Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ανακοίνωσε στη Βουλή τη δημιουργία Μουσείου της Ποντιακής Γενοκτονίας, και η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας αντέδρασε έντονα διότι, όπως, υποστηρίζει, δεν πρέπει να δημιουργηθεί Μουσείο για τη Γενοκτονία των Ποντίων, αλλά Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού.
Η ανακοίνωση είναι ατυχής για τους εξής λόγους:
- Δημιουργεί, δημοσίως, κλίμα έντασης μεταξύ προσφυγικών σωματείων, γεγονός που δεν διευκολύνει την –απολύτως αναγκαία– συνεργασία μεταξύ τους για την επιτυχία όχι απλώς στενών παραδοσιακών στόχων, αλλά ακόμη και εθνικών.
- Αποδυναμώνει επιχειρήματα και εξασθενεί τη διεθνή προβολή του ζητήματος της Γενοκτονίας, προσθέτοντας στη διαχείρισή της και άλλα προβλήματα, πέραν αυτών που οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, διοικούντες διαχρονικά τα ποντιακά σωματεία, έχουν προκαλέσει και αρνούνται να επιλύσουν.
- Εξασθενεί το αναγκαίο αρραγές μέτωπο απέναντι στην Τουρκία, τον άμεσο δράστη και αποδέκτη του αιτήματος της αναγνώρισης της Γενοκτονίας.
- Μειώνει το αναγκαίο κύρος συνεργασίας με άλλες εθνικές και εθνοτικές προσπάθειες για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας (Αρμενίων, Ασσυρίων κτλ.).
- Οπαδοποιεί τον αναγκαίο διάλογο για την επιστημονική προσέγγιση και λύση του σχετικού ζητήματος που εγείρεται. Αν υπάρχει επιστημονική και ιστορική βάση για τη διαμόρφωση κοινών αιτημάτων όλων των προσφυγικών σωματείων, μόνο ως αποτέλεσμα διαλόγου που θα βασίζεται σε ιστορικά και άλλα επιστημονικά δεδομένα θα μπορούσε να τελεσφορήσει.
Το στρατόπεδο «Παύλου Μελά», όπου προτάθηκε να στεγαστεί το Μουσείο Γενοκτονίας των Ποντίων
- Η ανακοίνωση εκφράζει ενόχληση για τη δημιουργία Μουσείου Ποντιακής Γενοκτονίας. Είναι απορίας άξιον γιατί. Γιατί θα πρέπει ο προσφυγικός ελληνισμός να διαθέτει ένα και μοναδικό μουσείο όλων των προσφύγων; Σε τι θα πείραζε να δημιουργηθεί Μουσείο Ποντιακής Γενοκτονίας και παράλληλα να δημιουργηθούν και άλλα μουσεία προσφύγων από άλλες περιοχές;
- Διατυπώνει την απολύτως απαράδεκτη πρόταση να δημιουργηθεί ένα και μόνο μουσείο όλου του προσφυγικού ελληνισμού και αυτό στην Αθήνα. Γιατί στην Αθήνα; Η αντίδραση σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν καταλυτική. Αρκετά με το συγκεντρωτισμό.
- Με εντελώς ανεξήγητο και αδικαιολόγητο τρόπο, αποδίδει την σχετική πρωτοβουλία σε βουλευτή Θεσσαλονίκης (ενώ είναι ιδέα του υπουργού Άμυνας). Ενώ δήθεν κάνει κριτική στον συγκεκριμένο βουλευτή, στην ουσία τον εξυπηρετεί αφού του αποδίδει την επιτυχή κατάληξη για τη δημιουργία ενός έργου που για χιλιάδες Ποντίους έχει ιδιαίτερη σημασία.
Επί της ουσίας
Κακώς –κάκιστα–, υπάρχει μια εσωτερική διαμάχη του οργανωμένου προσφυγικού ελληνισμού γύρω από το θέμα της Γενοκτονίας και ποιοι πληθυσμοί την υπέστησαν.
Ο όρος Γενοκτονία έγινε αποδεκτός στο Διεθνές Δίκαιο το 1948 με ειδική σύμβαση που υιοθέτησε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ιστορικοί, νομικοί και άλλοι επιστήμονες ασχολούνται, ακόμη και σήμερα, με τον όρο αυτόν, ενώ διεξάγονται και πολλά σχετικά συνέδρια. Υπάρχει μια σαφής διάκριση, σε ό,τι μας αφορά, μεταξύ νομικής και ιστορικής προσέγγισης.
Από την πλευρά της ιστορικής προσέγγισης, τα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας –όχι μόνο από Έλληνες ιστορικούς αλλά και από Τούρκους– ικανοποιούν πλήρως τις προϋποθέσεις του ορισμού της Γενοκτονίας. Από πλευράς νομικής, το ζήτημα προσεγγίζεται διαφορετικά. Η νομική του προσέγγιση, αν διαπιστωθεί ότι το έγκλημα συνετελέσθη, θα εγείρει άλλου είδους αξιώσεις από την ιστορική δικαίωση των θυμάτων. Πρωτίστως, στην περίπτωση αυτήν, τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει αναδρομική ισχύς του εγκλήματος. Αλλά αυτό είναι θέμα ενδελεχούς διερεύνησης από τους νομικούς. Και από ό,τι γνωρίζω, γίνεται.
Στην Ελλάδα, όπου ο δημόσιος διάλογος σε όλα τα ζητήματα είναι πολύ φτωχός, δεν συζητούνται ούτε η ιστορική προσέγγιση ούτε η νομική διάσταση της τραγωδίας.
Θέλει πολλή δουλειά να γίνει, και προπαντός πνεύμα ενότητας και αλληλεγγύης για να προσεγγιστούν νηφάλια όλα αυτά τα ζητήματα. Και δυστυχώς, τέτοιο πνεύμα δεν υπάρχει.
Ενώ πολλοί επιστήμονες προσφυγικής καταγωγής έχουν ασχοληθεί και συνεχίζουν να ασχολούνται σε βάθος με το ζήτημα, δεν υπάρχει ούτε ο κοινός χώρος ούτε ο κοινός φορέας που νηφάλια θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μιας μόνιμης συνάντησής τους και ενός συνεχούς, επίμονου και επίπονου διαλόγου μεταξύ τους.
Εκδηλώσεις μνήμης Γενοκτονίας, Μάιος 2016 (φωτ.: Βασίλης Τσενκελίδης)
Η μικρή μου εμπειρία από τον λεγόμενο «οργανωμένο ποντιακό χώρο» με οδηγεί στο (προσώρας) συμπέρασμα ότι η όλη προσπάθειά του εξαντλείται σε γραφειοκρατικές διεκπεραιώσεις – αρκετές από τις οποίες είναι αναγκαίες, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση για υπέρβαση των αγκυλώσεων αυτών, ελπίδα που δυστυχώς δεν ικανοποιήθηκε στις τελευταίες ποντιακές εκλογές.
Η αναπαραγωγή των γνωστών διχαστικών στερεοτύπων αποτελεί δόγμα –στον «οργανωμένο ποντιακό χώρο»– που δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί, με μια εμμονή στην τυπολατρία που δεν την έχουν ούτε τα εθνικά κράτη. Για παράδειγμα, η Ελλάδα και η πΓΔΜ βρήκαν τον τρόπο να διεξάγουν συνομιλίες μεταξύ τους, όπως και οι Ελληνοκύπριοι με τους Τουρκοκύπριους, αλλά αυτό θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως μεταξύ των ποντιακών σωματείων.
Σε αυτήν την αδυναμία έχει προστεθεί μία ακόμη: ένα σημαντικό μέρος των Ποντίων υποκλίνεται με απέραντο σεβασμό στα πολλά και τραγικά δεινά που υπέστη ο μικρασιατικός ελληνισμός, αλλά εγείρει ερωτήματα κατά πόσο οι φρικαλεότητες που υπέστη θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις του όρου Γενοκτονία. Όχι ως προς τη βαναυσότητά τους, αλλά στη βάση άλλων διαστάσεων.
Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο σε έναν επιστημονικό διάλογο ο οποίος δεν έγινε, και η έναρξη του οποίου είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Η ταπεινή μου γνώμη –χωρίς το κύρος του ειδικού– είναι πως και στην περίπτωση αυτή μπορούμε να μιλάμε για Γενοκτονία.
Από εδώ, όμως, ξεκινά μια ακόμη τραγωδία.
Τα προβλήματα και οι αδυναμίες μας είναι πολλές απέναντι σε έναν διεθνώς δρώντα (την Τουρκία) και στους εσωτερικούς αποδομιστές για να οδηγούμαστε, ως απόγονοι προσφύγων, σε ολοένα και περισσότερους διχασμούς.
Τι θα πρέπει να γίνει;
- Καταρχάς να υπάρξουν συναντήσεις που θα εκτονώσουν την ένταση, η οποία δεν θα πρέπει να λαμβάνει δημόσιο χαρακτήρα. Δεν εξυπηρετεί κανέναν η δημόσια αντιπαράθεση.
- Να επιχειρηθεί να γίνει κατανοητή από όλα τα προσφυγικά σωματεία η αναγκαιότητα ίδρυσης Μουσείου Ποντιακής Γενοκτονίας.
- Να υπάρξει συντονισμένη και κοινή προσπάθεια δημιουργίας μουσείου προσφυγικών σωματείων από άλλες περιοχές της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Και μάλιστα, με ενεργό και δυναμική συμμετοχή και συμπαράσταση των Ποντίων.
«Θυμήσου τα θύματα, απότρεψε τη γενοκτονία» λέει η αφίσα του ΟΗΕ που σχεδιάστηκε για την Παγκόσμια Ημέρα
Μνήμης των Θυμάτων των Γενοκτονιών (φωτ.: un.org)
- Να δημιουργηθεί ένα συντονιστικό όργανο όλων των προσφυγικών σωματείων, ώστε οι όποιες διαφορές να συζητούνται και να λύνονται εντός αυτού.
- Να γίνουν προσπάθειες να πειστεί η ελληνική διπλωματία να συμπεριλάβει τη Γενοκτονία στα θέματα που την απασχολούν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με επιστημονική τεκμηρίωση.
- Να υπάρξει άμεσα κοινό φόρουμ όλων των επιστημόνων (ιστορικών, νομικών κτλ.) που ασχολούνται με το θέμα της Γενοκτονίας.
Αυτά για αρχή. Θα επανέλθω αναλύοντας γιατί ο ποντιακός ελληνισμός –και πολύ περισσότερο ο ευρύτερος προσφυγικός– μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τη μορφή δικτύου.
Ελπίζω να μη συνεχίσουμε να βγάζουμε, μόνοι, τα μάτια μας.