«Την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αρωθυμώ, ν’ ανασπάλω ’κ’ επορώ…» (Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ). Το τραγούδι αυτό –μοιρολόι– αποτυπώνει το πόνο και τον θρήνο των Ελλήνων του Πόντου για τις σφαγές, τις καταστροφές, τις λεηλασίες, τον βίαιο ξεριζωμό και δείχνει πόσο βαθιές είναι οι μνήμες για τις πατρογονικές εστίες. Το τραγούδι αυτό είναι συνυφασμένο με την εξαιρετική ερμηνεία, σε πρώτη εκτέλεση, του Αχιλλέα Βασιλειάδη ενός καλλιτέχνη, τραγουδιστή, χορευτή, χοροδιδασκάλου και ηθοποιού ο οποίος ασχολείται εδώ και σχεδόν 50 χρόνια με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι, τον ποντιακό πολιτισμό και την παράδοση.
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης μίλησε στο περιοδικό «Πρακτορείο» για τα βιώματά του, και όπως ανέφερε, ταυτίστηκε με την ποντιακή παράδοση.
Μιλάει για τη νέα γενιά των Ποντίων και δεν φοβάται, όπως μας λέει, για την εξαφάνιση ή τη εξασθένιση της ιστορίας, του πολιτισμού και της ταυτότητας των Ποντίων διότι το μικρόβιο είναι ανθεκτικό.
Οι επισκέψεις στην πατρίδα είναι ένα κομμάτι το οποίο ο Αχιλλέας Βασιλειάδης βιώνει εδώ και πολλά χρόνια με αμέτρητα ταξίδια στον Πόντο. «Νιώθω την απόλυτη ανάγκη να βρίσκομαι στον τόπο μου, στην πατρίδα μου», μας λέει, και περιγράφει ως τις πιο συγκινητικές στιγμές, αυτές της επίσκεψης στα χωριά και τα σπίτια των παππούδων και τις ιστορίες που άκουσε εκεί. Μιλάει για μια χαρακτηριστική σκηνή τον Δεκαπενταύγουστο, στην Παναγία Σουμελά, όταν Έλληνες και Τούρκοι χόρευαν σε έναν μεγάλο κύκλο κάτω από τους ήχους της λύρας. Μιλάει για έναν γέροντα Τούρκο, τον Σαλίχ, ο οποίος, όπως αναφέρει, του έμαθε τον Πόντο, και ολοκληρώνει τη συζήτηση με μια κατάθεση ψυχής αναφέροντας πως κάθε ταξίδι στην πατρίδα σε φέρνει όλο και πιο κοντά στον εαυτό και την πραγματική σου ταυτότητα και ανοίγει έναν νέο ορίζοντα προοπτικής και σκέψης, πάντα με τις μνήμες χαραγμένες όπως αποτυπώνονται άλλωστε και στους στίχους του τραγουδιού του: «Μίαν κι άλλο ’ς σην ζωή μ’, ’ς σο πεγάδι μ’ ’ς σην αυλή μ’, νερόπον ας έπινα και τ’ ομμάτα μ’ έπλυνα. Τα ταφία μ’ έχασα, ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα, τ’ εμετέρτ’ς αναστορώ και ’ς σο ψυόπο μ’ κουβαλώ…» (Ακόμη μία φορά στη ζωή μου, στο πηγάδι στην αυλή μου, νεράκι ας έπινα και τα μάτια μου να έπλενα. Τους τάφους μου έχασα, αυτούς που έθαψα δεν ξέχασα, τους δικούς μας ξαναθυμάμαι και τους κουβαλάω στην ψυχή μου).
Αχιλλέα ασχολείσαι εδώ και πολλά χρόνια με το ποντιακό τραγούδι, το θέατρο και γενικότερα με τη διατήρηση του ποντιακού πολιτισμού. Πώς γεννήθηκε αυτή σου η ενασχόληση;
Δεν ξέρω εάν μπορώ να εξηγήσω τη σχέση μου με το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι και σίγουρα δεν μπορώ να την αποδείξω. Ο χρόνος όμως, αλλά και η ιστορία η ίδια, θα το κρίνουν στο τέλος αυτό. Καταλαβαίνω βέβαια ότι έχω ταυτιστεί με την παράδοση πλέον. Και λόγω ηλικίας φυσικά! Προσπάθησα να ταυτιστώ με την παράδοση. Δούλεψα γι’ αυτό με όλη μου την ψυχή, και θεωρώ ότι μέχρι ένα σημείο τα έχω καταφέρει. Αυτό έμαθα και αυτό ήταν το βίωμά μου από πολύ μικρή ηλικία.
