Απόσπασμα από το βιβλίο των Γιάννη Φασουλά και Γιάννη Σκάλκου για την επιχείρηση ΝΙΚΗ, το οποίο περιέχει μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν ή είχαν άμεση σχέση με την αποστολή των αεροσκαφών Noratlas, στα οποία επέβαιναν 344 καταδρομείς της Α΄ Μοίρας από την Κρήτη. Η μυστική στρατιωτική αποστολή πραγματοποιήθηκε την 21η προς 22α Ιουλίου 1974 με σκοπό την αερομεταφορά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Ο διεθνής Τύπος τη χαρακτήρισε «αποστολή αυτοκτονίας».
Το βιβλίο έχει τίτλο «“ΝΙΚΗ” στη Νεκρή Ζώνη, Η αντίσταση της Α΄ ΜΚ στον “Αττίλα” και την Προδοσία» (Αθήνα 2011, εκδ. Αγαθός Λόγος).
«Πέφτουν οι σφαίρες σαν το κοκοσάλι»
Ο τότε ταγματάρχης Δημήτρης Κυριάκος επιβιβάστηκε με τους καταδρομείς του στο αεροσκάφος «ΝΙΚΗ 3» με κυβερνήτη τον επισμηναγό Στέφα, γνωστό του από τα άλματα με το αλεξίπτωτο. Την ήσυχη διαδρομή ήρθε να ταράξει ένα δυνατό τράνταγμα του αεροσκάφους.
Ο Κυριάκος ανησύχησε και κατευθύνθηκε προς το πιλοτήριο για να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. «Έχουμε βλάβη στον έναν κινητήρα, τον έχω σβήσει και θα πάμε με έναν κινητήρα», τον ενημέρωσε ο κυβερνήτης.
Στους στρατιώτες είχαμε πει ότι μας προστατεύουν μαχητικά αεροσκάφη για να κοιμηθούν και να είναι ξεκούραστοι για το πρωί. Οι στρατιώτες μάς είχαν τυφλή εμπιστοσύνη.
Πηγαίνοντας έγινε μια υπέρβαση από ένα άλλο αεροπλάνο. Επειδή εμείς είχαμε περιορισμένη ταχύτητα, μας προσπέρασε. Ήταν αυτό που χτυπήθηκε, αυτό μου το εξομολογήθηκε αργότερα ο κυβερνήτης.
Θυμάμαι έναν στρατιώτη, τον Γιώργη Χρονιάρη, από τα Ανώγεια της Κρήτης, που είπε σε κρητική προφορά, όταν το αεροπλάνο μας εβλήθη: «Κύριε ταγματάρχα, θα σκοτωθούμε διότι οι σφαίρες πέφτουνε σαν το κοκοσάλι» [σ.σ.: κοκοσάλι στην Κρήτη λένε το χαλάζι]. Τον καθησύχασα, λέγοντάς του: «Μην ανησυχείς, αφού φωνάζεις και μιλάς είσαι ζωντανός».
Είχα σηκώσει όρθιους τους καταδρομείς, για να μειώσουνε την επιφάνεια στα πυρά.
Εμείς, λόγω της βλάβης, συνεχίσαμε. Περάσαμε πάνω από τους Εγγλέζους. Δεν μας πείραξε κανείς. Πετάξαμε πάνω από τη Λεμεσό και ανεβήκαμε αριστερά από το Ζύγι στη χαράδρα της Σκαρίνου. Δεν πηγαίναμε πολύ ψηλά. Σ’ εκείνο το σημείο με φώναξε ο κυβερνήτης να του πω πού ακριβώς ήταν η Κοφίνου, μήπως και μας έβαλλαν.
Την ώρα που βγαίναμε από τη χαράδρα της Κοφίνου με έναν κινητήρα και πολύ θόρυβο, είδαμε την πεδιάδα της Λευκωσίας. Ήμουν μπροστά στην καμπίνα. Βλέπαμε τα αντιαεροπορικά πυρά.
Ρώτησα τον πιλότο: «Τι κάνουμε τώρα;». «Πήγαινε πίσω να ετοιμάσεις τους κομάντο για ταχεία αποβίβαση. Θα πάμε στο αεροδρόμιο για προσγείωση», μου απαντάει.
