Οι γραμμές που ακολουθούν γράφονται με πραγματικό πόνο ψυχής, και όσοι βίωσαν τα γεγονότα του Αυγούστου 1992 στο Σουχούμ, την αρχαία Διοσκουριάδα, και σε άλλα μέρη της Αμπχαζίας, μπορούν να κατανοήσουν το μέγεθός του.
Ξέρετε, αυτό που ίσως δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι ελλαδίτες γενικά αλλά και αρκετοί από τους Πόντιους που έφτασαν στην Ελλάδα κατευθείαν από τον Πόντο, χωρίς να έχουν καταφύγει προηγουμένως –για πολύ ή για λίγο– στη νότια κυρίως Ρωσία, είναι ότι τον πόνο του ξεριζωμού, της απώλειας αγαπημένων προσώπων λόγω εθνικιστικής πολιτικής των Αρχών, του αποχωρισμού από τον τόπο που σε γέννησε, σε ανέθρεψε και που αισθανόσουν ότι αποτελούσε τόπο ελληνικό, διότι δεν φιλοξένησε απλώς τους πρόσφυγες επιβιώσαντες της Γενοκτονίας αλλά για αιώνες (από τον 6ο αι. π.Χ.) δεν διέκοψε τους δεσμούς με τους ιδρυτές του, τους Έλληνες, αυτόν τον πόνο λοιπόν δεν τον γνωρίζουν οι Πόντιοι εκ Καυκάσου μόνο από τις διηγήσεις των γονιών και παππούδων τους. Τον βίωσαν. Και αυτός έρχεται να προστεθεί στον πόνο της Γενοκτονίας και των σταλινικών διώξεων.
Ακόμα περισσότερο, ο πόνος του πολέμου στην Αμπχαζία είναι γνώριμος όχι μόνο σε ηλικιωμένος, στιγμάτισε και τους σημερινούς 26χρονους, 35χρονους πρόσφυγες από το Σουχούμ.
Προσωπικά, είχα μετακομίσει οικογενειακώς από το Σουχούμ στο Κράσνονταρ της Ρωσίας δέκα χρόνια πριν από τον πόλεμο, όμως το επισκεπτόμασταν τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, αφού πολλές δεκάδες συγγενών μας ζούσαν εκεί. Έτυχε ειδικά τον Αύγουστο του 1992, όταν ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας –με αφορμή την προσπάθεια της τελευταίας να ανεξαρτητοποιηθεί–, και ήμασταν εκεί… Την ημέρα που προσπαθούσαμε μαζί με χιλιάδες επισκέπτες της ανθηρής τουριστικής πόλης να διαφύγουμε διά θαλάσσης στη Ρωσία και περιμέναμε στο λιμάνι κάποιο ρωσικό πλοίο να μας σώσει, εκείνη την ημέρα (περίπου 15-16 Αυγούστου) οι Γεωργιανοί έκαναν επίδειξη πλήρους ελέγχου του λιμανιού. Είχαμε πέσει όλοι κάτω και για τουλάχιστον 10 λεπτά ο ήχος από τις σφαίρες πάνω από τα κεφάλια μας δεν σταματούσε.
(Πηγή: Μελίνα Χαριτάτου, εφ. Έθνος)
Λέγεται ότι σ’ εκείνη την επιχείρηση σκοτώθηκε ένα αγόρι 7 χρονών από εξοστρακισμό. Δίπλα μας βρέθηκε μια έγκυος που έκλαιγε ασταμάτητα και μας παρακαλούσε να μην την αφήσουμε. Πράγματι, την στείλαμε με το πρώτο πλοιάριο που προσέγγισε το καταληφθέν από τους Γεωργιανούς λιμάνι, ενώ εμείς αναγκαστήκαμε να διανυκτερεύσουμε ανάμεσα στους «στρατιώτες» που είχαν βανδαλίσει τη Διοσκουριάδα των Ελλήνων, είχαν κατακλέψει τα πλούσια πολυκαταστήματα και έπαιζαν με τον πόνο των κατοίκων και των προσφύγων, μοιράζοντας τα κλεμμένα είδη πρώτης ανάγκης και… πολυτελείας, σύμφωνα με τα γούστα τους.
Πολλές οι αναμνήσεις από τις ταραγμένες εκείνες μέρες. Το σπίτι μας στη Ρωσία γέμισε πρόσφυγες, κυρίως νέες κοπέλες και γυναίκες με παιδιά…
Όλα αυτά τα χρόνια, όποτε ερχόταν στο μυαλό μου ο πόλεμος εκείνος, η σκέψη μου πήγαινε κατευθείαν στα κοντινά μου πρόσωπα που έχασαν τη ζωή τους σε αυτόν, και σε άλλες τραγικές ιστορίες που έχω ακούσει από αυτόπτες μάρτυρες. Σήμερα όμως με βασανίζει και η συνειδητοποίηση ότι με τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και κοινωνικές αλλαγές στην περιοχή δεν είμαστε πια τίποτα εκεί. Χάσαμε τη γη μας, αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε όσα με κόπους δεκαετιών χτίσαμε (διότι στον πόλεμο αυτόν, για τους Γεωργιανούς και τους Αμπχάζιους ξαφνικά «εξαφανίστηκαν» όλες οι άλλες εθνότητες, όσο μακραίωνη κι αν ήταν η παρουσία τους εκεί. Οι εθνικιστικές τους τάσεις είχαν φτάσει στο αποκορύφωμα).
Όπου κι αν βρέθηκαν οι Πόντιοι, τόσο στον Καύκασο όσο και στα μέρη όπου εκτοπίστηκαν επί Στάλιν, ρίχνονταν με τα μούτρα στη δουλειά και δημιουργούσαν ανθηρές κοινωνίες, χωρίς ποτέ να έχουν το δικαίωμα να αισθανθούν τελικά ότι αυτά τους ανήκουν!
Η ειρωνεία του όλου θέματος είναι πως εάν σε κάποια φάση της «σοβιετικής» ιστορίας τόλμησαν να σκεφτούν κάποιας μορφής αυτονομία, σε πλήρη συνεννόηση φυσικά με το κράτος και όχι με όπλο, σήμερα αντί να λυπούμαστε ότι τελικά δεν τα κατάφεραν και διαλύθηκε ο ακμαίος ελληνισμός του Καυκάσου, έρχονται μερικοί πολιτικοί κύκλοι, και τ’ εμετέρ’ μάλιστα, εκτός αλλά και εντός του οργανωμένου ποντιακού χώρου, να τους κατηγορήσουν και γι’ αυτό και να αιτιολογήσουν έτσι τις σταλινικές βαρβαρότητες!
«Περισάνηδες», η καταλληλότερη λέξη για μας, κι ας είχαμε αποκτήσει περιουσίες και κοινωνική καταξίωση. Η δε συγχωρεμένη γιαγιά μου έλεγε: «Οι Ρωμαίοι σα στράτας θ’ αποθάν’νε»…
Να ζούσε να την ρώταγα αν ολοκληρώθηκε το «ταξίδι» μας…
Χριστίνα Χαφουσίδου