Με αναφορά στην ιστορία του νησιού από την αρχαιότητα έως σήμερα, με βάση χάρτες και διπλωματικά έγγραφα ο Μιχάλης Στούκας με άρθρο του στο protothema καταδεικνύει για το τουρκικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα είναι παντελώς αστήρικτο.
Του Μιχάλη Στούκα
Τις τελευταίες μέρες ήρθε στην επικαιρότητα, μετά τις αλλεπάλληλες προκλητικές τουρκικές δηλώσεις και τις απαντήσεις της ελληνικής πλευράς, το πανέμορφο Αγαθονήσι, το βορειότερο από τα Δωδεκάνησα. Θα γράψουμε μερικά στοιχεία, όχι ιδιαίτερα γνωστά γι’ αυτό και θα αναφερθούμε στις Συνθήκες από τις οποίες αποδεικνύεται η αναμφισβήτητη ελληνική κυριαρχία. Το Αγαθονήσι, το βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων βρίσκεται πολύ κοντά στη Σάμο, από την οποία απέχει 10 ναυτικά μίλια. Έχει έκταση 13,41 τ.χλμ. και 185 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται, όπως βλέπουμε στο διάγραμμα, μια πληθυσμιακή ανάκαμψη του νησιού, από το 1951 ως και το 2011.
Μετά από μία περίοδο μείωσης του πληθυσμού, παρατηρείται όπως βλέπουμε, μία μικρή αλλά αξιοσημείωτη αύξηση του, τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης. Οι ακτές του Αγαθονησίου είναι αλίμενες στη βόρεια πλευρά και έχουν βαθιές κολπώσεις στις άλλες. Το μέγιστο ύψος του είναι 209 μέτρα (Δένδρα). Στο νησί υπάρχουν τρεις οικισμοί, το Μεγάλο Χωριό, το Μικρό Χωριό και ο Άγιος Γεώργιος.
Κοντά στο Αγαθονήσι, βρίσκονται η Βραχονησίδα Πιάτο (γνωστή και ως Ψαθονήσι ή Ψαθώ), η νησίδα Νερονήσι ή Νερό, η νησίδα Κουνελονήσι ή Κουνέλι, η βραχονησίδα Στρογγυλή ή Στρογγυλό κ.ά.
Η ιστορία του νησιού
Το Αγαθονήσι στην αρχαιότητα ονομαζόταν Υετούσα. Με το όνομα αυτό ήταν γνωστό ως τα τέλη του 19ου αιώνα περίπου. Το σημερινό όνομα του νησιού προέρχεται με παρετυμολογία προς το αγαθός, από το φυτωνύμιο Αγκαθονήσι. Υπάρχουν κάποια αρχαία ευρήματα τα οποία ίσως αποτελούν ένδειξη ότι το νησί ήταν κατοικημένο από την αρχαιότητα. Τα μεταγενέστερα χρόνια, ειδικά λόγω της πειρατείας, το Αγαθονήσι έμεινε ακατοίκητο για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Οθωμανός εξερευνητής και χαρτογράφος Piri Reis που επισκέφθηκε το νησί τον 16ο αιώνα γράφει χαρακτηριστικά:
«Αυτό το νησί είναι ακατοίκητο, όμως οι κατσίκες του είναι πολυάριθμες. Αυτά τα νησιά (ενν. και τα γειτονικά με το Αγαθονήσι) τα έλεγαν μια εποχή Filimare. Ένας άπιστος (προφανώς εννοεί χριστιανός) ο οποίος έκανε στη Μεσόγειο πειρατεία με το πλοίο Quadyrga άφησε πάνω στα νησιά ελεύθερες λίγες κατσίκες. Γι’ αυτό τον λόγο υπάρχει σήμερα στα νησιά Keci ολόκληρο πλήθος». Γι’ αυτό το λόγο, ο Piri Reis ονομάζει το Αγαθονήσι και τα γύρω νησιά Keci Adalary, δηλαδή Κατσικονήσια.
Ένα αιώνα αργότερα, ο Marco Boschini επισκέφθηκε το Agatonisi, όπως γράφει, το οποίο ήταν ακατοίκητο. Πολλοί ξένοι περιηγητές αναφέρουν λανθασμένα το αρχαίο όνομα του νησιού Yetussa ως Yelussa. Ο Emile Kolodny γράφει ότι το νησί εποικίστηκε μόνιμα τον 19ο αιώνα, από κατοίκους της Πάτμου και των Φούρνων. Το νησί, λέγεται κυρίως στη γλώσσα των ναυτικών και Γάιδαρος ή Γαϊδουρονήσι. Η ονομασία αυτή, που οφείλεται στο σχήμα του νησιού, θα μας απασχολήσει εκτενώς στη συνέχεια.
Το σημερινό γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του Αγαθονησίου, μια καθαρά ελληνική διάλεκτος, οφείλεται, κατά πάσα πιθανότητα, στους βυζαντινούς εξόριστους που εγκαταστάθηκαν στο νησί.
Η ιστορία των Δωδεκανήσων τον 20ο αιώνα
Τα Δωδεκάνησα το 1310 πέρασαν στα χέρια των Ιωαννιτών Ιπποτών. Το 1522, τα κατέλαβαν οι Οθωμανοί του σουλτάνου Σουλεϊμάν Β’ (του αποκαλούμενου Μεγαλοπρεπούς), ο οποίος χορήγησε ένα ειδικό προνομιακό καθεστώς στα νησιά. Παρά τις προσδοκίες των κατοίκων τους, τα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, μετά την Επανάσταση του 1821. Το 1909, οι Νεότουρκοι κατάργησαν και τα προνόμια που απολάμβαναν οι Δωδεκανήσιοι.
Το 1912, η Ιταλία που πολεμούσε με την Τουρκία για την Κυρηναϊκή, κατέλαβε τα νησιά για να πιέσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν. Οι Ιταλοί έκαναν λόγο αρχικά για αυτονομία και αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της άμεσης απελευθέρωσης στους Έλληνες κατοίκους τους (131.332 σε σύνολο 143.482, το 1912). Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε και η Ιταλία κράτησε τα νησιά. Με τη συμφωνία Βενιζέλου-Tittoni (29/7/1919), ανάμεσα στα άλλα, η Ιταλία παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, εκτός από τη Ρόδο, οι κάτοικοι της οποίας θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα για το μέλλον του νησιού.
Τον Ιούλιο του 1920 όμως, η κυβέρνηση Giolitti κατήγγειλε τη συμφωνία αυτή. Μετά τις αντιδράσεις όμως, η Ιταλία στις 10/8/1920, υπόγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών με ανάλογο περιεχόμενο, με την αίρεση ότι η Συνθήκη θα ισχύσει μόνο με την επικύρωσή της από την Τουρκία, κάτι που δεν έγινε όπως ξέρουμε.
Με τη Συνθήκη της Λοζάνης, η Τουρκία παραιτήθηκε επίσημα από τα δικαιώματά της στα Δωδεκάνησα (άρθρο 15), «της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτης κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων».
Πάντως σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και με την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, η Τουρκία και κανένα άλλο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν πρόβαλε θέμα ασφάλειας των μικρασιατικών ακτών.
Η Τουρκία όμως, παρά την παραίτησή της, δεν σταμάτησε ποτέ να έχει βλέψεις στα Δωδεκάνησα. Η στρατηγική θέση των νησιών και η εγγύτητά τους με τα μικρασιατικά παράλια, αποτελούσαν τις βασικές αιτίες για τις βλέψεις αυτές. Άρχισε λοιπόν να διατυπώνει αμφισβητήσεις για τα ακριβή όρια, ανάμεσα στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και την τουρκική επικράτεια. Στις 4/1/1932, υπογράφτηκε στην Άγκυρα ιταλοτουρκική σύμβαση που οριοθετούσε κάποια σημεία.
Τα δύο μέρη αντάλλαξαν επιστολές με τις οποίες υποχρεώνονταν να καθορίσουν και το υπόλοιπο τμήμα των ιταλοτουρκικών θαλάσσιων συνόρων. Ο καθορισμός επισημοποιήθηκε με το πρακτικό που υπογράφτηκε στην Άγκυρα στις 28/12/1932. Έτσι, προσδιορίστηκε πού ανήκουν οι νησίδες της περιοχής οι οποίες «ουδεμίας αμφισβητήσεως αποτελούν αντικείμενον».