Μετά, όπως μου εξήγησε, αποφύγαμε πολλά πυρά των αντιαεροπορικών συστημάτων «μπόφορς» επειδή πετάγαμε πολύ χαμηλά και δεν προλάβαιναν αυτά να σκάσουν. Από την καμπίνα θυμάμαι τα μπλε φωτάκια του διαδρόμου. Μέσα σε καταιγισμό πυρών καταφέραμε και προσγειωθήκαμε. Το αεροπλάνο ήταν διάτρητο. Ήμασταν πολύ τυχεροί. Οι σωλήνες από τα υδραυλικά έγιναν κομμάτια.
Το αεροσκάφος δέχτηκε, ευτυχώς στον σταματημένο κινητήρα, ένα βλήμα και άρχισε να φλέγεται. Εκείνη την ώρα το προσγείωσε, δεν αγκίστρωσαν οι τροχοί και έπιασε με την κοιλιά, έφυγε αριστερά από το διάδρομο, εκεί που ήταν κάτι συντρίμμια από πολιτικά αεροπλάνα.
Το Noratlas βρέθηκε εκτός διαδρόμου προσγείωσης, μέσα στο χώμα. «Αποβιβαστείτε!» φώναξε δυνατά ο κυβερνήτης· «κάντε γρήγορα γιατί καίγεται ο κινητήρας!».
Μόλις σταμάτησε το αεροπλάνο, πεταχτήκαμε έξω με τα πυρομαχικά. Αμέσως μετά έγινε η συγκέντρωση των αξιωματικών, που ήταν επικεφαλής στα αεροσκάφη. Μου ανέφεραν ότι είχαμε δύο νεκρούς, τον Σπύρο Νόμπελη και τον Κωνσταντίνο Οικονομάκη, κι άλλους τρεις-τέσσερις βαριά τραυματισμένους.
Έδωσα εντολή στον γιατρό να μείνει με τους τραυματίες για να τους περιθάλψει. Στην παρατήρησή του τι θα κάνει αν συλληφθεί από τους Τούρκους, του είπα: «Οι Τούρκοι δεν ενοχλούν τους γιατρούς και το υγειονομικό προσωπικό. Σέβονται τους τραυματίες».
Ήμουν ο πρώτος αξιωματικός της Μοίρας που πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Διέταξα την ανασυγκρότηση του τμήματος, που έγινε σε σύντομο χρόνο και με απόλυτη ακρίβεια. Λάβαμε σχηματισμό επίθεσης κατά του κεντρικού κτηρίου του αεροδρομίου.
Πίστευα ακράδαντα ότι εάν καταλαμβάναμε το αεροδρόμιο θα απομονώναμε όλη την περιοχή από τις επικοινωνίες. Κι αυτό διότι γνώριζα το αεροδρόμιο από παλαιότερη υπηρεσία μου στην Κύπρο, την περίοδο 1970-1972.
Όταν άρχισε η ανάπτυξη προς το διοικητήριο του αεροδρομίου, βλέπω κάποια στιγμή ένα τζιπ με προβολέα να έρχεται κατά πάνω μας. Το σταμάτησα. Με το χέρι στη σκανδάλη τούς διέταξα να πλησιάσουν στο καπό του τζιπ και να χτυπάνε παλαμάκια έχοντας πάντα κατά νου ότι μπορεί να μην είναι Έλληνες. Οι στρατιώτες μας είχαν λάβει θέσεις μάχης.
Οι επιβαίνοντες στο τζιπ μου είπαν ότι ο ένας από δαύτους είναι γιατρός και οι άλλοι Κύπριοι καταδρομείς. Μου εξήγησαν επίσης ότι το αεροδρόμιο δεν είχε καταληφθεί από Τούρκους.
Διέταξα αμέσως τον γιατρό να πάει προς το κτήριο και να ζητήσει ένα ασθενοφόρο για τους τραυματίες, καθώς επίσης να κινηθεί κατά μήκος της περιμέτρου του αεροδρομίου και να ειδοποιήσει όλα τα τμήματα της Μοίρας ότι το αεροδρόμιο δεν κατέχεται από Τούρκους.
Κινηθήκαμε προς το διοικητήριο αφού εκεί δεν υπήρχε αντίδραση. Εκεί εμφανίστηκε ο διοικητής των χερσαίων δυνάμεων του αεροδρομίου, ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι για το τι ακριβώς είχε συμβεί.
