Στο λυκαυγές της ημέρας, κάθε πρωί, το μακρινό 1977, ένας 17χρονος νεαρός έφευγε σκαστός από το ορφανοτροφείο της Δράμας, όπου ζούσε τα τελευταία οκτώ χρόνια. Με γοργά βήματα έφτανε στην οδό Σκρα, όπου τον περίμενε ένας καθημερινός κοπιώδης αγώνας για να βγάλει το χαρτζιλίκι. Για έξι ώρες, από τις 07:00 έως τις 13:00, με όλη τη δύναμη των σχετικά άγουρων ακόμα χεριών του, έτριβε ψαρόβαρκες. Η δουλειά δύσκολη ακόμα και για επαγγελματίες, ενώ ο υαλοβάμβακας που χρησιμοποιούσε του προκαλούσε φαγούρα σε όλο του το κορμί. Η δυσκολία συνεχιζόταν και μετά την επιστροφή στο ορφανοτροφείο, αφού πεινασμένος ο νεαρός αναγκαζόταν να κάνει μπάνιο με κρύο νερό μέσα στο χειμώνα και μετά να φάει, ό,τι βρει.
Μετά από τρεις μήνες ο στόχος του 17χρονου τότε Μιχάλη Καλιοντζίδη είχε επιτευχθεί. Κατάφερε με τη σκληρή δουλειά να συγκεντρώσει τις 2.500 δραχμές που απαιτούνταν για να ξεχρεώσει την πρώτη ποντιακή λύρα που αγόρασε. Αυτήν που τον συντρόφευσε στο μεγαλύτερο κομμάτι της μέχρι τώρα λαμπρής καριέρας του.
«Η γιαγιά μου, η Αλεξάνδρα Ταχματζίδου, μου έδινε 10 δραχμές τα Χριστούγεννα και άλλες τόσες το Πάσχα. Ήταν αδύνατο με αυτά τα χρήματα να αγοράσω τη λύρα που κόστιζε 2.500 δραχμές. Έτσι, έπρεπε να δουλέψω, παρόλο που αναγκαζόμουν να φεύγω κρυφά από το ορφανοτροφείο. Η δουλειά στις βάρκες ήταν δύσκολη, αλλά ήταν απερίγραπτη η χαρά και η συγκίνησή μου όταν κατάφερα να συγκεντρώσω το ποσό», λέει στο pontos-news.gr o Μιχάλης Καλιοντζίδης.
Ο Λάλος από τον Διπόταμο Καβάλας
Στον Διπόταμο Καβάλας, το Παπελέρ’ εκείνη την εποχή, κατέληξαν μετά τον ξεριζωμό, μετά από ένα πέρασμα από την Καλαμαριά, οι προσφυγικές από τον Πόντο οικογένειες των γονιών του Μιχάλη Καλιοντζίδη. Ο πατέρας του, Χρήστος, είχε γεννηθεί στο χωριό Κοσμά της Ματσούκας και ήρθε στην Ελλάδα 14 χρόνων.
Η μητέρα του, Ανατολή, γεννήθηκε στην Ελλάδα και είχε καταγωγή από την Κρώμνη και τη Χερρίαινα.
Ο Χρήστος Καλιοντζίδης ήταν καταπληκτικός ψάλτης και έγραφε βυζαντινή μουσική. Σπάνια τραγουδούσε ποντιακά στο σπίτι, κι έτσι τα ερεθίσματα που είχε ο Μιχάλης πάνω στην ποντιακή μουσική από την παιδική του ηλικία προέρχονταν από μουχαπέτια, γλέντια και κοινωνικές εκδηλώσεις στο χωριό. «Από πολύ μικρός, θυμάμαι, όλοι στο χωριό με φώναζαν Λάλο. Το 2001, σε ηλικία 31 ετών, έμαθα για ποιον λόγο μου είχαν κολλήσει αυτό το παρωνύμιο.
»Ρώτησα τον συγχωριανό μου και γνωστό τραγουδιστή Γιωργούλη Λαφαζανίδη και μου είπε ότι από 2-3 ετών στο χωράφι κρυβόμουν πίσω από τις φτέρες, κρατώντας στα χέρια μου δύο κοστέλια [σ.σ.: κορμοί από φτέρες]. Χρησιμοποιώντας το ένα για λύρα και το άλλο για δοξάρι, τραγουδούσα “λα-λο, λα-λο”. Έτσι μου έμεινε το παρατσούκλι Λάλος», λέει χαμογελώντας ο Μιχάλης Καλιοντζίδης.
