Η οικονομία του χωριού ήταν συνδεδεμένη με το βουνό, το ποτάμι και τα λιβάδια, που σημαίνει με την κτηνοτροφία. Δεν ξέρω ακριβή νούμερα, όμως κάθε σπίτι είχε οπωσδήποτε τουλάχιστον 2-3 αγελάδες, αφού, εκτός των άλλων, ήταν απαραίτητες για να ζεύονται στο κάρο και για το όργωμα. Για το θέμα αυτό θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο, αφού εδώ θα περιοριστούμε στην κουρά των αιγοπροβάτων.
Το χωριό, λοιπόν, τη δεκαετία του 1960 είχε περίπου είκοσι κοπάδια πρόβατα (το μικρότερο απ’ αυτά με πάνω από εκατό ζωντανά και τρία κοπάδια γίδια): του Ραφαηλίδη, που ήταν θείος μου από το Σπαχή της Νικοπόλεως του Πόντου, του Δαλαμπούρα που ήταν παντρεμένος με μια θεία μου, την Παρθένα, επίσης από το Σπαχή, του Κοτούλα, του Ρίζου, που ήταν ντόπιοι από το χωριό, και του Βλάχου. Ο Βλάχος καταγόταν από τη Νάουσα και είχε μείνει στο χωριό όταν είχε φέρει το κοπάδι του για βοσκή στο βουνό. Τα κοπάδια αυτά αριθμούσαν από 400 μέχρι 600 ζωντανά.
Μια διαδικασία που απασχολούσε κάθε χρόνο, το τέλος της άνοιξης τους βοσκούς, ήταν η κουρά των αιγοπροβάτων. Μπορεί το μαλλί να τα βόλευε το χειμώνα, στα κρύα, τις παγωνιές και τα χιόνια, όμως το καλοκαίρι τα ζωντανά δεν μπορούσαν να κουβαλάνε πάνω τους το μαλλί. Έπρεπε να το ξεφορτωθούν για να μπορέσουν αμέριμνα και χωρίς καμία στενοχώρια να βοσκήσουν, να συσσωρεύσουν λίπος, αφού ακολουθούσε η γονιμοποιήση, λίγο μετά τα μέσα του καλοκαιριού, η γέννα το χειμώνα και μετά η γαλακτοπαραγωγή.
Ο πιο κρίσιμος μήνας για όλα αυτά ήταν ο Ιούνιος. Τότε έπρεπε οι τσελιγκάδες να φροντίσουν να κουρέψουν τα ζωντανά. Η κουρά ήταν στην κυριολεξία μια ιεροτελεστία. Ο κάθε τσέλιγκας έκανε μια ομάδα από 7-8 άτομα που κούρευαν τα ζωντανά και άλλα τόσα που τα έπιαναν και τα οδηγούσαν στον… κουρέα. Το πώς γινόταν η κουρά θα το πούμε παρακάτω. Να περιγράψουμε πρώτα πώς έρχονταν τα γίδια από το βουνό, που ήταν τα μαντριά, στο χωριό, γιατί εκεί γινόταν η κουρά.
Κατ’ αρχάς συνεννοούνταν οι τσελιγκάδες ποια Κυριακή του Ιουνίου θα κατεβάσουν το κοπάδι με τα γίδια στο χωριό για την κουρά. Ένας κάθε Κυριακή, γιατί και τα ψαλίδια που… κυκλοφορούσαν στο χωριό ήταν λίγα, και το ίδιο το χωριό δεν «σήκωνε» παραπάνω από ένα κοπάδι. Όταν κατέβαινε το κοπάδι στο χωριό, το ένιωθε όλος ο κόσμος. Κατέβαιναν 500-600 γίδια, με το κοπάδι τα τσοπανόσκυλα, 10-15 ασπρόμαυροι ποιμενικοί, έμπαιναν στους δρόμους του χωριού, μέχρι να φθάσουν στο σπίτι του τσέλιγκα. Ούτε τα γίδια, ούτε τα σκυλιά ήταν συνηθισμένα με αυτή τη διαδικασία. Την έκαναν μια φορά το χρόνο.
Τα γίδια τα έβαζαν μέσα σε ένα πρόχειρο και καλά φραχτωμένο μαντρί, στην αυλή, κι εκεί περίμεναν φοβισμένα και παραξενεμένα τη σειρά τους για να… κουρευτούν. Τα σκυλιά, αμάθευτα με τον ξένο κόσμο, αφού η δουλειά τους ήταν να κηνυγούν τους λύκους, που ήταν μάστιγα για τα κοπάδια, ήταν εκεί στο κοπάδι, φοβισμένα και μισοαγριεμένα, περιμένοντας να τελειώσει αυτή η ειδική μοναδική μέρα του χρόνου. Μετά άρχιζε η κουρά.
Είχα πραγματικά την τύχη να συμμετέχω στην κουρά, 3-4 χρόνια ως βοηθός και 1-2 χρόνια ως κουρέας, στο κοπάδι του θείου μου του Ραφαηλίδη.
Ως βοηθός, 6-7 χρονών παιδί, θυμάμαι ότι ορμούσα μέσα στο κοπάδι, έπιανα μια γίδα από τα κέρατα και κυριολεκτικά την έσερνα στον κουρέα. Περνούσα από τα κέρατά της ένα σκοινί που κρεμόταν από τα δοκάρια του υπόστεγου, εκεί γινόταν η κουρά, και το ρύθμιζα έτσι ούτως ώστε τα μπροστινά της πόδια μόλις να πατούν στο έδαφος. Έτσι ήταν πιο εύκολο να κρατήσεις το ζώο ακίνητο για να κάνει ο κουρέας τη δουλειά του. Όταν τελείωνε, απελευθέρωνα το ζώο, το οποίο έφευγε τρέχοντας και χωνόταν στο κοπάδι, φρεσκοκουρεμένο, λες και καταλάβαινε ότι από κείνη τη μέρα η ζωή του θα ήταν πιο ανάλαφρη, δροσερή και ευχάριστη. Και ακολουθούσε το άλλο και ούτω καθεξής.
Επειδή οι κουρείς έπρεπε να βιαστούν, για να τελειώσει η κουρά 2-3 ώρες πριν από το τελευταίο φως, για να έχει χρόνο το κοπάδι να φύγει, να βγει από το χωριό και να φθάσει στο μαντρί που ήταν στις πρώτες πλαγιές του βουνού, να βοσκήσει καμιά ώρα και να ακολουθήσει το άρμεγμα, γινόταν και ορισμένες στραβές ψαλιδιές. Δηλαδή, ο κουρέας έκοβε και λίγο δέρμα και πλήγωνε το ζώο. Γι’ αυτό, υπήρχε δίπλα σε κάθε κουρέα ένα δοχείο με κούρσουι, με ένα ξύλο με πανί που βουτούσε στο κούρσουι και άλειφε με αυτό κάθε πληγή. Για να μη σκουλικιάσει και μολυνθεί το ζώο. Μετά έμαθα ότι το κούρσουι ήταν η κρεολίνη, ισχυρό αντισηπτικό.
Θυμάμαι πάντως συμμετείχα σε όλη αυτή τη διαδικασία ξυπόλητος. Δεν μ’ ένοιαζε που με πατούσαν με τις οπλές τους τα γίδια. Σάμπως τι μας ένοιαζε τότε; Όση ώρα διαρκούσε η κουρά, οι γυναίκες του σπιτιού συμμετείχαν σε μια άλλη διαδικασία. Ετοίμαζαν τα φαγητά για το συνεργείο, που ξεπερνούσε τα είκοσι άτομα. Είχαν σφάξει το πρωί δυο ζυγούρια, έτσι λένε τα δίχρονα γίδια, και έκαναν φαγητό στα καζάνια.
Κοκκινιστό με πατάτες ήταν το παραδοσιακό φαγητό της κουράς και φυσικά κατσικίσιο τυρί.
Απ’ ότι θυμάμαι οι σαλάτες για τόσο κόσμο μάλλον ήταν πολυτέλεια. Τι να σας πω για τη νοστιμιά. Ίσως ήταν η παιδική ηλικία, ίσως η κούραση και η διαδικασία, ίσως η αγνότητα των τροφών, αλλά τέτοια νοστιμιά δεν μπορείς να την ξαναβρείς. Πρώτος έτρωγε ο τσομπάνης, που ήταν συνήθως ξένος, μουσουλμάνος από τη Θράκη ή από τα ορεινά χωριά των Σερρών και ένας από την οικογένεια του τσέλιγκα. Αυτοί έτρωγαν πριν καν τελειώσει η κουρά και αμέσως μετά έπαιρναν το κοπάδι και τα σκυλιά και έφευγαν για το βουνό.
Και το πήγαινε και το έλα, ήταν μια ιδιότυπη συναυλία για το χωριό. Ντανγκ ντουγκ τα μπατάλια, γκλαν γκλουν τα τσιάνγκια, τα κουδούνια. Ωραία μουσική… Μόλις έφευγε το κοπάδι, καθόταν το συνεργείο για φαΐ. Κανονική τελετή, γιορτή. Η γυναίκες έφερναν τα φαγητά σε χαμηλούς σοφράδες και το συνεργείο απολάμβανε το φαΐ, μετά από μια κοπιαστική και πραγματικά μοναδική μέρα. Την άλλη Κυριακή ακολουθούσε η κουρά του άλλου κοπαδιού και την παράλλη του άλλου κ.ο.κ. Όσο για τα πρόβατα, έκαναν κι αυτά αντίστοιχη αν και διαφοροποιημένη διαδικασία. Θυμάμαι ότι τα τελευταία χρόνια προτιμούσαν να τα κουρεύουν στα λιβάδια. Ξάπλωναν κάτω το πρόβατο, του έδεναν τα πόδια και το κούρευαν.
Αυτά συνέβαιναν τη δεκαετία του 1960. Μετά ήλθε το ηλεκτρικό ρεύμα και μετά οι ηλεκτρικές κουρευτικές μηχανές. Αυτά δεν τα πρόλαβα, γιατί ήδη είχα φύγει από το χωριό.
- Αναμνήσεις του γράφοντος από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, τη Βέργη Σερρών.