Ήταν η εποχή που τα Βαλκάνια «έβραζαν». Οι εξεγέρσεις στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1875 ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησε η εξέγερση στη Βουλγαρία, που καταπνίγηκε βάναυσα από τις οθωμανικές Αρχές, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ύστερα ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-78) που οδήγησε τα στρατεύματα του τσάρου έξω από την πρωτεύουσα του σουλτάνου, και στην υπογραφή της Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία αναθεωρήθηκε βέβαια από το Συνέδριο του Βερολίνου.
Μέσα στον κυκεώνα αυτόν του Ανατολικού Ζητήματος, συμβαίνει και το τραγικό γεγονός της δολοφονίας των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας, από οργισμένο όχλο μουσουλμάνων, στη Θεσσαλονίκη.
Όλα φαίνεται ότι ξεκίνησαν κάπως βορειότερα από τη Θεσσαλονίκη, στη Μπογδάντσα (κοντά στη Γευγελή, απέναντι από τους Ευζώνους). Εκεί μια νεαρή (12 έως 20 ετών) χριστιανή (σλαβόφωνη, βουλγαρόφωνη ή Βουλγάρα), ονόματι Στεφάνα (Βελίκω την αναφέρει ο Τομανάς, ενώ ο Απ. Βακαλόπουλος λέει πως η γραπτή και προφορική παράδοση την αναφέρει ως Βελίνκω) θέλησε ή εξαναγκάστηκε (δεν είναι ξεκάθαρο) να ασπαστεί το Ισλάμ προκειμένου να παντρευτεί έναν ντόπιο μουσουλμάνο (ή να μπει στο χαρέμι ενός Οθωμανού αξιωματούχου) κι έτσι έφυγε ή απήχθη από το σπίτι της στις 21 Απριλίου.
Η νεαρή βρέθηκε με συνοδεία στο τρένο για τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να παρουσιαστεί στον βαλή, στις 5 Μαΐου. Τυχαία ή όχι, στο ίδιο τρένο επέβαινε κι η μητέρα της (ήταν ορφανή από πατέρα), η οποία φαίνεται ότι συνομίλησε μαζί της στη διάρκεια του ταξιδιού από το Καρασούλι. Φθάνοντας στον Παλιό Σταθμό η μάνα απευθύνθηκε σε άλλους χριστιανούς ζητώντας να τη βοηθήσουν να πάρει πίσω την κόρη της, οπότε μια ομάδα χριστιανών, με επικεφαλής τον νεαρό Γεώργιο Άμποτ, άρπαξαν την κοπέλα από τη συνοδεία της.
Επενέβησαν τέσσερις ζαπτιέδες (χωροφύλακες) που ξαναπήραν το κορίτσι, όμως, οι χριστιανοί ανασυγκροτήθηκαν (ήταν πολλοί στα παρακείμενα καφενεία λόγω της εορτής του Αγίου Γεωργίου, με το παλιό ημερολόγιο) και αντεπιτέθηκαν. Άρπαξαν ξανά τη νεαρή γυναίκα και την επιβίβασαν (μαζί με τη μητέρα της) στην άμαξα του προξένου των ΗΠΑ Περικλή Χατζηλαζάρου.
Το αμάξι οδήγησε τις δυο γυναίκες στο αμερικανικό προξενείο που βρισκόταν τότε στην Εγνατία (αρ. 107, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου), όπου και πέρασαν το βράδυ. Το επόμενο πρωί φυγαδεύτηκαν μέσω της παρακείμενης εκκλησίας του Αγ. Χαραλάμπους σε άλλο χριστιανικό σπίτι του Φραγκομαχαλά. Το ίδιο πρωί όμως πλήθος μουσουλμάνων άρχισε να μαζεύεται στο Σαατλί Τζαμί, δίπλα ακριβώς στο Κονάκι (ένα διώροφο κτήριο, έδρα του βαλή, όπου αργότερα χτίστηκε το σημερινό διοικητήριο).
Τα πνεύματα ήταν τεταμένα από τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, στην πόλη είχαν ήδη φτάσει μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βοσνία.
Καθώς εκφράστηκαν φόβοι για σφαγές, οι πρόξενοι προσπάθησαν να παρέμβουν στον βαλή, ο οποίος ζητούσε από τον Νικόλαο Χατζηλαζάρου (αδελφό του Αμερικανού προξένου) τη νεαρή γυναίκα.
