Ήδη από τις 14 Απριλίου 1920 (1η Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο) είχε διαφανεί τι θα ακολουθούσε δύο ημέρες αργότερα. Πολυάριθμη συμμορία τσετών περικύκλωσε την κωμόπολη και διέταξε να βγει όλος ο πληθυσμός έξω από τα όρια του Ορτάκιοϊ και να μεταβεί στο γειτονικό Κεϊβέν. Μετά την αποχώρηση των κατοίκων, οι τσέτες μπήκαν στην κωμόπολη και αφού την λεηλάτησαν, έκαψαν τριάντα σπίτια. Μετά απ’ αυτό, επέτρεψαν στους κατοίκους να επιστρέψουν. Οι λεηλασίες όμως και το κάψιμο των σπιτιών ήταν το ελάχιστο, μπροστά σ’ αυτό που θα ακολουθούσε.
Οι τσέτες θα κορύφωναν το έγκλημα στις 16 Απριλίου (3 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο).
Εκείνη την ημέρα η συμμορία του Μαχμούτ Μπέη περικύκλωσε το Ορτάκιοϊ και συνέλαβε τον Έλληνα εφημέριο του χωριού παπα-Άγγελο. Γέμισαν ένα κιουλάχι (μίτρα των μπεκτασίδων) με κοπριά και το πέρασαν στο κεφάλι του ιερωμένου. Κατόπιν άρχισαν να λεηλατούν και να σφάζουν. Πρώτα έκαναν συλλήψεις, κατόπιν έδεσαν τους κρατούμενους ανά δύο και τους οδηγούσαν κατά ομάδες στο Ποϊλού Τσαΐ, όπου αρχικά τους τουφέκιζαν. Μετά όμως δόθηκε διαταγή να τους σφάζουν, για να εξοικονομούν πυρίτιδα.
Αφού σκότωσαν και έσφαξαν αρκετούς, αφού μάζεψαν μεγάλο αριθμό χρυσαφικών και πάρα πολλά χρήματα που βρήκαν στα σπίτια, πήραν τον παπα-Άγγελο, τον παπα-Χαράλαμπο, τον φαρμακοποιό Βασιλειάδη και τριάντα από τους πρόκριτους και τους οδήγησαν στη Γαλλική Σχολή του Εσκί Σεχίρ, που χρησιμοποιούνταν ως φυλακή.
Από τα κορίτσια του Παρθεναγωγείου του Ορτάκιοϊ, που απαθανατίζονται εδώ το 1912, λίγα κατάφεραν να επιβιώσουν της σφαγής και να διαφύγουν στην Ελλάδα
Η σφαγή όμως του Ορτάκιοϊ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα. Οι τσέτες έμελλε να οργανώσουν μέχρι το καλοκαίρι άλλες δύο φονικές επιδρομές, μετά από εκείνη του Απριλίου.
Στις 15 Μαΐου του 1920 έφτασε στην περιοχή του Ορτάκιοϊ η συμμορία των τσετών του Κιορ Μπεχλιβάν. Συνέλαβαν τον Χρήστο Θεοδώρου και τον ανάγκασαν να ανοίξει την πόρτα της εκκλησίας για να βάλουν ένα πολυβόλο στο καμπαναριό, με το οποίο πυροβολούσαν τους υπόλοιπους συλληφθέντες χριστιανούς κατοίκους. Αυτήν τη φορά οι σφαγές γενικεύτηκαν και στα δεκατέσσερα χωριά της περιοχής του Ορτάκιοϊ.
Με τη σφραγίδα αυτήν οι βίαια εξισλαμισθέντες χριστιανοί έπαιρναν από τον ιμάμη βεβαίωση με το νέο τους τουρκικό όνομα
Οι τσέτες έμπαιναν μέσα στα σπίτια και αφού ανάγκαζαν τους ιδιοκτήτες να παραδώσουν ότι πολύτιμο είχαν, τους οδηγούσαν έξω από τα χωριά, δεμένους ανά δύο. Τις γυναίκες τις έδεναν ανά δύο, αλλά από τις πλεξούδες των μαλλιών τους.
Αφού πρώτα τις βίαζαν, έκοβαν τις θηλές από τα στήθη τους τις οποίες περνούσαν σε ένα λεπτό σχοινί και τις χρησιμοποιούσαν σαν κομπολόγια.
Κατόπιν οδηγούσαν όλους τους αιχμαλώτους κατά ομάδες στη θέση Καρά Τσαγ Πογατσά όπου τους έσφαζαν. Μετά λεηλατούσαν ό,τι είχε μείνει και έφευγαν.
