Το 1818, χρονιά που επέστρεψε ο Διονύσιος Σολωμός στη Ζάκυνθο από τις σπουδές του στην Ιταλία ποτισμένος με φιλελεύθερες, δημοκρατικές κι επαναστατικές ιδέες, η επιστροφή του συνέπεσε με την τρομοκρατία που επέβαλε στην Επτάνησο ο πρώτος αρμοστής της, τύραννος Τόμας Μέτλαντ, ο οποίος κατεδίωξε και τον νεαρό ποιητή ως… αντιδραστικό!
Επέβαλε την τρομοκρατία γιατί όλοι οι κάτοικοι των νησιών ξεσηκώθηκαν εναντίον του, αλλά και εναντίον του «Συντάγματος» που επέβαλε απολυταρχικά στα νησιά.
Στη διαμαρτυρία που έκαναν οι Επτανήσιοι στον βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο Δ΄ –την οποία δεν δέχτηκε ο Μέτλαντ –, την τελευταία φράση τη συνέταξε και την πρόσθεσε ο Σολωμός: «Θα ρωτήσουν οι μεταγενέστεροι από ευλάβεια προς τα ατυχήματα της πατρίδος αυτής, θυγατέρες μιας δύσμοιρης μάνας: Ποιος τους έδωκε την ομορφιά με την ελευθερία; Και η ιστορία θα απαντήσει: Γεώργιος ο Τέταρτος».
Η πανέξυπνη αυτή αναφορά φέρει χρονολογία 23/2/1821, ημέρα κήρυξης της επανάστασης στην Μολδοβλαχία από τον Υψηλάντη, έναν μήνα πριν από την έναρξη της επανάστασης στον Μοριά. Αν η αναφορά είχε σταλεί στο Λονδίνο, οι υπογράφοντες όλοι φιλικά προσκείμενοι στην Φιλική Εταιρεία τους οποίους δεχόταν όλο το προηγούμενο διάστημα ο Σολωμός στο σπίτι του και συζητούσαν για την μελλοντική επανάσταση, σίγουρα οδηγούνταν στη φυλακή. Και από το σπίτι του πέρασαν μεγάλες προσωπικότητες της Ζακύνθου αλλά και επαναστάτες, όπως οι Κολοκοτρώνης, Πετμεζάς Νικηταράς, Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, μέχρι που ξέσπασε το κίνημα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες.
Όταν τα πράγματα ηρέμησαν ο Σολωμός γράφει το 1822 και κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή στα ιταλικά με τίτλο Rime improvisate del nonie signore Dionisio Conte Salomon Zacintio, εμπνευσμένη από τη φύση και τον έρωτα. ΄Ηταν περιζήτητος κοσμικός τύπος των σαλονιών, αυτοσχεδιαστής ερωτικών στίχων και σύχναζε στις ταβέρνες πίνοντας με τους φίλους του – ανάμεσα τους και ο γιατρός Ροΐδης.
Το όνομα του Σολωμού κυκλοφορούσε στα στόματα όλων, όταν κατέφθασε στο νησί καλεσμένος του λόρδου Γκύιλφορδ, ο Σπυρίδων Τρικούπης (φωτ. αριστερά) για να δημιουργήσουν την Ιόνιο Ακαδημία. Ο Τρικούπης ζήτησε και είδε τον Σολωμό, ο οποίος του απάγγειλε ένα ιταλικό ποίημα ως δείγμα των ποιητικών δημιουργημάτων του. Ο Τρικούπης τον διέκοψε και τον προέτρεψε να απαγγέλλει στην ελληνική σαν Έλληνας ποιητής και όχι σαν Ιταλός σε ξένη γλώσσα. Το ποιητικόν σας τάλαντον σας επιφυλάσσει μίαν ωραίαν θέσιν εις τον Ιταλικόν Παρνασσόν. Αλλά αι πρώται θέσεις εν αυτώ έχουν καταληφθεί. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμα τον Δάντη του», του είπε. Και ο Σολωμός απάντησε: «Δεν ξέρω ελληνικά πώς μπορώ να γράψω καλά;». Ο Τρικούπης επέμενε να την ξαναθυμηθεί την ελληνική γλωσσα και θα τον βοηθήσει και ο ίδιος.
Επηρεασμένος ο Σολωμός έμαθε ελληνικά και συνέθεσε το πρώτο του ποίημα στην ελληνική: «Την είδα την Ξανθούλα, την είδα ψες αργά, που εμπήκε στην βαρκούλα, να πάη στην ξενιτιά».
Το πρώτο αυτό ποίημα κατέστησε τον Σολωμό δημοφιλή στην Ζάκυνθο. Γιατί όταν μελοποιήθηκε το τραγουδούσαν σε όλο το νησί, κι ένα βραδάκι πήγαν στο σπίτι του και του έκαναν… καντάδα με την «Ξανθούλα»! Εκείνος, κατά τον Πολυλά, δεν μπόρεσε να κρύψει την έντονη συγκίνηση του. Μαθαίνει τον θάνατο του φίλου του λόρδου Βύρωνα στις 19/4/1824 και του αφιερώνει ποίημα, ενώ σε άλλο για την όμορφη Φραγκίσκα θα μείνει ιστορική η φράση «όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος»
Μέσα του ενισχύεται η πατριωτική ιδέα, μυείται στην ιστορία του Γένους, επηρεάζεται από την οθωμανική σκλαβιά τεσσάρων αιώνων, διαβάζει τον «Θούριο» του Ρήγα και καταφεύγει στην ερημική έπαυλη στο λόφο του Στράνη όπου απομονωμένος γράφει τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» κάτω από την παρακολούθηση και την τρομοκρατία της Βρετανικής Διοίκησης… Έτσι συνέταξε τα πρώτα τετράστιχα «Σε γνωρίζω από τον κόψι του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψι που με βια μετράει την γη. Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα αντρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».
Έκδοση που τυπώθηκε κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου, το 1825, από τον Δημήτριο Μεσθενέα
Τον Μάιο του 1825, μέσα σ’ έναν μήνα, ολοκληρώνει τον Ύμνο που απαγγέλλουμε οι Έλληνες σε μελωδία του Κερκυραίου μουσουργού φίλου του Νικόλαου Μάντζαρου. Όσο ζούσε ο Σολωμός ήταν θούριος, το 1865 καθιερώθηκε επισήμως ως Εθνικός Ύμνος!
Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης