Η λέξη «τ’ εμέτερον» είναι αρχαία ελληνική και σημαίνει «δικός μας». Η στάση ζωής του Ζώρα καθορίστηκε από αυτήν τη λέξη, αφού θεωρούσε όλους ανεξαιρέτως τους Ποντίους «δικούς του», κάτι σαν συγγενείς και μέλη της οικογένειάς του. Δεν υπάρχει ποντιακό χωριό που να μην επισκέφθηκε και να μην έδειξε έμπρακτα την αγάπη του για τον τοπικό σύλλογο και τους καλλιτέχνες που υπηρετούσαν την ποντιακή παράδοση.
Δεν υπάρχει άνθρωπος ή σύλλογος που να χτύπησε την πόρτα του Ζώρα Μελισσανίδη και να μην ευεργετήθηκε.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ζωή του ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην ευεργεσία, ενώ υπηρέτησε με πάθος τη γλώσσα, τη μουσική –έπαιζε και ο ίδιος ποντιακή λύρα– και τον πολιτισμό των Ποντίων, αυτής της σκληρής ράτσας που αντιστέκεται στο χρόνο και την αφομοίωση. Γι’ αυτό, όταν ο Ζώρας έφυγε από τούτη τη ζωή, στο δρόμο προς την τελευταία του κατοικία, κάτω από τα έλατα της Παναγίας Σουμελά, στις πλαγιές του Βερμίου, τον ξεπροβόδισαν χιλιάδες Πόντιοι από όλη την Ελλάδα, τραγουδώντας όλοι μαζί το «Αϊτέντς επαραπέτανεν». Όλοι αυτοί ήταν η οικογένειά του, που ανταμώθηκαν και γνωρίστηκαν για πρώτη και ίσως για τελευταία φορά. Αυτά τα λόγια αποτυπώνονται στο βιβλίο Ο Ζώρας του Πόντου από τον συγγραφέα Τάσο Κοντογιαννίδη, το οποίο είναι αφιερωμένο στην ζωή και το έργο του Πόντιου ευεργέτη Ζώρα (Γιώργου) Μελισσανίδη.
Η κηδεία του Ζώρα Μελισσανίδη
Ποιος ήταν ο Ζώρας (Γιώργος) Μελισσανίδης
Ο Ζώρας Μελισσανίδης ήταν ένας φτωχός πρόσφυγας από τον Πόντο που δούλεψε σκληρά, απέκτησε υλικά αγαθά, τα οποία όμως δεν κράτησε για τον εαυτό του. Ευεργέτησε πολλούς και από πολλούς αγαπήθηκε. Άλλωστε το δόγμα του ήταν «Δώσε αγαθά και θα πάρεις χαρά. Όταν δίνεις σε φτωχό δανείζεις στον Θεό. Δώσε για να νιώσεις όμορφα με τη συνείδησή σου και τον εαυτό σου».
Πρόσφυγας από τον Καύκασο, εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά της Νίκαιας και αφιέρωσε τη ζωή του επί δεκαετίες για την οργάνωση των Ποντίων και των ξεριζωμένων Ελλήνων.
Ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που πρωτοστάτησαν να διατηρηθεί ο πολιτισμός του Πόντου, με τις χορευτικές ομάδες, τις εντυπωσιακές στολές, αλλά και ο άνθρωπος που συνεχώς πρόβαλλε τα δίκαια αιτήματα των συμπατριωτών του. Αγαπούσε την ποντιακή μουσική και την ενίσχυε.
Με τον πατριάρχη της ποντιακής λύρας, Γώγο Πετρίδη
Στη Νίκαια έπιασε δουλειά ως οδηγός στα αστικά λεωφορεία, παντρεύτηκε την κοπέλα που ερωτεύτηκε και αγάπησε, τη Βέρα, απέκτησε τρία παιδιά, τον Δημήτρη, τον Ιάκωβο και την Όλγα. Στη συνέχεια άνοιξε σχολή οδηγών στην Κοκκινιά. Μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου, το 1969, ο Ζώρας πουλάει το σπίτι του στη Νίκαια και χτίζει με τα χρήματα που πήρε ξενώνα στην Παναγία Σουμελά Βερμίου, στη μνήμη της συζύγου του.
Δεν υπήρχε άνθρωπος στο άκουσμα του ονόματος του Ζώρα να μη εκφέρει τρεις λέξεις που χαρακτήριζαν την προσωπικότητά του: τίμιος, πονόψυχος, ανοιχτοχέρης. Μερικοί θα προσθέσουν και άλλες: γλεντζές, πατριώτης, δίκαιος και άνθρωπος.
Πολλούς ευεργέτησε και είχε μέσα του ριζωμένο τον ελληνικό πολιτισμό του Πόντου, τη χριστιανική πίστη και το σοσιαλισμό , εφόδια που τον οδήγησαν στο ευεργετικό για τους ανθρώπους και την κοινωνία, έργο του.
Μάκης Μουρατίδης
- Αναδημοσίευση από το περιοδικό Πρακτορείο του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
- Διαβάστε περισσότερα για τη Γενοκτονία των Ποντίων και συγκλονιστικές Μαρτυρίες στις σχετικές ενότητες του pontosnews.gr.