Οι ελληνικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν τα δύο γερμανικά Σώματα Στρατού στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη συγκροτούσαν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). Πριν από τη γερμανική επίθεση, την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1941, όταν γίνονταν συσκέψεις για την αποστολή βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, η παραμονή του ΤΣΑΜ στην περιοχή ήταν αμφίβολη, καθώς οι Βρετανοί πίεζαν για τη σύμπτυξη των δυνάμεών του στη γραμμή Βέρμιο-Αλιάκμονας, ώστε να υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Αντίθετα, ο Έλληνας αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος εξαρτούσε μια τέτοια απόφαση από τη στάση της Γιουγκοσλαβίας, ελπίζοντας ότι αν επιδεικνυόταν από την ελληνική πλευρά θέληση για αντίσταση στην περιοχή, θα επηρεαζόταν η απόφασή της να βγει στον πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων.
Επιπλέον, φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα είχε καταστροφικές συνέπειες στο ηθικό των στρατιωτών και των πληθυσμών.
Η διαφωνία των δύο πλευρών, που ήταν σοβαρή και λίγο έλειψε να οδηγήσει σε ρήξη, οδήγησε στη συμβιβαστική πρόταση του Παπάγου για κατάτμηση των ελληνοβρετανικών δυνάμεων και την παραμονή των δυνάμεων του ΤΣΑΜ στις αρχικές θέσεις τους. Οι δυνάμεις του ΤΣΑΜ, αν και είχαν υποστεί αφαίμαξη από τη μεταφορά μεγάλου μέρους τους στο μέτωπο της Αλβανίας, κατόρθωσαν να κρατήσουν ψηλά την τιμή του ελληνικού στρατού και ανάγκασαν τον Χίτλερ να αποδώσει εύσημα στον ελληνικό στρατό στο λόγο του στο Ράιχσταγκ στις 5 Μαΐου 1941.
Αεροπορικός βομβαρδισμός του οχυρού Παλιουριώνες
Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941, νωρίτερα δηλαδή από την 06:00 που αναφερόταν στη γερμανική διακοίνωση που επιδόθηκε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρεσβευτή πρίγκιπα Έρμπαχ. Η υλική υπεροχή των Γερμανών «αντισταθμιζόταν» από την ελληνική οχύρωση, το υψηλότατο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και την υποτίμηση των παραγόντων αυτών από τους Γερμανούς.
Η επίθεση
Οι μάχες εξελίχθηκαν από ανατολικά προς δυτικά:
6 Απριλίου
Στη Θράκη οι δυνάμεις των ταξιαρχιών Έβρου και Νέστου συμπτύχθηκαν με αποτέλεσμα τα οχυρά Νυμφαία και Εχίνος να περικυκλωθούν, ήδη από τις πρώτες ώρες της 6ης Απριλίου. Παρά τον σφοδρό βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας και τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του πεζικού, τα οχυρά άντεξαν όλη την ημέρα και ανάγκασαν τους Γερμανούς να τα παρακάμψουν και να κινηθούν νοτιότερα χρησιμοποιώντας ημιονικές οδούς.
Δυτικότερα, στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου, η επίθεση της 72ης γερμανικής Μεραρχίας επικεντρώθηκε κυρίως στα δυτικά της τοποθεσίας, όπου υπήρχαν οι κύριες οδεύσεις που οδηγούσαν προς Δράμα και Σέρρες. Την περιοχή υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του Συγκροτήματος Καραντάγ της XIV Μεραρχίας και η VII Μεραρχία. Το κύριο βάρος της επίθεσης από τέσσερα γερμανικά τάγματα δέχτηκαν τα οχυρά Λίσσε, Πυραμιδοειδές (που ήλεγχαν την οδό προς Δράμα) και Περιθώρι, Μαλιάγκα (που ήλεγχαν την οδό προς Κάτω Βροντού – Σέρρες). Οι γερμανικές δυνάμεις πεζικού υποστηρίζονταν από πυροβόλα εφόδου και πυροβολικό, αλλά δεν είχαν αεροπορική κάλυψη. Όλες οι κατά μέτωπον επιθέσεις των Γερμανών και οι προσπάθειες διείσδυσης αποκρούστηκαν από τα πυρά των οχυρών και του ελληνικού πυροβολικού. Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε στη στενωπό του Ρούπελ (οχυρά Παλιουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς Κάλη) και στο Μπέλες.
Από επιχειρήσεις Γερμανών εναντίον ελληνικού οχυρού στις 6 Απριλίου 1941
Στη στενωπό του Ρούπελ, που υπεράσπιζε το Συγκρότημα Σιδηροκάστρου της XIV Μεραρχίας, επιτέθηκε το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού (που είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις στη «γραμμή Μαζινό») με την υποστήριξη πυροβόλων εφόδου, πυροβολικού και 120 περίπου αεροπλάνων στούκας και άλλων μονάδων. Δεν στάθηκε δυνατό πάντως να καταφθάσει ο λόχος από το Σύνταγμα των Βραδεμβούργιων που προβλεπόταν να καταλάβει τη γέφυρα Λουτρών Σιδηροκάστρου. Όπως στο Κάτω Νευροκόπι έτσι και εδώ η επίθεση του Συντάγματος κατέληξε σε πανωλεθρία. Παρά τους ανελέητους βομβαρδισμούς (αεροπορικούς και πυροβολικού), ελάχιστες ζημιές προκλήθηκαν στα οχυρά και το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων συνέχισε να είναι ακμαίο. Ωστόσο, γερμανικό τμήμα αποτελούμενο από άνδρες του (αποδεκατισμένου) II/125ου τάγματος κατόρθωσε να διεισδύσει στα νώτα της τοποθεσίας και να οργανωθεί στο ύψωμα Γκολιάμα.
Με την ίδια σφοδρότητα εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση και στο Μπέλες με δύο ορεινές μεραρχίες, μεγάλο αριθμό στούκας και τεράστιο όγκο πυροβολικού (165 πυροβόλα).
Οι αγώνες στην περιοχή που υπεράσπιζε η XVIII Μεραρχία έλαβαν δραματική μορφή από την πρώτη ημέρα. Μέχρι το τέλος της 6ης Απριλίου οι Γερμανοί της 5ης Ορεινής Μεραρχίας (που επιτέθηκε στην οχυρωμένη τοποθεσία) είχαν καταφέρει, έπειτα από σκληρούς αγώνες και σφοδρό βομβαρδισμό, να επικαθήσουν στα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά, που ήταν κοντά στα σύνορα, και άρχισαν να εκτοξεύουν καπνογόνα αέρια στο εσωτερικό τους και να φράσσουν τα φατνώματα για να αναγκάσουν τη φρουρά τους να παραδοθεί. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε για τους αμυνόμενους ούτε από την εκτέλεση πυρών του ελληνικού πυροβολικού πάνω στα οχυρά εναντίον των ευρισκομένων στην επιφάνειά τους Γερμανών, ούτε από τις ηρωικές αντεπιθέσεις εφεδρικών τμημάτων των οχυρών.
Ομάδα Γερμανών καταδρομέων ανεβαίνει ύψωμα στον υποτομέα Θύλακος, στην κορυφή του οποίου υπάρχει ελληνικό πολυβολείο ή πυροβολείο που έχει ήδη καταληφθεί
Δυτικότερα, η γερμανική 6η ορεινή Μεραρχία κατάφερε να κινηθεί μέσα από τεράστιους ορεινούς όγκους στο δυτικό τμήμα του όρους, όπου δεν υπήρχαν μόνιμες οχυρώσεις. Οι ολιγάριθμες ελληνικές δυνάμεις πολέμησαν με απαράμιλλο θάρρος – κυρίως οι φρουρές των διάσπαρτων πολυβολείων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η φρουρά του πολυβολείου Π8 υπό τον λοχία Δημήτριο Ίτσιο αμύνθηκε έως τις 16:00 προκαλώντας τέτοια φθορά στο εχθρικό τμήμα που ο διοικητής του, εξοργισμένος, αφού συνεχάρη τον Ίτσιο, διέταξε στη συνέχεια την εκτέλεσή του. Στο τέλος της ημέρας οι Γερμανοί είχαν φθάσει στη Ροδόπολη και κατέλαβαν τον σιδηροδρομικό σταθμό, γεγονός που ανάγκασε την ηγεσία του Τμήματος Στρατιάς Ανατολής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) να διατάξει τη σύμπτυξη της XVIII Μεραρχίας ανατολικά του Στρυμόνα. Παράλληλα επιφόρτισε την XIX μηχανοκίνητη Μεραρχία με το έργο της άμυνας έναντι της 6ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Μπέλες, από τη λίμνη Δοϊράνη έως την κοιλάδα Ροδόπολης.
7 Απριλίου
Την επόμενη ημέρα, 7 Απριλίου, οι αγώνες συνεχίστηκαν σε όλο το μέτωπο άρχισαν όμως να πραγματοποιούνται τα πρώτα ρήγματα στην ελληνική άμυνα. Στη Θράκη οι δυνάμεις της Ταξιαρχίας Έβρου πέρασαν στο τουρκικό έδαφος όπου αφοπλίσθηκαν, γεγονός που οδήγησε τον διοικητή της υποστράτηγο Ιωάννη Ζήση στην αυτοκτονία στις 9 Απριλίου στα Ύψαλα της Ανατολικής Θράκης. Το οχυρό Νυμφαία αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 23:00, αφού υπέστη βομβαρδισμό από το σύνολο του πυροβολικού του XXX Σώματος Στρατού.
Δυτικότερα το οχυρό Εχίνος συνέχισε την αντίστασή του όλη την ημέρα, περικυκλωμένο από παντού.
Στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου οι γερμανικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών Λίσσε, Πυραμιδοειδές και Ντάσαβλι αποκρούσθηκαν εκ νέου. Ωστόσο οι Γερμανοί κατέλαβαν το ύψωμα Ουσόγια, βόρεια του Λίσσε και του Πυραμιδοειδούς, ενώ άλλο τμήμα κατέλαβε το ύψωμα Κρέστη, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την εκβίαση της διάβασης Καλαποτίου και την περαιτέρω διείσδυση στα νώτα της τοποθεσίας. Για την αντιμετώπιση της απειλής συγκροτήθηκε το απόσπασμα Καλαποτίου.
Η σβάστικα υψώνεται στο οχυρό Παλιουριώνες. Σύμφωνα με ελληνικές πηγές οι Γερμανοί ανάρτησαν τη σημαία τους μόνο μετά την αποχώρηση και του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη από το οχυρό
Στον τομέα της XIV Μεραρχίας η κατάσταση έγινε κρίσιμη καθώς οι Γερμανοί εισέδυσαν στα νότια της τοποθεσίας του Κέντρου Αντίστασης Σταυρός προκαλώντας πλήρη σύγχυση στα ελληνικά τμήματα. Την κατάσταση έσωσε η μοίρα πυροβολικού υπό τον ταγματάρχη Κουρούκλη η οποία, με εύστοχες βολές, κατόρθωσε να ανακόψει τη γερμανική προέλαση, ενώ στις 21:00 ελληνικό απόσπασμα με την υποστήριξη του πυροβολικού κατόρθωσε με τη λόγχη να απωθήσει τους Γερμανούς. Στο οχυρό Περιθώρι η διείσδυση γερμανικού τμήματος στις στοές του οδήγησε σε δραματικό αγώνα σώμα με σώμα και στην εξόντωση των Γερμανών που είχαν εισδύσει. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε αντεπίθεση από τμήμα εφόδου εναντίον των γερμανικών τμημάτων που είχαν επικαθήσει στην επιφάνειά του. Επιθέσεις εναντίον του οχυρού Μαλιάγκα δεν είχαν αποτέλεσμα.
Στη στενωπό του Ρούπελ οι Γερμανοί υπέστησαν εκ νέου πανωλεθρία, παρόλο που τα στούκας έκαναν χρήση βομβών των 500 κιλών. Η παρουσία όμως του γερμανικού τμήματος στην Γκολιάμα αποδείχθηκε επικίνδυνη καθώς υποδείκνυε στόχους στην αεροπορία, με αποτέλεσμα την καταστροφή μιας πυροβολαρχίας διαμετρήματος 6 δακτύλων (150 χιλ.). Οι δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας, αφού ολοκλήρωσαν τη σύμπτυξή τους, κατέστρεψαν τις γέφυρες Λουτρών και Μεγαλοχωρίου.
Στο Μπέλες, τα οχυρά Ιστίμπεη Κελκαγιά αναγκάστηκαν να παραδοθούν, το Αρπαλούκι εκκενώθηκε, και μόνο το οχυρό Ποποτλίβιτσα συνέχιζε την αντίστασή του. Μετά από αυτό δυνάμεις της 5ης Ορεινής Μεραρχίας προωθήθηκαν νοτιότερα φθάνοντας στο Νέο Πετρίτσι. Δυτικότερα, στο μέτωπο της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα επεισόδια, αλλά η προέλαση της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στο γιουγκοσλαβικό έδαφος ήταν ραγδαία. Το απόγευμα της 7ης Απριλίου κατέλαβε τη Στρώμνιτσα αναγκάζοντας τους Γιουγκοσλάβους να συμπτυχθούν δυτικά του Αξιού, και δίνοντας τη δυνατότητα στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν την κοιλάδα του ποταμού για να εισβάλουν στην Ελλάδα και να υπερκεράσουν την οχυρωμένη τοποθεσία. Για την αντιμετώπιση του κινδύνου διατάχθηκε η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία να επεκταθεί προς αριστερά και να καλύψει τον διάδρομο του Αξιού – κίνηση απελπισίας περισσότερο, χωρίς πιθανότητα επιτυχίας.
Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο στον Προμαχώνα
8 Απριλίου
Την 8η Απριλίου η φρουρά του οχυρού Εχίνος αναγκάστηκε να το εκκενώσει. Στο Κάτω Νευροκόπι οι Γερμανοί απέτυχαν και πάλι να καταλάβουν τα οχυρά Πυραμιδοειδές, Λίσσε και Ντάσαβλη, Μαλιάγκα και Περιθώρι. Το ίδιο όμως απέτυχαν και οι προσπάθειες ανακατάληψης του υψώματος Κρέστη από το ελληνικό απόσπασμα Καλαποτίου. Και τη μέρα αυτή διεξήχθησαν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα στο Περιθώρι.
Στη στενωπό του Ρούπελ, η κάθοδος δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο Νέο Πετρίτσι και η παρουσία του τμήματος του 125 ΣΠ στο ύψωμα Γκολιάμα δημιουργούσαν σοβαρότατη απειλή στο αριστερό της XIV Μεραρχίας, η οποία ενισχύθηκε με διάφορες μονάδες. Στο Μπέλες παραδόθηκε το οχυρό Ποποτλίβιτσα.
Ενώ όμως η «γραμμή Μεταξά» παρέμενε σχετικά αρραγής, οι Γερμανοί προήλαυναν ήδη από δύο κατευθύνσεις στα δυτικά του ΤΣΑΜ.
Η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία πέρασε τη μεθόριο κοντά στη Δοϊράνη και κατευθύνθηκε νότια προς Θεσσαλονίκη ανατρέποντας τα ασθενή ελληνικά τμήματα. Ταυτόχρονα, πέντε τάγματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά της τοποθεσίας Κρουσίων, πέτυχαν ρήγμα δυτικά του υψώματος Δοβά Τεπέ και προήλασαν νότια προς Κιλκίς.
Έπειτα από αυτά δεν έμεναν πολλά περιθώρια αντίδρασης στον διοικητή του ΤΣΑΜ αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο. Δυνατότητα σύμπτυξης της στρατιάς δεν υπήρχε, και περαιτέρω συνέχιση των μαχών θα οδηγούσε σε άσκοπη αιματοχυσία. Έπειτα από δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο αποφασίστηκε να προταθεί στον διοικητή της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Φάιελ, η σύναψη έντιμης συνθηκολόγησης. Η πρόταση έγινε δεκτή και η συνθηκολόγηση υπογράφηκε στις 14:00 της 9ης Απριλίου στη Θεσσαλονίκη. Σε παράρτημα του πρωτοκόλλου αναγνωρίστηκε ο ηρωικός αγώνας του ΤΣΑΜ και εκφραζόταν η επιθυμία να μη σταλούν αξιωματικοί και οπλίτες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ακόμα συμφωνήθηκε να παραμείνουν στη θέση τους οι πολιτικές Αρχές. Η απόφαση συνθηκολόγησης δυσαρέστησε τα μαχόμενα τμήματα και πολλοί θέλησαν να διαφύγουν προς τη μαχόμενη ακόμα Ελλάδα, σκέψη που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω αντικειμενικών δυσχερειών.
Τέσσερις Έλληνες στρατιώτες μεταφέρουν σορό συναδέλφου τους για ταφή μετά την παράδοση ελληνικού οχυρού
9 Απριλίου
Κατά τα άλλα, οι μάχες συνεχίστηκαν και την 9η Απριλίου. Στον τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου (περιοχή Ξάνθης) οι Γερμανοί απέτυχαν να διαβούν το Νέστο. Στο Κάτω Νευροκόπι, στον τομέα της VII Μεραρχίας, οι Γερμανοί στο ύψωμα Ουσόγια καθηλώθηκαν από τα σφοδρά πυρά του οχυρού Πυραμιδοειδές και του ελληνικού πυροβολικού, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις του αποσπάσματος Καλαποτίου κατόρθωσαν έπειτα από σκληρή μάχη να ανακαταλάβουν το ύψωμα Κρέστη. Δυτικότερα, στο Συγκρότημα Καραντάγ (XIV Μεραρχία) σημειώθηκαν εντυπωσιακές ελληνικές επιτυχίες. Γερμανική δύναμη, μεγέθους τάγματος, που κατόρθωσε να διεισδύσει τη νύχτα 8-9 Απριλίου στα μετόπισθεν του Συγκροτήματος Καραντάγ διαμέσου των οχυρών Περιθώρι και Παρταλούσκα, καταδιώχθηκε κατόπιν θαρραλέας αντεπίθεσης μικτού τμήματος από εφεδρικές διμοιρίες, το οποίο συνέλαβε 102 Γερμανούς αιχμαλώτους. Επιπλέον, γερμανική διλοχία που κατάφερε να καταλάβει το ύψωμα Άγιος Κωνσταντίνος, αντιμετώπισε ελληνική αντεπίθεση που κατέληξε στην ανακατάληψη του υψώματος και την αιχμαλωσία 250 Γερμανών.
10 Απριλίου 1941: Στρατιώτες της φρουράς του Ρούπελ αποχωρούν συντεταγμένα από το οχυρό, μετά την παράδοσή του
Η περηφάνια στα πρόσωπά τους καταδεικνύει στους παριστάμενους Γερμανούς ότι δεν ηττήθηκαν
Στη στενωπό του Ρούπελ, οι απόπειρες των Γερμανών να συντρίψουν την αντίσταση των οχυρών απέτυχαν εκ νέου. Όμως μεγάλη ελληνική επίθεση εναντίον του γερμανικού τμήματος στην Γκολιάμα είχε καταστροφικά αποτελέσματα: 48 νεκροί και περίπου 100 τραυματίες. Δυτικότερα, μόνο η φρουρά τριών πολυβολείων στο Ρουπέσκο συνέχισε την αντίστασή της. Οι ελληνικές απώλειες σε όλο το μέτωπο του ΤΣΑΜ ανήλθαν σε περίπου 1.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι αντίστοιχες γερμανικές ανήλθαν σε 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες, 170 αγνοούμενους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης «Μαρίτα», γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της ελληνικής αντίστασης. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού των Γερμανών (τιμητικά αγήματα στα οχυρά, δηλώσεις προς Έλληνες αξιωματικούς) και το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι μετά το τέλος των επιχειρήσεων, αποτελούν αδιάσειστες αποδείξεις της μαχητικότητας που επέδειξαν οι ελληνικές δυνάμεις στη «μάχη των οχυρών».
Γιώργος Χαρωνίτης
Ιστορικός
- Πηγή: Εφ. Καθημερινή, ένθετο Επτά Ημέρες, 7/4/2002.
- Διαβάστε περισσότερα για τη μάχη των οχυρών στην ιστοσελίδα Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας.