Ίσως, με αφορμή τον τίτλο, πολλοί ανέμεναν να ταυτίσουμε τον Έλληνα πρωθυπουργό με τον Τούρκο πρόεδρο στο θέμα του αυταρχισμού. Όμως όχι. Δεν είναι αυταρχικός ο κ. Τσίπρας. Μάλλον αποδομιστής στοιχειωδώς οργανωμένων συστημάτων είναι. Εξ ανάγκης; Εξ ιδεολογίας; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε και δεν έχει ίσως σημασία. Στην πολιτική εκείνο που μετράει είναι το γίγνεσθαι.
Πού βρίσκεται, όμως, το κοινό στοιχείο των δύο πολιτικών;
Στη μεν Ελλάδα ο κ. Τσίπρας, ενώ διαπραγματεύεται ένα υψίστης σημασίας θέμα για την οικονομία και τους πολίτες της, λαμβάνει υπόψη σε μεγάλο βαθμό –ίσως καθοριστικό– την αντίδραση του κόμματός του. Το γεγονός μπορεί να δημιουργεί ακραίες καταστάσεις αντοχής της οικονομίας, ικανοποιεί όμως και τους κομματικούς ινστρούχτορες αλλά και ευρέα κοινωνικά στρώματα που αγωνιούν πως με τις περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις και το αφορολόγητο δεν θα μπορούν να επιβιώσουν. Ήδη βρίσκονται σε δραματική κατάσταση. Είναι από τις ελάχιστες εκλογικές βάσεις του κ. Τσίπρα. Αναμένουμε να δούμε πώς θα ισορροπήσει, αν και για τους βουλευτές του το δέλεαρ της εξουσίας και του χρήματος είναι αρκετό για να ψηφίσουν οτιδήποτε.
Ο κ. Ερντογάν, πάλι, που κυρίως μας ενδιαφέρει στο κείμενο αυτό, παρόλο που αισθάνεται πανίσχυρος δεν μπορεί να αναπαράγει την εξουσία του χωρίς να ικανοποιεί το ισλαμικό μέρος της κοινωνίας του. Αυτό είναι το ακροατήριό του, αυτή η κοινωνική βάση του, και αυτή η ιδεολογική του αναφορά.
Η ιστορία και δράση των ισλαμιστών –όχι μόνο στην Τουρκία αλλά σε όλον τον κόσμο– δεν είναι σημερινή και δεν είναι άγνωστη. Απορώ από τον ισχυρισμό επιφανών θεολόγων, χριστιανών ή ισλαμιστών, που όταν αναφέρονται στο Ισλάμ μιλούν για ειρηνική θρησκεία. Το Ισλάμ από τότε που συγκροτήθηκε σε θρησκεία, από τον Μωάμεθ, είχε επιθετικά, πολεμικά χαρακτηριστικά.
Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος δημιουργίας του από τον προφήτη. Και στο όνομά του επεκτάθηκε. Όχι με την πειθώ, αλλά με τη δύναμη των όπλων.
Δίπλα από τον τάφο του Πορθητή υπάρχει μια ανώνυμη σαρκοφάγος. Οι μουλάδες που ενδιέτριβαν στο τέμενος διαβεβαίωναν ότι η πριγκίπισσα που αναπαύεται δίπλα στον Μωάμεθ ήταν χριστιανή, και ειδικότερα η ατυχής Ειρήνη, για την οποία ο σουλτάνος είχε καταληφθεί από πάθος παράφορο λίγο μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η επιρροή της στον σουλτάνο ήταν τόσο μεγάλη όσο και η επίμονη άρνησή της να αλλαξοπιστήσει.
Ο σεϊχουλισλάμης και οι μουλάδες αντέδρασαν σφόδρα και κατηγορούσαν τον σουλτάνο για την ανοχή που επιδείκνυε σε μιαν άπιστη, μια Γκιαούρ. Ο Μωάμεθ τούς συγκέντρωσε σε μια αίθουσα των ανακτόρων του, στη μέση της οποίας στεκόταν η Ειρήνη, σκεπασμένη με ένα απαστράπτον πέπλο. Ο σουλτάνος σήκωσε το πέπλο με το ένα χέρι, για να αποκαλυφθεί η ομορφιά της Ειρήνης, και ανέκραξε: «Βλέπετε πως είναι ωραιότερη από οποιαδήποτε γυναίκα αντικρίσατε ποτέ. Την αγαπώ όσο αγαπώ την ίδια μου τη ζωή. Αλλά η ζωή μου είναι ένα τίποτα μπροστά στην αγάπη μου για το Ισλάμ».
Και αρπάζοντας τις μακριές, ξανθές πλεξούδες της άτυχης νέας, τις έστριψε με βία στον καρπό του, και με το γιαταγάνι του, με ένα μόνο χτύπημα, της έκοψε το κεφάλι.
Υπάρχει πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων που δείχνουν την καταλυτική δύναμη του Ισλάμ στη ζωή και τη διοίκηση μιας αυτοκρατορίας ή ενός σύγχρονου κράτους το οποίο έχει ασπαστεί τους κανόνες του. Και αν αναφέρονται εδώ, αναφέρονται διότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει τον αποκεκαλυμμένο στόχο να μεταμορφώσει τη χώρα του σε μιας μορφής ισλαμικό κράτος. Διότι η πολιτική του ιδεολογία και οι στόχοι του προϋποθέτουν αυτήν τη μετατροπή.
Οι εκλογές, από το 2002 ως σήμερα, δείχνουν πως οι κεμαλιστές αποτελούν ένα μικρό σχετικά μέρος της τουρκικής κοινωνίας. Η ιστορία και η πολιτική τους δεν ευνόησαν καθόλου την πολυθενικότητα και πολυθρησκευτικότητα των λαών που ζούσαν στον μικρασιατικό χώρο. Και ενόψει του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου, για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Τούρκου προέδρου, προβάλλει το ερώτημα αν συμφέρει η αποκαθήλωση ή η διατήρηση του Ερντογάν στη θέση του.
Είναι ηλίου φαεινότερον πως ο Τούρκος πρόεδρος, αν κερδίσει το δημοψήφισμα, θα επιχειρήσει να αλλάξει επί το ηπιότερον την πολιτική του.
Αντιλαμβάνεται πως το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, το Κουρδικό, είναι πλέον άλυτο με τις προϋποθέσεις που θέλει η Τουρκία. Θα επιδιώξει ένα νέο «άνοιγμα» στους Κούρδους, οι οποίοι από την πλευρά τους το ελάχιστο που θα ζητήσουν θα είναι αυτονομία της περιοχής τους και επανασύσταση της Τουρκίας στη βάση ομοσπονδίας. Μια τέτοια εξέλιξη είναι άγνωστο αν θα ευνοήσει τους γειτονικούς λαούς της Τουρκίας. Σίγουρα, όμως, θα είναι μια ριζική αλλαγή.
Το «παιχνίδι» στη Συρία και το Ιράκ «δεν παίζεται» για την Τουρκία. Οι απώλειες είναι δεδομένες, το ίδιο και η αίσθηση ότι βάλτωσε στον συριακό βάλτο από τον οποίο η Άγκυρα από τη μια θέλει να φύγει, αλλά από την άλλη θέλει να διατηρήσει το διαχρονικό δόγμα το οποίο εξέφρασε ο Μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλής, γιος του Μεχμέτ Κιοπρουλή στον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Λεοπόλδο Α΄ των Αψβούργων: Να μην παραδώσει ό,τι κατέκτησε στρατιωτικά.
Το 1663 ο Αχμέτ Κιοπρουλής, κατά την πάγια συνήθεια όλων των εξουσιών, αναγκάστηκε να στρέψει την προσοχή του από τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το οθωμανικό κράτος και να αναλάβει μια εκστρατεία εναντίον της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πορεία του ήταν νικηφόρα, και ο Λεοπόλδος πριν από τη στρατιωτική σύγκρουση προσπάθησε να έρθει αρχικώς σε μια συνεννόηση μαζί του, ζητώντας την επιστροφή μιας πόλης, του Ερσεκουιβάρ.
Ο Αχμέτ απέπεμψε με περιφρόνηση και γέλια σαρκαστικά τον απεσταλμένο του αυτοκράτορα, ρωτώντας τον εάν άκουσε ποτέ ότι οι Οθωμανοί παρέδωσαν οικειοθελώς στους χριστιανούς έδαφος που είχαν κατακτήσει.
Αυτά και για όσους αφελείς πιστεύουν πως η Τουρκία θα συναινέσει σε λύση στο Κυπριακό που δεν θα ευνοεί τα συμφέροντά της. Και τα συμφέροντα είναι, κυρίως, εδαφικά. Ο Ερντογάν, επίσης, θα επιχειρήσει να βελτιώσει τις σχέσεις της χώρας του με την Ευρώπη, σχέσεις που διαταράχθηκαν το τελευταίο διάστημα. Αν και φαίνεται δύσκολο, η ευρωπαϊκή διπλωματική ιστορία δείχνει πως οι αποφάσεις των χωρών της γηραιάς ηπείρου λαμβάνονται στη βάση ενός πραγματισμού και ενός ορθολογισμού. Το οικονομικό συμφέρον προέχει, και εκεί ο Ερντογάν πιστεύει πως έχει να δελεάσει τους Ευρωπαίους.
Είναι ευκολότερο για τον Τούρκο πρόεδρο να βελτιώσει τις σχέσεις του με την Ευρώπη, παρά να διαμορφώσει σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία. Σχέσεις στρατηγικού χαρακτήρα με τη Ρωσία είναι σχεδόν αδύνατες.
Ο Ερντογάν θα αναγκαστεί επίσης να εγκαταλείψει σταδιακά το νεοοθωμανικό του όραμα, διότι οι προϋποθέσεις δεν συντρέχουν.
Αδελφός Μουσουλμάνος ο ίδιος, βοήθησε τους ομοϊδεάτες του στην Αίγυπτο και το αποτέλεσμα ήταν οικτρό. Η πολιτική του στη Λιβύη και τη Συρία απέτυχε επίσης, και δεν διαθέτει ούτε τα στρατεύματα, ούτε το επιτρέπει η εποχή, να αρχίσει μια εκστρατεία στρατιωτικής κατάληψης της Μέσης Ανατολής. Αντιθέτως, οι εξελίξεις δεν τον ευνοούν. Στη διαφαινόμενη συμφωνία ειρήνης μάλλον δεν θα παρακαθίσει ούτε στο τραπέζι των δυνάμεων που θα ξαναμοιράσουν την περιοχή.
Τέλος, ο Ερντογάν προσπάθησε να επηρεάσει τον πυρήνα διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά και εδώ μάλλον απέτυχε. Η αποκάλυψη των σχέσεών του με τον αποπεμφθέντα σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, Μάικλ Φλιν, και την επί πληρωμή παροχή υπηρεσιών δικηγορικών συμβουλών από τον Τζουλιάνι, δεν προμηνύουν θετική έκβαση των υποθέσεων που αφορούν τον Τούρκο πρόεδρο στις ΗΠΑ.
Ωστόσο είναι προτιμότερος από τους Νεότουρκους κεμαλιστές. Το γιατί, θα το εξηγήσουμε μια άλλη φορά.