Η Τουρκία, κατά την πάγια πρακτική της, ισχυρίζεται ότι αυτό το πρωτόκολλο δεν ισχύει εφόσον δεν αποτελεί συμφωνία-συνθήκη και δεν συζητήθηκε στην τουρκική εθνοσυνέλευση και για «πρακτικά» τα οποία νομικά δεν δεσμεύουν την Τουρκία. Βέβαια, όσον αφορά το σκέλος της παραχώρησης κάποιων νησίδων στην Τουρκία, με τα «πρακτικά» αυτά, οι γείτονες δεν θέτουν κανένα θέμα για την ισχύ ή όχι του πρωτοκόλλου!
Έτσι, η νήσος Αρκόνησος (Καρά Αντά) αποδόθηκε από την Ιταλία στην Τουρκία στις 4 Ιανουαρίου 1932, όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος.
Στο ίδιο βιβλίο του ο Σβολόπουλος γράφει: «Η άρνηση της Άγκυρας να αναγνωρίσει την ισχύ του πρωτοκόλλου της 28ης Δεκεμβρίου 1932, ως μη επικυρωμένου από την τουρκική Εθνοσυνέλευση και μη κατατεθειμένου στη Γραμματεία της Κοινωνίας των Εθνών, δεν αίρει το γεγονός ότι τόσο με τη συνομολόγηση του πρωτοκόλλου από επίσημους αντιπροσώπους των δύο κρατών όσο και, στη συνέχεια, μέσω της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών, το συγκεκριμένο καθεστώς της ιταλικής κυριαρχίας, όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και έγινε ρητά αποδεκτό από την τουρκική πλευρά».
Ο De Vecchi, ο δεύτερος Ιταλός κυβερνήτης των Δωδεκανήσων, ο οποίος διαδέχτηκε τον M. Lago, χρησιμοποίησε πολύ σκληρές μεθόδους. Επί των ημερών του, η ιταλική γλώσσα επιβλήθηκε βίαια στα Δωδεκάνησα και τα ελληνικά ονόματα των νησιών απαγορεύτηκαν. Η Κάρπαθος έγινε Scarpanto, η Τήλος Piscopi και οι Λειψοί Lisso. O De Vecchi έγραφε χαρακτηριστικά στον Μουσολίνι: «Η άποψη πως ο λαός αυτός θα αντιστέκεται διαρκώς και επιμόνως είναι επιπόλαιη. Σε κάθε λαό μπορείς να αφήσεις τη σφραγίδα σου αρκεί να είσαι αποφασισμένος».
Με την Συνθήκη της αμοιβαίας βοήθειας που υπόγραψαν Αγγλία, Γαλλία και Τουρκία στις 19/10/1939 (άρθρο 3), προβλεπόταν ότι «σε ενδεχόμενη επιχείρηση κατάληψης της Δωδεκανήσου» θα χρησιμοποιούνταν τουρκικές δυνάμεις σε συνεργασία με όσες βρετανικές θα ήταν διαθέσιμες εκείνη τη στιγμή. Τον Δεκέμβριο του 1941, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Ίντεν πήγε κρυφά στη Μόσχα και συνομίλησε με τον Στάλιν. Ο Στάλιν πρότεινε στον Ίντεν να δελεάσουν τους Τούρκους προσφέροντάς τους τα Δωδεκάνησα και τη νότια Βουλγαρία! (Αρχεία Foreign Office 371/33183, R 458).
Ο Ίντεν υπενθύμισε στον τότε ηγέτη της (τέως) ΕΣΣΔ. το ελληνικό ενδιαφέρον για τα Δωδεκάνησα καθώς και τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στους Συμμάχους μια τέτοια απόφαση.
Όταν όμως ο Τσόρτσιλ επισκέφτηκε τα Άδανα στις αρχές του 1943 με σκοπό να πιέσει την Τουρκία να βοηθήσει τους Βρετανούς στο βαλκανικό μέτωπο, η ελληνική κυβέρνηση (εξόριστη τότε, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Τσουδερό) θορυβήθηκε και αντέδρασε. Μάλιστα, ο Τούρκος πρεσβευτής στο Λονδίνο, είπε στον Τσουδερό ανεπίσημα, ότι «η χώρα του εξετάζει την πιθανότητα να ανακτήσει κάποια μεσογειακά νησιά» (σ.σ.: σχετικό άρθρο στο Balkan Studies, vol. 23.1, 1982, γραμμένο από τον A. Alexandris).
Ο Π. Κανελλόπουλος σημείωνε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 2/2/1943: «Σήμερα οι Times γράφουν ότι συζητήθηκαν στα Άδανα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και ειδικότερα τα ελληνικά νησιά. Είναι ηθικά ασύλληπτο ότι συζητιούνται τέτοια ζητήματα χωρίς να μας ειδοποιούν». Είχε προηγηθεί (1/2/1943) συζήτηση του Έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο, Α. Αγνίδη με τους Βρετανούς οι οποίοι του υποσχέθηκαν απλά (και κυνικά θα λέγαμε…) ότι δεν θα θιγούν τα ήδη ανήκοντα στην Ελλάδα νησιά (!).
Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1946, μετά και τη θεαματική στροφή στην πολιτική της (τέως) ΕΣΣΔ αποφασίστηκε τα Δωδεκάνησα να δοθούν στην Ελλάδα. Για την ιστορία, οι Βρετανοί, στους οποίους είχαν παραδοθεί τα Δωδεκάνησα από τους Γερμανούς (8/5/1945), σκόπευαν να παραχωρήσουν το Καστελόριζο στην Τουρκία. Οι αντιδράσεις όμως των άλλων Συμμάχων, κυρίως των Αμερικανών, τους έκαναν να αναθεωρήσουν τη στάση τους και το Καστελόριζο ενσωματώθηκε στη χώρα μας.
Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, η ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα εγκρίθηκε ομόφωνα.
Υπήρχε όμως μεγάλη ασάφεια στη διατύπωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 12, που είχε σαν αποτέλεσμα τα όρια της εκχωρούμενης περιοχής να είναι ασαφή. «Η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριαρχίαν τας νήσους της Δωδεκανήσου», χωρίς να τις κατονομάζει!
Τελικά, μετά από παρέμβαση του Ι. Πολίτη, ενσωματώθηκε στο κείμενο της Συνθήκης απαρίθμηση των 14 μεγαλύτερων νησιών και μνεία ότι παραχωρούνται επίσης και οι παρακείμενες στα νησιά νησίδες. Όταν παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λοζάνης, όλα τα νησιά είχαν απαριθμηθεί και προσαρτήθηκε και σχετικός χάρτης. Τη μέρα υπογραφής της Συνθήκης (10/2/1947), η Ελλάδα διευκρίνισε τις παρατηρήσεις της ότι οι μνημονευόμενες παρακείμενες των νησιών νησίδες, είναι αυτές που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία, όταν η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο.
Το Αγαθονήσι (Gaidaro) στη Συνθήκη της Λοζάνης
Σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λοζάνης, η Τουρκία παραιτήθηκε υπέρ της Ιταλίας κάθε δικαιώματος και τίτλου επί των νήσων Αστυπάλαια, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψών, Σύμης, Κω και «των νησίδων των εξ αυτών εξαρτώμενων», καθώς και επί του Καστελόριζου. Σε εφαρμογή αυτής της διάταξης, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του Κ. Σβολόπουλου Το Καθεστώς των Νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο – Η Μαρτυρία των Πηγών, ανάμεσα στις νησίδες αυτές είναι και το Αγαθονήσι (Gaidaro). Όπως αναφέραμε, το όνομα Αγαθονήσι άρχισε να χρησιμοποιείται τον 20ο αιώνα και επικράτησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολύ σοφά, ο πρώτος Έλληνας στρατιωτικός διοικητής Δωδεκανήσου αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, στις 11 Ιουνίου 1947, αναφέρει μία προς μία τις «παρακείμενες» στα 14 μεγαλύτερα νησιά, νησίδες. Ανάμεσά τους, υπάρχει και το Αγ(κ)αθονήσι που «εξαρτάται» από την Πάτμο.
Η ελληνική κυριαρχία στο Αγαθονήσι προκύπτει από τις Συνθήκες που παραθέτουμε. Προφανώς, η αναφορά του ως Gaidaro στη Συνθήκη της Λοζάνης έκανε τους Τούρκους, όψιμα, να εκδηλώσουν τις αναθεωρητικές τους απόψεις, κινούμενοι είτε από άγνοια είτε με τη, γνωστή, ανατολίτικη (κουτο)πονηριά τους.
Πηγές:
- Κ. Σβολόπουλος «Το καθεστώς των νησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο- Η μαρτυρία των πηγών»
- «Δωδεκάνησος, η μακρά πορεία προς την ενσωμάτωση» έρευνα-επιστημονική επιμέλεια Λένα Διβάνη.
- Μιχάλης Σκανδαλίδης, «Ονοματολική ναυσιπλοΐα στο ελληνικό Αιγαίο»