Υπήρξε ένας έντονος διάλογος μεταξύ μας. Δεν ήταν ενημερωμένος, διαφορετικά θα είχε διατάξει κατάπαυση του πυρός. Το κατάλαβα από την κουβέντα που κάναμε. Σκέφτηκα ότι ίσως να μην είχαν πάρει σήμα για την άφιξη των Noratlas.
Όμως, πώς ήταν δυνατό να μην γνώριζαν ότι ήταν ελληνικά, και αυτό διότι μόνο η χώρα μας, η Γαλλία και το Ισραήλ είχαν τέτοιου τύπου μεταγωγικά. Και μόνο που τα είδαν, έπρεπε να σταματήσουν τα πυρά.
Στον έντονο διάλογο που είχα με τον Παπαδόπουλο του εξέφρασα τη δυσφορία μου και τη λύπη μου για τη συμπεριφορά του. Στη συνέχεια τον ρώτησα τι εντολές έχει. «Δεν έχω καμία εντολή» ήταν η απάντηση, αφήνοντάς με έκπληκτο.
Εκείνη την ώρα ήρθε ένας ταγματάρχης από το ΓΕΕΦ με τρία μεγάλα αυτοκίνητα. Μας διέταξαν να επιβιβαστούμε και να μεταφερθούμε αλλού.
Στο μεταξύ φτάνει και ο υποδιοικητής της Μοίρας, ο αείμνηστος Άγγελος Αβραμίδης, και τον ενημέρωσα τι ακριβώς είχε συμβεί. Την πτώση του «ΝΙΚΗ 4» την είχα αντιληφθεί από τη φωτιά που έβλεπα στο λόφο της Μακεδονίτισσας.
Όταν πήγαμε στην Ιερατική Σχολή βεβαιώθηκα ότι οι καταδρομείς που χάθηκαν ήταν δικοί μου.
«Βγήκα ζωντανός από την κόλαση»
Ήταν φαίνεται γραφτό από την κακιά μοίρα ένα αεροσκάφος να μην προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Στο «ΝΙΚΗ 4» είχε επιβιβαστεί η διμοιρία του έφεδρου αξιωματικού Δημήτριου Τσαμκιράνη. Ήταν το τρίτο στη σειρά Noratlas που προσέγγισε για προσγείωση το αεροδρόμιο της Λευκωσίας μέσα σε καταιγισμό φίλιων πυρών. Ξαφνικά ακούστηκε ένα τράνταγμα. Το αεροπλάνο χτυπήθηκε. Σε δευτερόλεπτα τυλίγεται στις φλόγες. Τα κιβώτια με τα πυρομαχικά παίρνουν φωτιά.
Παρά τις προσπάθειες του ηρωικού πληρώματος για προσγείωση, το Noratlas συνετρίβη στο λόφο της Μακεδονίτισσας. Είκοσι επτά καταδρομείς και τα μέλη του πληρώματος βρίσκουν τραγικό θάνατο.
Ζωντανός μέσα από την κόλαση βγήκε μόνο ο Θεσσαλονικιός καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου. Γυρνώντας τη μνήμη πίσω, με ιδιαίτερη συγκίνηση περιγράφει εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές, σε μια από τις δημόσιες εξομολογήσεις του.
«Η Λευκωσία ήταν πολύ κοντά, βλέπαμε τις φωτιές καθώς το αεροσκάφος πήρε στροφή για προσγείωση. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Μας χτύπησαν ξαφνικά αντιαεροπορικά πυρά. Νιώσαμε ένα συγκλονιστικό τράνταγμα, το αεροσκάφος έχασε τη στήριξή του κι άρχισε να παλαντζάρει. Από παντού ξεπετάγονταν φλόγες.
»Κοίταξα το πάτωμα, ήταν διάτρητο. Μας είχαν χτυπήσει καίρια. Δίπλα μου συνάδελφοι βογκούσαν. Οι φλόγες με πλησίαζαν. Πήρε φωτιά η φόρμα μου και χτυπούσα με τα χέρια να τη σβήσω. Σε λίγο αισθάνθηκα ότι καίγονταν και τα μαλλιά μου. Ακολούθησε μια τρομερή έκρηξη και όλα τυλίχθηκαν στις φλόγες. Αισθάνομαι τυχερός που βγήκα ζωντανός μέσα από αυτή την κόλαση!».