεί ένα «Πάρκο πέτρας». Σε πινακίδες αναγράφονται ρητά που αφορούν την πέτρα από διάφορες χώρες, ή από τις Γραφές, μια μεγάλη τρίλιζα για να παίζουν μικροί και μεγάλοι, πετρώματα ένθετα σε βράχους… Ωραία πόλη το Γκάρμις! Φιλική!
Εκεί, κάτω από την υψηλότερη κορυφή της Γερμανίας (την Τσούγκσπίτσε των Άλπεων), λοιπόν, άρχισε και τέλειωσε μια δροσερή αυγουστιάτικη εκδρομή όταν η Αθήνα ψηνόταν στους 40°C…
Κείμενο, φωτογραφίες: Χριστίνα Κωνσταντάκη.