Ποιος ήταν ο «οδηγός» σου στην πορεία που ακολούθησες;
Ακολουθώ πιστά τα βήματα των ανθρώπων εκείνων που προσδιόρισαν την παράδοση και που περιείχαν αισθητικές αξίες μεγάλου διαμετρήματος. Των ανθρώπων εκείνων που ανύψωσαν την παράδοση αλλά και τον πολιτισμό των Ποντίων. Το να τους παρατηρώ και να τους μελετώ μέσα στα χρόνια και να προσπαθώ να βαδίζω πάνω στα βήματά τους, ήταν και θα είναι το μέλημά μου. Το τι έχω προσφέρει, όπως προείπα, θα κριθεί. Και σίγουρα όχι από εμένα τον ίδιο.
Πιστεύεις ότι μπορεί να διατηρηθεί αυτή η παράδοση με την πάροδο του χρόνου;
Η παράδοση ενός τόπου είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά –και όχι μόνο– κεφάλαια στις ζωές μας. Κυρίως για μια ράτσα όπως η δική μας, που έχει έναν τέτοιο όγκο κουλτούρας και πολιτισμού. Η μεταβίβαση από γενιά σε γενιά είναι αυτό λοιπόν που την κρατά ζωντανή. Φυσικά, μέσα από αυτήν τη διαδικασία της μεταβίβασης, οι αλλοιώσεις είναι εύλογες. Η απόσταση και η απομάκρυνση από τον πυρήνα είναι επίσης κάτι που συμβαίνει και διακρίνεται όλο και πιο έντονα. Οι διαφορετικές, ποικίλες ερμηνείες και εκφράσεις μέσα στο πέρασμα του χρόνου είναι αναπόφευκτες – αν και όχι τόσο αναγκαίες. Δεν θέλω όμως να μιλήσω ισοπεδωτικά ούτε και να καταλογίσω τίποτα και σε κανέναν. Ακόμα και σε εκείνο το κομμάτι της νεολαίας που έχει τόσο απομακρυνθεί από το παραδοσιακό τραγούδι, από τον ποντιακό πολιτισμό.
Είναι μια πραγματικότητα και την αποδέχομαι χωρίς θυμό. Άλλωστε έχουμε όλοι την ευθύνη μας, και καθένας από το «πόστο» του.
Υπάρχει όμως ενδιαφέρον από τη νέα γενιά για την ποντιακή παράδοση, το χορό και το τραγούδι;
Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι νέων ανθρώπων, και σε αυτό επιλέγω να σταθώ, που γνωρίζει πολύ καλύτερα από εμένα και έχει μελετήσει με άλλα εφόδια την παραδοσιακή μουσική αλλά και τον πολιτισμό μας. Άνθρωποι με σπουδές πάνω στη μουσική μας και στην ιστορία του ποντιακού ελληνισμού. Νέοι με σοβαρές γνώσεις. Σοβαρή αντίληψη και κρίση. Άνθρωποι που καλούνται να προστατέψουν τη μνήμη μας. Να υπερασπίσουν την ιστορία μας και να σηκώσουν ένα τέτοιο τεράστιο βάρος στις πλάτες τους.
Φοβάσαι για τυχόν εξαφάνιση ή εξασθένηση του ποντιακού πολιτισμού και της ιστορίας;
Δεν φοβήθηκα ποτέ, ούτε και φοβάμαι για την τυχόν «εξαφάνιση» ή έστω την εξασθένιση της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας. Της ταυτότητάς μας. Το «μικρόβιο» είναι ανθεκτικό. Ξέρω ότι υπάρχουν οι άνθρωποι εκείνοι που θα διατηρήσουν και θα ενισχύσουν την παράδοσή μας. Το είδα να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου και για πολλά χρόνια, μέσα στο «Παρακάθ’». Το είδα στα πρόσωπα των παιδιών και μιας φερέλπιδας νεολαίας, στα τόσων χρόνων πανευρωπαϊκά φεστιβάλ χορού νέων που έχω την τιμή να παρουσιάζω. Είδα τη νεολαία εκείνη που ήθελε να μάθει και τα κατάφερε. Είτε μέσα από το χορό και το τραγούδι είτε μέσα από την ακαδημαϊκή τους καριέρα, είτε όλα μαζί! Γνωρίζω και είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι αυτό το καταστάλαγμα της παραδοσιακής ευαισθησίας και της ιδιαίτερης ιστορίας μας θα προστατευθεί.