Τότε κατευθύνθηκαν προς το Κονάκι ο Ζυλ Μουλέν, πρόξενος της Γαλλίας, και ο Ερρίκος Άμποτ, πρόξενος της Γερμανίας. Οι πρόξενοι δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, καθώς βρέθηκαν στο τζαμί, όπου κρατήθηκαν ως όμηροι, με στόχο να γίνει ανταλλαγή με τη νεαρή γυναίκα. Ο βαλής κι ο διοικητής της αστυνομίας προσπάθησαν να κατευνάσουν τους συγκεντρωμένους και να απελευθερώσουν τους προξένους, μάλλον όμως χωρίς ιδιαίτερο ζήλο. Τελικά, ο όχλος εισέβαλε στο δωμάτιο που κρατούνταν οι Μουλέν και Αμπότ και τους σκότωσε χτυπώντας τους με ξύλα και σίδερα.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο τρομοκρατημένος βαλής φυγάδευε τον πρόξενο της Βρετανίας Μπλαντ, που είχε κατορθώσει να φτάσει πριν στο Κονάκι, μέσω των δωματίων του χαρεμιού του. Ενώ οι χριστιανοί κλείνονταν στα σπίτια τους κι οι εξαγριωμένοι μουσουλμάνοι κατέβαιναν προς το Φραγκομαχαλά, ο Αλφρέδος Άμποτ (αδελφός του Ερρίκου) πληροφορήθηκε από τη σύζυγο του Χατζηλαζάρου πως το «μήλον της Έριδος» βρισκόταν στο σπίτι ενός ελληνορθόδοξου υπηκόου Αυστροουγγαρίας. Μετέβη λοιπόν εκεί, πήρε την κοπέλα και την παρέδωσε στις Αρχές, ελπίζοντας να γλυτώσει τον αδελφό του.
Ήταν πλέον αργά για τους δύο διπλωμάτες, αλλά η είδηση της παράδοσης της γυναίκας οδήγησε στη διάλυση του πλήθους.
Ήδη όμως είχαν ειδοποιηθεί οι πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τις επόμενες ημέρες κατέφθασαν στον Θερμαϊκό αρκετά πολεμικά πλοία (δύο βρετανικά, δύο γαλλικά, δύο ιταλικά, ένα γερμανικό, ένα ρωσικό και ένα ελληνικό), στρέφοντας τα κανόνια τους προς την Άνω Πόλη, όπου κατοικούσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μουσουλμάνοι.
Παράλληλα, κατέφθασαν και ενισχύσεις του οθωμανικού στρατού με πλοία, πάνω στα οποία άρχισαν οι ανακρίσεις για τους φόνους, καθώς στις 13 και 14 Μαΐου συνελήφθησαν συνολικά 52 άτομα. «Στις 16 Μαΐου, έξι από τους κρατούμενους, ασήμαντα άτομα από τις λαϊκές τάξεις, καταδικάζονται σε θάνατο και οδηγούνται στην κρεμάλα, που στήθηκε στο κάτω μέρος της Πλατείας Ελευθερίας κοντά στο λιμάνι». Στις 19 Μαΐου έγιναν οι κηδείες των δύο προξένων, παρουσία των ναυτικών αγημάτων και υπό τις ομοβροντίες των πλοίων που είχαν συρρεύσει στην πόλη.
Λίγους μήνες αργότερα ο διοικητής της αστυνομίας Σαλίμ μπέης, ο κυβερνήτης της κορβέττας Idjaliè (που ήταν στον Θερμαϊκό τη μέρα των γεγονότων) Ριζά μπέης κι ο Αλτά μπέης, επίσης αξιωματικός του στρατού, καταδικάζονται σε ποινές φυλάκισης και καθαίρεση. Σε ένα χρόνο φυλάκιση καταδικάστηκε κι ο βαλής Μεχμέτ Ριφαάτ πασάς.
Η οδός Προξένων, ο δρόμος που χώριζε το Σαατλί τζαμί, το οποίο καταστράφηκε στην πυρκαγιά του 1917, από το Διοικητήριο της περιοχής είναι η μόνη ζωντανή υπόμνηση, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, των δραματικών γεγονότων της 6ης Μαΐου του 1876.