Η τελευταία πράξη του δράματος που ξεκίνησε το Πάσχα του 1920, παίχτηκε στις 27 Ιουλίου οπότε επέδραμε στο Ορτάκιοϊ τρίτη συμμορία τσετών υπό τον Γκιαβούρ Αλή, η οποία ήταν ακόμα πιο άγρια. Για να αποτελειώσουν όσους είχαν απομείνει έβαζαν φωτιά μέσα στα σπίτια, ώστε να αναγκαστούν οι ένοικοί τους να βγουν έξω. Έβαλαν κήρυκες να φωνάζουν ότι θα έσωζαν όσους απέμειναν και θα τους έστελναν στο τούρκικο χωριό Ταρακλί. Τους συμβούλευαν μάλιστα να τοποθετήσουν μέσα σε ένα καλάθι τα κοσμήματα και τα χρήματά τους, για να τα παραλάβουν στο γυρισμό.
Το Ορτάκιοϊ είχε χτιστεί έξι χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Γκέιβε, στον ποταμό Σαγγάριο. Ο ποταμός από γκραβούρα του 1890.
Μόλις όμως τους οδήγησαν έξω από την πόλη, άναψαν τριγύρω τους φωτιές από κλαδιά συκομουριάς και τους έκαψαν ζωντανούς, μαζί με τα παιδιά.
Οι τσέτες, που παρέμειναν στην περιοχή για περίπου δέκα μέρες, ξετρύπωσαν με κυνηγετικούς σκύλους όσους από τους κατοίκους είχαν διαφύγει στα γύρω βουνά και τους έσφαξαν.
Οι ελάχιστοι που μπόρεσαν να σωθούν, 80 όλοι κι όλοι, μεταμφιέστηκαν σε Τούρκους χωρικούς. Οι κάτοικοι των γύρω τουρκικών χωριών έσκαβαν στις αυλές των σπιτιών και ξέθαβαν τους θησαυρούς που είχαν κρύψει οι σφαγιασθέντες ιδιοκτήτες.
Το ξακουστό Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας
Πριν από τις σφαγές το Ορτάκιοϊ ήταν ξακουστό σε όλη την περιφέρεια της Βιθυνίας. Είχε εξελιχθεί σε μια εμπορική και βιομηχανική πόλη, φημισμένη για τα εργοστάσια βυρσοδεψίας και μεταξουργίας και τα εμπορικά του καταστήματα. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες και με τη σηροτροφία, ενώ υπήρχαν πέντε ατμοκίνητα βιομηχανικά κλωστήρια μεταξιού με μεγάλο εμπόριο με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Το Ορτάκιοϊ πριν από την καταστροφή (φωτογραφία από το 1887)
Ήταν πατρίδα των αδελφών Γεώργιου και Αθανάσιου Ετμεκτζόγλου που συνέχισαν και στην Ελλάδα την παράδοση του μεταξιού με εργοστάσια στον Βόλο και την Αθήνα (Μεταξουργείο Ετμεκτζόγλου). Επίσης ήταν τόπος καταγωγής του Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης (1923-1945) Ιωακείμ Αποστολίδη, γνωστού για την πλούσια κοινωνική προσφορά του και την συμμετοχή του στην αντίσταση κατά της γερμανικής Κατοχής στις γραμμές του ΕΑΜ.
Στο Ορτάκιοϊ, πριν από την αναβίωση των Ολυμπιακών του 1896 στην Αθήνα, τελούνταν «Ολυμπιακοί Αγώνες» με πλούσιο αγωνιστικό πρόγραμμα (εύφημος μνεία του θεσμού γίνεται στο δελτίο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1895). Μέχρι το 1914 στο Ορτάκιοϊ και τα γειτονικά χωριά ζούσαν 25.000 Έλληνες και Αρμένιοι.
- Πηγές: Μιχαήλ Αγγέλου, Η Μικρασιατική Τραγωδία υπ’ αυτόπτου μάρτυρος· Χρήστος Χατζηγεωργίου, Το Ορτάκιοϊ Βιθυνίας – Αι σφαγαί & Η ξεθεμελίωσης αυτών.
- Οι φωτογραφίες του Ορτάκιοϊ προέρχονται από το βιβλίο Το Ορτάκιοϊ Βιθυνίας– Αι σφαγαί & Η ξεθεμελίωσης αυτών.