(Φωτ.: Βασίλης Καρυοφυλλίδης)
Επισκέφθηκες πολλές φορές τον Πόντο. Τι είναι αυτό που σε τραβάει πίσω στην πατρίδα;
Αυτό που για κάποιους ανθρώπους ήταν όνειρο ζωής, έστω και για μία φορά, να επισκεφθούν τον Πόντο, εγώ είχα την τύχη να το ζήσω και μάλιστα επί πολλά και συνεχή χρόνια μέσα από την επαγγελματική σχέση που πλέον είχε δημιουργηθεί. Η συνθήκη όμως ήταν από την πρώτη στιγμή –και αυτή θα είναι μέχρι και την τελευταία– η ίδια: Η απόλυτη ανάγκη μου να βρίσκομαι στον τόπο μου. Στην πατρίδα…. Υπήρχε αφενός το επαγγελματικό κομμάτι, αλλά αυτό δεν θα εξυπηρετούνταν επ’ ουδενί εάν δεν υπήρχε αυτή η ψυχική μου ανάγκη. Αυτή η αγάπη που με τραβούσε εκεί.
Ποιες είναι οι εμπειρίες σου από αυτά τα ταξίδια;
Κάθε φορά που πήγαινα στον Πόντο, είτε σε επαγγελματικό είτε σε προσωπικό επίπεδο, η εμπειρία ήταν πάντοτε μοναδική. Αντίκριζα αυτά που άκουγα από τους παλαιούς. Από τις ιστορίες τους και από τα τραγούδια. Βρήκα τα χωριά των παππούδων μου. Βρήκα κάποια από τα σπίτια. Οι περιγραφές άλλωστε ήταν ακριβείς. Γνώρισα από κοντά πια την ιστορία μας. Ποτέ δεν ένιωσα κούραση με τα ταξίδια αυτά. Πάντοτε υπήρχε το στοιχείο του ευχάριστου αιφνιδιασμού και πάντοτε κάτι καινούριο ανακάλυπτα. Πάντοτε κάποια νέα ιστορία φτιαχνόταν.
Θα ήθελες να μας διηγηθείς κάποιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο;
Χαραγμένη στο μυαλό μου είναι μια σκηνή… Δεκαπενταύγουστος. Παναγία Σουμελά. Παίζει λύρα ο Νίκος Μιχαηλίδης και ο Εγκίν, και τραγουδάει ο Αντέμ. Έχουμε πιαστεί και χορεύουμε σε έναν μεγάλο κύκλο. Όλοι μαζί. Ένας γέρος μάς παρακολουθεί από ώρα που χορεύουμε… συγκινημένος… Πήγα κοντά του. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Και μου είπε: «Εξέρς’ πόσα χρόνια εχ’ ν’ ανταμούται αυούτο το μιλέτ και να χορεύ’ αέτς εντάμα…;» (Ξέρεις πόσα χρόνια έχει να συναντηθεί αυτή η γενιά και να χορεύουν έτσι μαζί;).
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης στη συγκέντρωση κατά του Νίκου Φίλη στη Θεσσαλονίκη το 2015 (φωτ.: Φίλιππος Φασούλας)
Πώς σε δέχθηκαν οι ντόπιοι στην πατρίδα; Έχεις κάνει φιλίες μαζί τους;
Στην πατρίδα λοιπόν έκανα φίλους καρδιάς… Φίλους που με περιμένουν και που εγώ ανυπομονώ να ξαναδώ. Φίλους που θα πιούμε το τσάι μας στο Μεϊντάν της Τραπεζούντας. Εκεί γνώρισα, στα μέσα του ’80, τον γέροντα Σαλίχ, που ουσιαστικά αυτός μου έμαθε τον Πόντο, την Αργυρούπολη, και του χρωστάω πολλά… Τα πάντα… Ο ανεξάντλητος αυτός γέροντας που έγραψε τη δική του ιστορία κι εγώ ήμουν τυχερός που ήμουν παρών σε κάποιες από αυτές. Θα του είμαι ευγνώμων μια ζωή και θα τραγουδάω για όσο μπορώ τα ατελείωτα δίστιχα που μου έμαθε.
Θα ήθελα να περιγράψεις με δυο λόγια τα συναισθήματά σου από αυτά τα ταξίδια;
Κάθε ταξίδι στην πατρίδα, με έφερνε όλο και πιο κοντά στον εαυτό μου. Πιο κοντά στην πραγματική μου ταυτότητα, και συνάμα μου άνοιγε έναν νέο ορίζοντα προοπτικής και σκέψης. Μιας πιο καθαρής και ίσως πιο ρομαντικής σκέψης και αντίληψης. Και εντέλει, στο ταξίδι αυτό, ο δρόμος σε βγάζει στον εαυτό σου.
Συνέντευξη: Μάκης Μουρατίδης.
- Αναδημοσίευση από το περιοδικό Πρακτορείο του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
- Διαβάστε περισσότερα για τη Γενοκτονία των Ποντίων και συγκλονιστικές Μαρτυρίες στις σχετικές ενότητες του pontosnews.gr.