«Παιδί μου Στέλιο να τρέχεις πάντα γιατί εμείς οι Έλληνες γεννηθήκαμε για να τρέχουμε. Μόνο έτσι καταφέραμε να ζήσουμε τόσους αιώνες». Με αυτά τα λόγια ο Σπύρος Λούης υποδέχθηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι τον διάδοχό του, τον αθλητή που έπειτα από τέσσερις δεκαετίες κατάφερε να καταρρίψει την πανελλήνια επίδοσή του στο Μαραθώνιο.
Ο Στέλιος δεν ήταν άλλος από τον Στέλιο Κυριακίδη, τον γεννημένο στην Πάφο δρομέα αντοχής και ημιαντοχής που πήρε μέρος σε δύο Ολυμπιάδες (Βερολίνο 1936, Λονδίνο 1948), και έμεινε στην ιστορία για τη μεγάλη του νίκη στον 50ό Μαραθώνιο της Βοστόνης: Ήταν ο πρώτος αθλητής εκτός ΗΠΑ-Καναδά που κέρδισε τον αγώνα και ο πρώτος που χρησιμοποίησε χρονομετρητή χειρός.
«Ήρθα να τρέξω για 7 εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες», ήταν τα λόγια του όταν έφτασε στην Αμερική. Και ο ίδιος, βέβαια, δεν φαινόταν περισσότερο υγιής.
Μάλιστα, οι γιατροί βλέποντάς τον τόσο αδύνατο από την πείνα της Κατοχής πίστεψαν ότι θα πεθάνει στη διαδρομή και αρνήθηκαν να του δώσουν το πράσινο φως. Τον άφησαν να τρέξει ζητώντας πρώτα υπεύθυνη δήλωση. «Ο κοκαλιάρης Έλληνας» έγραψαν κάποιες εφημερίδες παρά το γεγονός ότι στην Αμερική είχε πάρει πέντε κιλά χάρη στον ομογενή μάγειρα του ξενοδοχείου όπου διέμενε.
Αυτή ήταν η δεύτερη απόπειρά του στο Μαραθώνιο της Βοστόνης. Το 1938 δεν κατάφερε να τερματίσει εξαιτίας των παπουτσιών που φορούσε – του τα είχαν αγοράσει οι ομογενείς, αλλά μιας και ήταν καινούρια, του μάτωσαν τα πόδια.
Το 1940 με τον πόλεμο σταμάτησε να προπονείται, όμως πούλησε τα μισά πράγματα του σπιτιού του, και με τη βοήθεια της Ηλεκτρικής Εταιρείας για την οποία εργαζόταν, βρέθηκε και πάλι στη γραμμή εκκίνησης στις 20 Απριλίου 1946, προκειμένου να στείλει ένα δυνατό μήνυμα για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα.
Ο Στέλιος Κυριακίδης επέλεξε τη στρατηγική εξοικονόμησης δυνάμεων και έμεινε πίσω στα πρώτα χιλιόμετρα. Σιγά-σιγά ανέβασε ταχύτητα και άρχισε να προσπερνά τους υπόλοιπους αθλητές. Λίγο πριν από το τέλος, ομογενείς και δημοσιογράφοι επευφημούσαν τον Έλληνα.
«Για την Ελλάδα Στέλιο μου, για τα παιδιά σου» του φώναξε ένας ηλικιωμένος από το πλήθος, όπως περιέγραφε αργότερα ο ίδιος.
Ο χρόνος του 2:29:27 αποτέλεσε τον καλύτερο στην Ευρώπη, και για 22 χρόνια και 216 μέρες τον καλύτερο στην Ελλάδα, χαρίζοντάς του μια θέση στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες. «Πώς θα μπορούσα να κερδίσω ποτέ έναν τέτοιον αθλητή; Εγώ έτρεχα για τον εαυτό μου κι αυτός για μια ολόκληρη πατρίδα», δήλωσε μετά τον τερματισμό ένα από τα φαβορί, ο Αμερικανός Τζόνι Κέλι.
Στις 3 Μαΐου ο Έλληνας δρομέας έγινε δεκτός από τον Χάρι Τρούμαν στον Λευκό Οίκο.
Αν και είχε προτάσεις για να μείνει στην Αμερική, εκείνος όπου πήγαινε ζητούσε βοήθεια μόνο για την Ελλάδα. Μέσα σε έναν μήνα συγκέντρωσε 250.000 δολάρια, ενώ η οικογένεια Λιβανού έστειλε δύο πλοία με είδη πρώτης ανάγκης. Εξαιτίας της δημοσιότητας που πήρε η νίκη του, η αμερικανική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή έκτακτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ύψους 400.000 δολαρίων.
Στις 23 Μαΐου περίπου 1 εκατ. Έλληνες τον υποδέχθηκαν με τιμές ήρωα. «Είμαι περήφανος που είμαι Έλλην», δήλωνε δακρυσμένος. Για πρώτη φορά μετά την Κατοχή φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη, ενώ η διαδρομή από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός μέχρι το σπίτι του, στη Φιλοθέη, διήρκεσε οκτώ ώρες!