«Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους». Αυτός ήταν ο τίτλος ανταπόκρισης του περιοδικού The Times of London από την οθωμανική Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1911. Ήταν μια ανταπόκριση για το συνέδριο της οργάνωσης «Ένωση και Πρόοδος», το τρίτο ετήσιο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους· μετά την πλήρη κυριαρχία της σκληρής αυτής τάσης επί των φιλελεύθερων Οθωμανών, το 1913 άρχισε η υλοποίηση των σχεδίων για γενικευμένη εθνική εκκαθάριση. «O προδιαγεγραμμένος αφανισμός του μικρασιατικού ελληνισμού, ωσότου ξεκαθαρίσουν οι Νεότουρκοι τα μικρασιατικά εδάφη από τους Αρμένιους, επιχειρήθηκε με ποικιλότροπα μέσα. Σε βάρος των Ελλήνων εφαρμόστηκε μια άλλη στρατηγική, που απέβλεπε όμως στο ίδιο αποτέλεσμα», γράφει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, αναφερόμενος στη γενική επιστράτευση όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη δημιουργία των ταγμάτων εργασίας (αμελέ ταμπουρού).
«Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών», αναφέρει ο Τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακσάμ στο βιβλίο του «A Shameful Act».
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον δυτικό Πόντο. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στη Μαύρη Βίβλο Διωγμών και Μαρτυρίων που εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σημειώνεται: «Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον. […] Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Έλληνες. […] Πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων θάνατον».
Έλληνες του Πόντου σε τάγμα εργασίας
Ημερομηνία-σταθμός θεωρείται η 19η Μαΐου 1919, οπότε και ο Μουσταφά Κεμάλ, ο «σταχτής λύκος», συνοδευόμενος από 21 έμπιστα άτομα έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας. «Αφήνω αποκλειστικά στα έμπειρά σου χέρια το “καθάρισμα” του προβλήματος που λέγεται Πόντος. Θα βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή», είπε στον Τοπάλ Οσμάν, τον σφαγέα των Ποντίων.
Η αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα θεωρείται ότι ολοκληρώνει την τελευταία φάση της Γενοκτονίας. Την 1η Δεκεμβρίου 1922 ο αριθμός των θυμάτων του Πόντου, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές επαρχίες και τις ελληνικές κοινότητες, ήταν 303.237.
Εξώφυλλο του περιοδικού Time με τον Μουσταφά Κεμάλ (24 Μαρτίου 1923)
Όπως σημειώνει ο Θεοφάνης Μαλκίδης, οι διωγμοί αποτέλεσαν την τραγικότερη σελίδα της ζωής του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε στο οθωμανικό κράτος (και μετέπειτα κεμαλικό καθεστώς) και στοίχισαν τη ζωή σε 1.000.000 Έλληνες, Ελληνίδες και παιδιά, ενώ οι διασωθέντες εκριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους και κατέφυγαν πρόσφυγες διωκόμενοι στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ενώ άγνωστος αριθμός παρέμειναν ως εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι στον Πόντο.
Η εγκληματική αυτή πολιτική ενισχύεται και με εκθέσεις οθωμανικών εγγγράφων, όπως είναι η πολυσέλιδη έκθεση του Τούρκου Δζεμάλ Νουσχέτ: «Αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων», σημειώνεται.
Γαρίφαλα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη για τους 353.000 νεκρούς της Γενοκτονίας
Με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923) επιβεβαιώθηκε η νέα πραγματικότητα, ενώ με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 ακολούθησε η περίοδος σιωπής για τη Γενοκτονία. Σήμερα, η Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, που εγκρίθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1948, είναι ένα νομικό εργαλείο για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, η ελληνική συνιστώσα της οποίας αναδύθηκε σε δύο φάσεις, μια ποντιακή και μια μικρασιατική.