Γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1917 στη Μερσίνα της Μικράς Ασίας, τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Σμύρνη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήρθε προσφυγόπουλο στην Αθήνα. Το άστρο του έσβησε στις 31 Οκτωβρίου 1985, αφότου η ιστορία έγραψε για εκείνον ότι είναι ο Έλληνας Μοχάμεντ Άλι. Ο Αντώνης Χριστοφορίδης, ο έφηβος που έχασε επτά μέλη της οικογένειάς του το 1922 και ορφάνεψε νωρίς, ανακάλυψε το ταλέντο του όταν στη νυχτερινή σχολή που φοιτούσε νίκησε κατά κράτος έναν νταή που είχε παρακολουθήσει μαθήματα πυγμαχίας και τον προκαλούσε.
Με προτροπή των συμμαθητών του γράφτηκε στη σχολή πυγμαχίας του Αγαθοκλή Μπάρκα που βρισκόταν σε ένα υπόγειο στην οδό Ασκληπιού, περισσότερο για να αντιμετωπίζει τους παλικαράδες και λιγότερο για να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος. Μέσα σε ένα εξάμηνο, όμως, ο 16χρονος Αντώνης Χριστοφορίδης αναδείχθηκε σε πρωτοπυγμάχος της σχολής και άρχισε να κερδίζει τα πρώτα του χρήματα ως επαγγελματίας μποξέρ σε ματς που διοργανώνονταν σε διάφορα αθηναϊκά θέατρα.
Σύντομα όλοι αναγνώριζαν ότι τα αθηναϊκά ρινγκ ήταν πολύ λίγα για το νέο ταλέντο.
Το Νοέμβριο του 1934 φεύγει για Παρίσι· άρχισε να δίνει αγώνες με όλο και πιο διάσημους αντιπάλους αρχικά εντός Γαλλίας και αργότερα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Παρά το γεγονός ότι τι 1938 κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης μέσων βαρών ενώπιον 15.000 θεατών, και το 1941 στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής ελαφρών βαρών, ο αγώνας που στιγμάτισε την καριέρα του Αντώνη Χριστοφορίδη έγινε τον Ιανουάριο του 1938.
Στο Σπορτ Πάλας του Βερολίνου περίπου 20.000 θεατές, κυρίως Ναζί, είχαν δημιουργήσει μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Το καμάρι της χιτλερικής Γερμανίας Γκούσταβ Έντερ, ο πυγμάχος που ήταν οκτώ χρόνια αήττητος στα ρινγκ όλης της Ευρώπης, αντιμετώπιζε τον Χριστοφορίδη, τους Γάλλους Τιλ και Τενέ και τον Ολλανδό Κλάβερεν – όλοι μαζί αποτελούσαν την καλύτερη πεντάδα πυγμάχων στα μεσαία βάρη.
Στο γήπεδο βρισκόταν και ο Αδόλφος Χίτλερ συνοδευόμενος από τον θρύλο της Γερμανίας Μαξ Σμέλινγκ.
Ο Δημήτρης Λυμπερόπουλος στο περιοδικό Εικόνες μεταφέρει τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπακώστα που τότε ήταν φοιτητής στο Παρίσι και πήγε στο Βερολίνο για τον αγώνα: «Στη διάρκεια του αγώνα ούτε μια στιγμή δεν ακούστηκε μια ενθαρρυντική φωνή για τον Αντώνη. Όλοι ούρλιαζαν για τον δικό τους. Κι όμως, ο δικός μας απτόητος δεχόταν κι ανταπέδιδε τα χτυπήματα και, όπως ήξερα, σκεφτόταν πως αν έχανε εκείνο το παιχνίδι θα του φράζανε το δρόμο για τον ευρωπαϊκό τίτλο. Και δεν κιότεψε. Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του και το στιλ του, κι οι ελάχιστοι Έλληνες που τον βλέπαμε κλαίγαμε από συγκίνηση καθώς γύρο με γύρο μάζευε βαθμούς. Στον τελευταίο γύρο μάλιστα στρίμωξε τον αντίπαλο του στη γωνιά και τον σφυροκοπούσε.
»Όταν το γκογκ σήμανε τη λήξη ο Χίτλερ δεν βρισκόταν στη θέση του… Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι πετούσαν τα χειρόγραφα τους έξαλλοι από χαρά και φιλούσε ο ένας τον άλλο. Ο ίδιος ο Έντερ, πριν δώσουν οι κριτές τη βαθμολογία, σήκωσε το χέρι του Αντώνη, του νικητή του. Και ξαφνικά, όλο εκείνο το φανατισμένο πλήθος κάτω από τις σβάστικες ηρέμησε κι όταν σε λίγο ο διαιτητής σήκωσε το χέρι του Αντώνη Χριστοφορίδη ο κόσμος ικανοποιήθηκε που ο σπίκερ ανέφερε τον νικητή ως Έλληνα. Αν έχανε, σίγουρα θα τον πολιτογραφούσε Γάλλο».
Όπως σημειώνεται στο αφιέρωμα του Δημήτρη Λυμπερόπουλου, το Παρίσι, που θεωρούσε τον «Κριστό» δικό του παιδί, του επεφύλαξε θερμή υποδοχή. Στον σιδηροδρομικό σταθμό τον περίμεναν χιλιάδες Γάλλοι, κάποιοι τον κουβάλησαν στα χέρια μέχρι το αυτοκίνητο. Στην επιτροπή υποδοχής ο δήμαρχος, η διάσημη Γαλλίδα χορεύτρια Μιστεγκέτ, ο ηθοποιός Μορίς Σεβαλιέ ακόμα και ο Μορίς Τορέζ, αργότερα γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος τον φίλησε και του είπε: «Να έρθεις στη γιορτή μας».
Πλέον όλοι οι Γάλλοι μιλούν για τον πρωταθλητή που γελοιοποίησε τον Χίτλερ στο Βερολίνο, όπως πριν από δύο χρόνια ο Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς.