Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος της συνέντευξης.
Με τη λύρα παραμάσχαλα, κάτι… ψιλά στην τσέπη και την ψυχή γεμάτη από επιθυμία και θέληση να πετύχει στο δρόμο που χάραξε από παιδί, αυτόν της ποντιακής μουσικής, ο 21 ετών Μιχάλης Καλιοντζίδης στις αρχές του 1981 κατέβαινε στην Αθήνα με φορτηγό που το… «τσίμπησε» κάνοντας οτοστόπ. Στο πολύ μακρινό εκείνη την εποχή ταξίδι από τον Διπόταμο Καβάλας στην πρωτεύουσα, στο μυαλό του στριφογύριζε συνεχώς η πρόσκληση του μεγαλύτερού του σε ηλικία και εμπειρότερου Πόντιου τραγουδιστή Χρόνη Αμανατίδη από τη Νέα Σμύρνη, να πάει να τον βρει στην Αθήνα μόλις ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Είχαν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στο κέντρο του Ιωσήφ Πετρίδη, στην Καβάλα, όπου ήταν λυράρης ο Μιχάλης.
Σταμάτησε μια Κυριακή ένα εκδρομικό λεωφορείο από την Αθήνα γεμάτο Ποντίους, ζήτησαν από τον καταστηματάρχη να παίξουν και να τραγουδήσουν και αυτοί, κι έτσι ο Χρόνης Αμανατίδης γνώρισε τον πιτσιρικά Μιχάλη Καλιοντζίδη, που του άρεσε πολύ μουσικά.
«Τον Φεβρουάριο του 1981 απολύθηκα από το στρατό, και λίγες μέρες μετά ξεκίνησα για την Αθήνα, να πάω να βρω τον Χρόνη. Το φορτηγό με άφησε στο Μενίδι, και μόλις κατέβηκα αντιλήφθηκα ότι χάλασε το φερμουάρ του παντελονιού μου. Η ατυχία μου όμως ήταν μεγαλύτερη, αφού εκείνη την ημέρα τα ταξί είχαν απεργία κι εγώ δεν είχα ιδέα πώς να φτάσω στη Νέα Σμύρνη. Επισκεύασα πρόχειρα το παντελόνι και μπήκα σε ένα… πειρατικό ταξί. Μου ζήτησε 50 δραχμές για να με πάει στη Νέα Σμύρνη, και μου είπε ότι αν μας σταματήσει κανείς, να πω ότι είμαι ανιψιός του. Φτάνω στη διεύθυνση που μου είχε δώσει ο Χρόνης, αλλά εκεί μετά μεγάλης μου λύπης έμαθα ότι είχε μετακομίσει πρόσφατα. Βρέθηκα σε απόγνωση. Έκατσα στα σκαλιά της πολυκατοικίας, μέσα στο κρύο, και δεν ήξερα τι να κάνω».
Μια ένοικος της πολυκατοικίας είδε τον νεαρό Μιχάλη, τον λυπήθηκε και τον ρώτησε τι γυρεύει. Του έδωσε διέξοδο από την απόγνωση όταν του είπε ότι ο διαχειριστής γνώριζε την καινούρια διεύθυνση του Χρόνη Αμανατίδη, αλλά εκείνη την ημέρα έλειπε κι έτσι ο Μιχάλης θα έπρεπε να ξαναπεράσει την επομένη.
«Φοβόμουν να χαλάσω τα λίγα λεφτά μου σε ξενοδοχείο, διότι δεν ήξερα τι μου ξημερώνει. Αποφάσισα να μείνω στο παγκάκι. Πάγωσα, κούρνιασα, πέρασα τη νύχτα. Βρήκα το πρωί τον διαχειριστή και μου έδωσε την καινούρια διεύθυνση του Χρόνη. Ήταν στην Άνω Νέα Σμύρνη. Ξεκίνησα με τα πόδια κι έφτασα ρωτώντας μετά από μιάμιση ώρα. Βρήκα την αδελφή του, τη Σόνια, η οποία αν και δεν με ήξερε, μου είπε “είσαι ο Μιχαλάκης, το κατάλαβα από αυτά που μου έχει πει ο Χρόνης για σένα”. Ο Χρόνης ήταν στη δουλειά.
»Μου είπε να περάσω στο σπίτι, αλλά εγώ προτίμησα να περιμένω στην κοντινή πλατεία μέχρι το μεσημέρι που θα ερχόταν ο Χρόνης. Με καλοδέχθηκε, με μάλωσε που δεν έμεινα στο σπίτι, μου έδωσε ρούχα και με τάισε μια υπέροχη μπριζόλα».
Λυράρης του Χρύσανθου
Με τη βοήθεια του Χρόνη Αμανατίδη ο Μιχάλης Καλιοντζίδης βρήκε στην Αθήνα τον συγχωριανό του, τον μεγάλο χοροδιδάσκαλο, ερευνητή του ποντιακού χορού και συγγραφέα Νίκο Ζουρνατζίδη. «Τότε ο Χρύσανθος ήταν στην Αθήνα κι έψαχνε λυράρη. Πήγαμε, τον βρήκαμε, και μόλις με άκουσε, είπε στον Νίκο Ζουρνατζίδη: “αυτός είναι για το πατάρι και όχι μόνο για μία συναυλία. Αν είναι και καλό παιδί, θα τον κρατήσω”. Με τον Χρύσανθο έπαιξα μια δεκαετία. Μου έδειχνε πλουσιοπάροχα στοργικότητα. Τα βράδια που κοιμόμουν, ερχόταν να με σκεπάσει. Δεν είχα ποτέ άγχος όταν έπαιζα μαζί του. Ήταν ένα τεράστιο σχολείο για μένα».
Χαραγμένη στη μνήμη του Μιχάλη Καλιοντζίδη είναι μια βραδιά του φθινοπώρου του 1981, όταν έπαιξε με το Χρύσανθο και την πρώτη γυναίκα που τραγούδησε ποντιακά σε κέντρο, τη Σοφία Παπαδοπούλου. Την τελευταία την είχε γνωρίσει ένα χρόνο πριν ως στρατιώτης στο Κιλκίς. Της είχε ζητήσει να τραγουδήσει για το στρατό ο αξιωματικός Λευτέρης Παλαπαΐδης. Η Σοφία Παπαδοπούλου ήθελε τον λυράρη της για να τραγουδήσει, αλλά ο Παλαπαΐδης της είπε ότι έχει έναν πολύ καλό, εννοώντας τον Μιχάλη Καλιοντζίδη.
Τον άκουσε για δέκα λεπτά, είπε «εντάξει» κι έπαιξαν μαζί.
«Το φθινόπωρο του 1981 πήγαμε με τον Χρύσανθο στην Πατρίδα Ημαθίας, για να παίξουμε στο κέντρο της Σοφίας Παπαδοπούλου. Δεν με γνώρισε, διότι είχαν στο μεταξύ μακρύνει τα μαλλιά μου. Πριν με ακούσει, γυρνάει και λέει στον Χρύσανθο “πού πας και τους βρίσκεις;” κι άρχισε να εκθειάζει τον νεαρό λυράρη, με τον οποίο έπαιξε ένα χρόνο πριν για τους στρατιώτες στο Κιλκίς. Της είπα ότι εγώ είμαι αυτός ο φαντάρος. “Χρύσανθε, εγώ τον γνώρισα πιο μπροστά από εσένα”, είπε γελώντας η Σοφία Παπαφοπούλου».
Μια λαμπρή καριέρα
Από τότε, και χρόνο με το χρόνο, η καριέρα του Μιχάλη Καλιοντζίδη γινόταν ολοένα και λαμπρότερη. Στα περίπου σαράντα χρόνια που ασχολείται επαγγελματικά με τη λύρα, έφερε την κεμεντζέ του στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης παίζοντας με τον Γιώργο Νταλάρα, την πρώην υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου και τη 200μελή συμφωνική της πόλης, στο Ηρώδειο και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Σε… ποντιακό κέντρο, όπως λέει, έχει μετατρέψει το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αφού έχει παίξει σε αυτό πάνω από είκοσι φορές, ενώ αρκετές είναι οι εμφανίσεις του και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Πάρα πολλές είναι οι εμφανίσεις του Μιχάλη Καλιοντζίδη στο εξωτερικό. Έχει παίξει πάνω από σαράντα φορές σε ΗΠΑ και Καναδά, έφτασε τη λύρα του μέχρι και την Ιαπωνία, ενώ χαρακτηριστική είναι η εμφάνισή του στη Βουλή της Μελβούρνης, όταν έπαιξε την Ημέρα Μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.
«Το 2011 στην Κωνσταντινούπολη ένιωσα πρωτόγνωρα όμορφα, όταν έπαιξα σε διεθνή εκδήλωση που διοργάνωσε το πανεπιστήμιο της πόλης. Στο θέατρο είχαν μαζευτεί περισσότερα από 2.000 άτομα. Στο πρώτο πρόγραμμά μου έπαιξα βαριά ποντιακά, ξεκινώντας με μακρύν καϊτέ, και μέσα στο θέατρο υπήρχε απόλυτη σιωπή. Στο δεύτερο πρόγραμμά μου έπαιξα ατσαπάτ’ και μετά πυρρίχιο. Πετάγονται πάνω τρεις Τούρκοι και χορεύουν εκπληκτικά. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Πήγα να κατέβω, μου λέει ο υπεύθυνος της εκδήλωσης “συνέχισε να παίζεις”. Έγινε χαμός στο θέατρο. Σηκώθηκαν και χόρεψαν οι μισοί».
Τόσο στη δισκογραφία όσο και στο πάλκο συνεργάστηκε με πολύ μεγάλους καλλιτέχνες και συνθέτες από διάφορους μουσικούς χώρους. Χαρακτηριστικά αναφέρει τον πασίγνωστο βιολιστή Γιώργο Κόρο, τον Χάρρυ Κλυνν στο δίσκο Τίποτα («Λαϊστέρα»), τον Γιώργο Νταλάρα, τη Λιζέτα Νικολάου, τον Πέτρο Γαϊτάνο, τη Μαρίζα Κωχ, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τη Δόμνα Σαμίου, τον Χρόνη Αηδονίδη και τη Χαρούλα Λαμπράκη.
Έπαιξε με τη λύρα του σε περίπου 65 δίσκους, ενώ κομβικό σημείο στην καριέρα του θεωρεί το άλμπουμ Παρυάδρης (πρόκειται για οροσειρά του Πόντου), στον οποίο έπαιξε μουσική και τραγούδησε. Κατά τον ίδιο ο συγκεκριμένος δίσκος στιγμάτισε το χώρο της ποντιακής μουσικής, και το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτόν συμπεριέλαβε ούτι, λαούτο και άλλα παραδοσιακά όργανα, τα οποία «πάντρεψε» με σύγχρονα ηλεκτρονικά.
Ο Μιχάλης Καλιοντζίδης ασχολείται και με τη συγγραφή. Έχει γράψει το βιβλίο Μέθοδος για την ποντιακή λύρα, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του ΤΕΙ Ηπείρου, ενώ τώρα ετοιμάζει άλλα δύο βιβλία με το ίδιο αντικείμενο. Όπως λέει, αν είναι γερός, θα ακολουθήσουν κι άλλα δύο βιβλία για το θέμα.
Παράλληλα ετοιμάζει καινούριο δίσκο, σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους του. Σήμερα εμφανίζεται μόνο σε κοινωνικές εκδηλώσεις και δίνει συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα είναι καθηγητής λύρας στο ΤΕΙ Ηπείρου και διατηρεί δώδεκα σχολές εκμάθησης ποντιακής λύρας.
Ο ΠΑΟΚ και ο Ιβάν Σαββίδης
Μεγάλη αγάπη του Μιχάλη Καλιοντζίδη είναι ο ΠΑΟΚ. Μάλιστα, έχει γράψει κι έναν από τους ύμνους της ομάδας, το «Δικέφαλε αετέ». Τον έγραψε το 1988 στο Τορόντο, αλλά δεν τον εξέδωσε τότε. Πριν από περίπου δέκα χρόνια, με πρόεδρο του ΠΑΟΚ τον Θοδωρή Ζαγοράκη, μίλησε με τον Πόντιο φίλο του, παλαίμαχο ποδοσφαιριστή της ομάδας Δημήτρη Παρίδη και αποφάσισε να παραχωρήσει τα πνευματικά δικαιώματα του ύμνου στην ομάδα, για όσο θα ήταν πρόεδρος αυτής ο Θοδωρής Ζαγοράκης. Μια στροφή του ύμνου γράφτηκε από τον Δημήτρη Παρίδη.
Ο ύμνος του ΠΑΟΚ διά χειρός (και λύρας) Καλιοντζίδη
Ένα πρωινό, περίπου την ίδια εποχή, ο συνεργάτης του σημερινού προέδρου του ΠΑΟΚ, Ιβάν Σαββίδη, Θράσος Ευτυχίδης, του τηλεφώνησε και του είπε ότι θέλει να τον γνωρίσει ο Ιβάν. «Δεν τον πίστεψα. Δώσαμε ραντεβού στο ωδείο μου και μετά πήγαμε στο Νέο Ρύσιο, στο σπίτι του αδερφού του Ιβάν. Εκεί μιλήσαμε για τους Πόντιους καλλιτέχνες και μετά συμφωνήσαμε να κάνω μαθήματα λύρας στην ανιψιά του, Κατερίνα Δερνέζη, η οποία έπαιζε καταπληκτικό βιολί. Με ρώτησε τι δώρο θέλω να μου κάνει. Του απάντησα “να πάρεις τον ΠΑΟΚ”. Μου είπε ότι αυτό θα γίνει σιγά-σιγά. Όταν έμαθα ότι ο Ιβάν αγόρασε τον ΠΑΟΚ, έλαβα το δώρο μου κι από τότε αισθάνομαι ευτυχισμένος».
Συνέντευξη: Ρωμανός Κοντογιαννίδης.
Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Μιχάλη Καλιοντζίδη.