Στον Μητροπολιτικό Ναό του Καρς λειτουργούσαν Έλληνες και Ρώσοι ορθόδοξοι ιερείς. Η τεράστια κι επιβλητική καμπάνα του, που ήταν η μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες δέκα, ήταν δώρο του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β΄ στους Πόντιους του Καρς και ζύγιζε 2.808 οκάδες (περίπου τέσσερις τόνους).
Κατά την αποχώρηση των Ποντίων από το Καρς, παρ’ όλη τη γενικότερη σύγχυση και αναταραχή, οι Καρσλήδες δεν ξέχασαν τη Μεγάλη Καμπάνα και την κατέβασαν άρον-άρον με πρωτοβουλία φωτισμένων κληρικών, όπως του πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Καριπίδη, του Τσαφρακίδη και άλλων, και με τη βοήθεια του Έλληνα πρόξενου Ι. Κωνστανταράκη φορτώθηκε σε πλοίο με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη φόρτωση έπεσε το γλωσσίδι στη θάλασσα και χάθηκε.
Η μεγάλη καμπάνα έμεινε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1929, οπότε και μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς ως το σταθμό του Κιλκίς. Στη συνέχεια φορτώθηκε σε ειδικά κατασκευασμένο κάρο, μεταφέρθηκε στο Κιλκίς και τοποθετήθηκε στον αύλειο χώρο της Ιεράς Μητρόπολης. Εκεί έγινε το ιερό προσκύνημα των Κιλκισιωτών και ιδιαίτερα των Καρσλήδων.
Ας δούμε πώς περιγράφει την εικόνα αυτή ο δημοσιογράφος Λάζαρος Φελέκης: «Την 23ην Νοεμβρίου 1930 εγένετο η μεταφορά του εκ Καρς Καυκάσου κώδωνος εις τον λόφον του Αγίου Γεωργίου. Η μεταφορά έλαβε πανηγυρικήν χροιάν δια την πόλιν. Μετά το πέρας της λειτουργίας ο κόσμος ελάμβανε την άγουσαν εις την πλατείαν Νίκης [η σημερινή οδός Βενιζέλου], όπου έκειτο ο πελώριος κώδων. Ανάμεσα εις τα συρρεύσαντα πλήθη έβλεπε κανείς πελώριους βουβάλους να παίρνουν το πρωινό γενναίο γεύμα, δια να είναι έτοιμοι όπως μεταφέρουν τον κώδωνα. Εις τας 11 π.μ. υπό τα χειροκροτήματα του πλήθους γίνεται η εκκλησίασις. Υπέρ τους πεντακοσίους κατοίκους ανήλθον εις τον λόφον δια να θαυμάσουν την διέλευσιν του γίγαντος. Τέλος την 3ην μ.μ. κατέληξε εις τον αύλειον χώρον της εκκλησίας του λόφου.
»Εκεί ωμίλησεν εις το πλήθος ο καθηγητής της φιλολογίας κ. Αθανάσιος Τσούντας, εξάρας την φιλοθρησκείαν των εκ Ρωσίας Ελλήνων, οι οποίοι με κίνδυνον της ζωής των εφρόντισαν να μεταφέρουν τα εκκλησιαστικά είδη και τον κώδωνα αυτόν» (Λάζαρος Δημ. Φελέκης, εφ. Μακεδονικά Νέα, 4/12/1930).
Ο φιλόλογος και συγγραφέας Δημήτριος Νικοπολιτίδης θυμάται τα παρακάτω λόγια της θείας Ειρήνης, αδελφής του πατέρα του:
«Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά ‘ς σην εγκλασίαν, επήγα, εγκαλάστα ‘το, εφίλεσα ‘το κι έκλαψα».
Να πούμε, επίσης, πως όσο η καμπάνα ήταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ήταν υπό την προστασία των Καρσλήδων της Καλαμαριάς.
Ο ήχος της μεγάλης αυτής καμπάνας ήταν δυνατός και ακουγόταν σε απόσταση 20-25 χιλιομέτρων. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου μεταφέρθηκε ξανά στην Ιερά Μητρόπολη και τοποθετήθηκε στον αύλειο χώρο της, ώσπου το 1958 με εντολή του τότε μητροπολίτη Ιωακείμ Σμυρνιώτη η καμπάνα κομματιάστηκε και στάλθηκε σε χυτήριο της Θεσσαλονίκης. Από αυτήν προέκυψαν επτά μικρές καμπάνες, αυτές που είναι στο κωδωνοστάσιο της Ιεράς Μητρόπολης. Δυστυχώς, δεν έχουμε πλέον ένα τόσο σημαντικό ιστορικό και θρησκευτικό κειμήλιο εξαιτίας μιας επιπόλαιης απόφασης.