Η Χίος, τον 19ο αιώνα, βρισκόταν σε τροχιά μεγάλης οικονομικής και πνευματικής άνθησης. Στο νησί ζούσαν 30.000 ντόπιοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ασχολούνταν με το εμπόριο, 2.000 Τούρκοι, 2.000 καθολικοί και λίγοι εβραίοι.
Οι Χιώτες είχαν μάλιστα ανοίξει εμπορικούς οίκους σε όλα τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης, καταφέρνοντας να αποκομίσουν τεράστια κέρδη.
Εκείνη την εποχή, στο νησί υπήρχε ένα περίφημο Γυμνάσιο όπου φοιτούσαν νέοι από όλη την Ελλάδα και στο οποίο είχαν διδάξει οι Αδαμάντιος Ρώσιος, Αθανάσιος Πάριος, Δωρόθεος Πρώιος, Κωνσταντίνος Βαρδάλαχος, Ιωάννης Τσελεπής και Νεόφυτος Βάμβας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Χίος θεωρούνταν μαζί με την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, φάρος του ελληνικού πνεύματος. Εξάλλου το νησί βρισκόταν υπό την προστασία της αδελφής του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ και είχε σημαντικές φοροελαφρύνσεις.
Εκτός από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που ήταν γεμάτες σπουδαίες αγιογραφίες και εικόνες αμύθητης αξίας, το νησί διέθετε νοσοκομείο, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο και λεπροκομείο. Στην πρωτεύουσα είχε την έδρα του ο μουτεσελίμης και ο καδής, αλλά διορίζονταν από την Κωνσταντινούπολη μόνο για τους τύπους. Πραγματικοί κυβερνήτες και δικαστές ήταν οι πέντε δημογέροντες πού εκλέγονταν μία φορά το χρόνο και διοικούσαν την κοινότητα σύμφωνα με τα βυζαντινά ήθη και έθιμα.
Η ευνοϊκή μεταχείριση του νησιού, σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές πηγές, είχε κάνει τους Χιώτες να μην δείχνουν ενδιαφέρον να επαναστατήσουν έναντι του δυνάστη.
Μάλιστα, αν και υπήρχε πλούτος, δεν είχαν οπλίσει ούτε τα πολεμικά πλοία τους, ούτε και είχαν συγκεντρώσει όπλα για να πάρουν μέρος στην επανάσταση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης γνώριζε τις αδυναμίες αυτές και δεν προώθησε κάποιο επαναστατικό σχέδιο για την Χίο, αφού για να ξεσηκωθεί η Χίος θα έπρεπε να υπάρξει η στήριξη ολόκληρου του ελληνικού στόλου και η αποστολή εμπειροπόλεμων στρατευμάτων από την Στερεά Ελλάδα.
Η σπίθα ανάβει
Τον Μάρτιο του 1922, ο αρχηγός της επανάστασης στη Σάμο Λυκούργος Λογοθέτης αποβιβάζεται στη Χίο με 1.500 άνδρες και μαζί με τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά ξεσηκώνουν τον λαό. Η σπίθα ανάβει παρά τις διαφωνίες των κατοίκων.
Οι Τούρκοι μαζί με τη φρουρά του νησιού οχυρώνονται στο κάστρο και δεν παραδίδονται. Στο φρούριο έχουν φυλακίσει τον μητροπολίτη Πλάτωνα και μερικούς πρόκριτους της πόλης, ενώ στην Πόλη έχουν στείλει κρατούμενους τους Θεόδωρο Ράλλη, Μικέ Σκυλίτζη και Παντελή Ροδοκανάκη. Τα νέα φτάνουν στον Σουλτάνο που θεωρεί ότι οι Χιώτες τον πρόδωσαν, ενώ την ίδια στιγμή φοβάται πως θα χάσει τα έσοδα από τους φόρους για τα μαστιχόδεντρα που του πλήρωναν. Διατάζει τον έμπιστο ναύαρχο Καρά Αλή να καταπνίξει την επανάσταση.
Η επανάσταση πνίγεται στο αίμα
Στις 30 Μαρτίου του 1822 και μετά από έντονο κανονιοβολισμό, ο Καρά Αλή αποβιβάζει στην ακτή 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς καταστέλλει εύκολα και σύντομα την εξέγερση, εκμεταλλευόμενος τον κακό σχεδιασμό της και τις έριδες για την αρχηγία μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη. Οι δυο τους υποχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού φωνάζοντας «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η σφαγή είχε ήδη αρχίσει. Για μήνες το νησί πνιγόταν στο αίμα. Πολλές πηγές αναφέρουν πως 42.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν, 23.000 διέφυγαν στο εξωτερικό και την ηπειρωτική Ελλάδα, 50.000 έγιναν σκλάβοι ενώ περίπου 1.500-2.000 άνθρωποι διασώθηκαν.
Η εκδίκηση του Κανάρη
Ο ελληνικός στόλος ήταν πολύ μικρότερος από τον οθωμανικό και δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει σε μάχη. Για αυτό το λόγο πάρθηκε η απόφαση από τους Έλληνες να εκδικηθούν την καταστροφή της Χίου με πυρπολικά. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά και ο Ανδρέας Πιπίνος από την Ύδρα κατόρθωσαν με τα πυρπολικά τους να μπουν μέσα στο λιμάνι της Χίου, τη νύχτα της 6ης Ιουνίου (1822), όταν οι Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι και συμποσίαζαν στα πλοία τους. Ο ναύαρχος Καρά Αλή είχε καλέσει στη ναυαρχίδα τους αξιωματικούς του στόλου για ολονύχτιο γλέντι.
Ο Κανάρης κατόρθωσε να γαντζώσει το πυρπολικό του στη ναυαρχίδα και να του βάλει φωτιά. Ο Πιπίνος το κόλλησε στην υποναυαρχίδα, αλλά δεν το γάντζωσε καλά, αυτό ξεκόλλησε και παρασυρμένο από τον αέρα κάηκε χωρίς να κάνει ζημιά. Όμως το πυρπολικό του Κανάρη μετέδωσε τη φωτιά στη ναυαρχίδα και γρήγορα πήρε φωτιά η μπαρουταποθήκη της, τινάζοντας τη ναυαρχίδα στον αέρα. Περίπου 2.000 Τούρκοι βρήκαν το θάνατο μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο αρχηγός του στόλου, ο Καρά Αλής, ο οποίος χτυπημένος από ένα καιόμενο κομμάτι κατάρτι μπήκε σε μία βάρκα και ξεψύχησε μόλις έφτασε στην ακτή.
Το κατόρθωμα αυτό ενθουσίασε την Ελλάδα και όλο τον κόσμο και ενέπνευσε πολλούς σημαντικούς ξένους λογοτέχνες και καλλιτέχνες.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ευγένιος Ντελακρουά που ζωγράφισε τον πίνακα «Η Σφαγή της Χίου», παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης για τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Το 2009, ένα αντίγραφο του πίνακα εκτέθηκε στο τοπικό Βυζαντινό Μουσείο της Χίου, αλλά αποσύρθηκε από τον Νοέμβριο του 2009. Αν και η απόσυρση έγινε στο πλαίσιο της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο ελληνικός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για την απομάκρυνση του πίνακα.