Ο εθνομάρτυρας Νίκος Καπετανίδης, δημοσιογράφος της εφημερίδας Εποχή της Τραπεζούντας, ήταν ένθερμος πατριώτης, αγωνιστής, υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τολμηρός και αντίθετος με την πολιτική που ακολουθούσαν οι Τούρκοι –την οποία και καταδίκαζε μέσα από τα άρθρα του–, ενώ δεν δίσταζε να έρθει σε οξύτατους «διαλόγους» μέσω της εφημερίδας του, με την μισελληνική τουρκική εφημερίδα της Τραπεζούντας Σελαμέτ.
Ο Κώστας Καπετανίδης, αδελφός του Νίκου, περιγράφει στην Ποντιακή Εστία (τχ Σεπτ.-Οκτ. 1975, με το ψευδώνυμο Κώστας Μορφίδης) ένα περιστατικό που συνέβη την Παρασκευή 20 Μαρτίου 1920, μία εβδομάδα πριν γράψει ο Νίκος το προφητικό άρθρο για το θάνατό του:
Αφού έμαθε ο Οσμάν αγάς (Τοπάλ Οσμάν) για τα γραφόμενα της εφημερίδας σε βάρος των Νεότουρκων-κεμαλιστών, επισκέφθηκε με τους αιμοβόρους άντρες του τον Νίκο Καπετανίδη στα γραφεία του στην Τραπεζούντα, με σκοπό να τον «γνωρίσει». Ζήτησε από τον Νίκο Καπετανίδη να μη γράφει ανακρίβειες αλλά ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι αδέλφια. Την επόμενη ημέρα ο Οσμάν αγάς έφυγε από την Τραπεζούντα για να συνεχίσει το γενοκτόνο έργο του, αφού πρώτα είχε σπείρει τον όλεθρο σε Κερασούντα και τα περίχωρά της, Τρίπολη, Ορντού, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα, Έρπαα, όπου, χωρίς καμιά αντίσταση, έσφαζε γυναίκες, παιδιά και γέρους, ατίμαζε κορίτσια και έκαιγε σπίτια.
Ήδη από το 1919 το τουρκικό καθεστώς ήθελε να επιβάλει λογοκρισία για την κριτική που ασκούσαν οι ελληνικές εφημερίδες. Αψηφώντας την τρομοκρατία του κεμαλικού καθεστώτος, περιγράφει χαρακτηριστικά μέσα από δύο άρθρα του –«Η ύπαιθρος κατασφάζεται» και «Ρίζε, καϋμένε Ρίζε!»– με τα μελανότερα χρώματα την καταστροφή της υπαίθρου από τους φανατικούς Τούρκους.
Έτσι, ο Νίκος Καπετανίδης στις 28 Μαρτίου 1920 (το τελευταίο Μεγάλο Σάββατο της ζωής του), γράφει ένα ακόμη άρθρο με τίτλο: «Προς υψηλότερα και ωραιότερα». Έγραφε μεταξύ άλλων στο κείμενο: «…Είναι απόψε ο μεγάλος εξιλασμός. Όλοι μας έχομε περάσει τον δρόμον της Αμαρτίας. Είμεθα οι πεζοπόροι μιας νύκτας αφώτιστης, ταρταρικής. Ενθυμηθείτε τι είδαν τα μάτια μας, χρόνους τώρα, τι εχάσαμεν, τι προσφέραμεν, ποίαν δύναμιν ζωής απωλέσαμεν. Και ακόμη: Ποίος βλέπει το τέρμα του δρόμου αυτού; Θα δώσωμεν ίσως νέας θυσίας ακόμη, ακόμη υπάρχει η σκάλα τον κακού. Ποίος γνωρίζει τι κλώθεται εις τον καθένα αύριον ή μεθαύριον, ποίος γνωρίζει ποία αμαρτία και ποίον έγκλημα ακόμα θα χαράξει κόκκινην γραμμήν εις την ζωήν μας, μέσα εις την πάλην όπου ευρισκόμεθα και εις τον αγώνα τον οποίον αγωνιζόμεθα […].
»Και προσβλέψατε με τα μάτια της ψυχής. Ολόγυρα και κοντά και μακράν και πέραν, παντού δυστυχία, κακοριζικιά, βαρυθυμία. Συγκεντρωθείτε ως αλύγιστη αλυσίδα γύρω εις τον νέον αυτόν μαρτυρικόν Σταυρόν. Όποιοι και αν είσθε και όπως και αν λέγεσθε. Ό,τι και όσον ημπορείτε. Επάνω εις το εθνικόν μας στόμα πληγαί βαθείαι, πληγαί θανατικαί. Καλείσθε να σκύψετε ως παιδιά μιας μητέρας, ως βλαστάρια ενός ιερού και θεϊκού δένδρου, επάνω εις τον εθνικόν πόνον…
»Έρχεται-ήλθε και πάλιν η Λαμπρή! Υψώσατε, άνθρωποι της Χθες και άνθρωποι της Αύριον, υψηλά το ποτήρι διά την εθνικήν μας Λαμπρήν. Δεν ημπορεί να αργήσει».
Ο Νίκος Καπετανίδης καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού στις φυλακές τις Αμάσειας, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1921, σε ηλικία 32 ετών. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου του απεύθυνε την κατηγορία ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Καπετανίδης σηκώθηκε και συμπλήρωσε: «Όχι μόνον για την ανεξαρτησία, αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα!».
Οι τελευταίες λέξεις του μπροστά στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς».
Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού (Πάνος Καϊσίδης).