Κατά την αρχαιότητα ήταν μία από τις ισχυρότερες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, το σπουδαιότερο εμπορικό λιμάνι της Παμφυλίας, κέντρο θαλάσσιας επικοινωνίας μεταξύ της Συρίας, της Αιγύπτου και της Κύπρου ανατολικά, και της Ρόδου και του Αιγαίου δυτικά. Η αρχαία Σίδη (το όνομά της σημαίνει ρόδι) βρίσκεται περίπου 80 χλμ. ανατολικά της Αττάλειας, και αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην περιοχή – τα ερείπια της εκτείνονται σε μια χερσόνησο μήκους 800μ. περίπου και πλάτους 400μ.
Η οικονομική ανάπτυξη της Σίδης έφτασε στο απόγειο της τον 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ., και οφειλόταν όχι μόνο στο θαλάσσιο εμπόριο αλλά και στην εύφορη, καλά αρδευόμενη γη γύρω από τον Μέλανα ποταμό.
Όπως αναφέρει η Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, μια μεγαλοπρεπής οδός ξεκινούσε από το λιμάνι και κατέληγε στην περιοχή των ναών, διασχίζοντας την αρχαία πόλη. Μια μικρότερη οδός ξεκινούσε από την κύρια πύλη και είχε κατεύθυνση προς τα δυτικά. Και οι δύο αυτοί οδικοί άξονες ήταν πλακόστρωτοι, συνέδεαν τις τέσσερις συνοικίες της Σίδης και πλαισιώνονταν από μεγαλοπρεπείς στοές, με καταστήματα στις δύο πλευρές.
Σήμερα ένα μόνο τμήμα των οδών είναι ορατό, εξαιτίας της εκτεταμένης σύγχρονης δόμησης, ωστόσο οι ανασκαφές που γίνονται εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν τους αρχαιολόγους. Στη νότια στοά πρόσφατα βρέθηκαν όρθια δύο ακέφαλα αγάλματα της ρωμαϊκής περιόδου, που αναπαριστούν έναν άνδρα και μία γυναίκα. Το εντυπωσιακό είναι ότι εντοπίστηκαν ακριβώς στο σημείο που είχαν τοποθετηθεί πρώτη φορά, 2.000 πριν!
Ο επικεφαλής της ανασκαφής, καθηγητής Αλάνιαλι, τόνισε ότι προς το παρόν δεν μπορεί να κάνει ακριβή χρονολόγηση των ευρημάτων. Τα δύο αγάλματα αφότου συντηρηθούν θα τοποθετηθούν στο μουσείο της Σίδης.