Η πρώτη φορά που αισθάνθηκε μαγεμένος από την ποντιακή μουσική, ήταν όταν έκλεισε τα έξι του χρόνια. Έπαιζε στη σκιά μιας καρυδιάς με κονσερβοκούτια και καπάκια από αναψυκτικά, όταν ξαφνικά άκουσε τον ήχο του αγγείου, το οποίο έπαιζε με μαεστρία εκεί κοντά ο νονός της αδελφής του, Γιάννης Γεωργιάδης.
«Με άγγιξε και τινάχτηκα. Πήγα αμέσως κοντά του, να τον θαυμάσω. Ήθελα να μείνω εκεί με τις ώρες και να τον ακούω».
Στα εννιά του χρόνια, το 1969, όταν μεγάλωνε μέρα με τη μέρα μέσα του ο πόθος για την κεμεντζέ, ζήτησε για πρώτη φορά να πιάσει λύρα στα χέρια του. Παρακάλεσε γι’ αυτό τον καφετζή του χωριού του. Όμως δεν ήξερε να παίζει, κι έτσι πήρε τη λύρα ο συγχωριανός του μπαρμπα-Τάσος Θεοφυλακτίδης και άρχισε να παίζει. Ο μικρός Μιχάλης έκατσε δίπλα του, ρουφώντας την κάθε νότα. Όμως εκείνη την εποχή μπήκε στο ορφανοτροφείο της Δράμας και για 4-5 χρόνια απομακρύνθηκε παντελώς από την ποντιακή μουσική.
Η καμένη λύρα και οι χορδές από σύρματα
Τα Χριστούγεννα του 1975, όταν βρέθηκε στο χωριό του για τις διακοπές των εορτών, η αγάπη του Μιχάλη Καλιοντζίδη για την κεμεντζέ φούντωσε ξανά. Το επόμενο καλοκαίρι ζήτησε από το λυράρη συγχωριανό του Στάθη Λαζαρίδη (Τασίκο), να του δώσει για δύο μέρες τη λύρα του, ώστε να μάθει να παίζει. «Με δύο μέρες δεν κάνεις τίποτα. Να πας να βρεις τον Στάθη Πετρίδη και να σου δώσει τσάρια [σ.σ.: τρίχες από ουρά αλόγου], για να κάνεις δοξάρι», του είπε ο Λαζαρίδης. «Άκουσα τη συμβουλή και βρήκα τον Στέφανο Πετρίδη. Μου έδωσε μια καμένη παλαιά λύρα, η οποία ήταν του Ιωάννη Θεοφυλακτίδη, του γνωστού ως Πελφόρτσ’. Έβαλε σε αυτήν σύρματα της ΔΕΗ για χορδές, μου την κούρδισε κι έφτιαξε το δοξάρι.
»Την πήγα με χαρά σπίτι μου, αλλά το βράδυ τρομοκρατήθηκα, όταν σκέφτηκα “τι θα κάνω αν ξεκουρδιστεί;”. Έγινε αυτό, αλλά χωρίς να γνωρίζω να παίζω λύρα, κατάφερα να την κουρδίσω.
»Εκείνο το καλοκαίρι δεν αποχωριζόμουν αυτήν τη λύρα. Πήγαινα στις αγελάδες και την είχα κρεμασμένη στον ώμο. Κανένας δεν ήξερε στο χωριό ότι ασχολούμαι. Μόνο ο πατέρας μου, που μου έλεγε “άσε το διαλόξυλο και κοίτα τα γράμματα”».
Τον Σεπτέμβριο ο Μιχάλης Καλιοντζίδης επέστρεψε στο ορφανοτροφείο κι έπαιζε μέσα στο ίδρυμα. Πίσω από αυτό υπήρχε μια μάντρα, και δίπλα της ένα ποντιακό κέντρο το οποίο είχε ο Νίκος Τσακαλίδης, αδελφός του μεγάλου λυράρη Κωστίκα Τσακαλίδη. Όπως λέει ο Μιχάλης, πηδούσε τη μάντρα κι έστηνε αυτί στο τζάμι του κέντρου. Προσπαθούσε να παίξει ό,τι άκουγε.
Η πρώτη εμφάνιση και η συγκίνηση
Την Καθαρά Δευτέρα του 1977 ο Μιχάλης Καλιοντζίδης έκανε την πρώτη του επίσημη εμφάνιση σε ποντιακό κέντρο της Καβάλας. Ο νονός της αδελφής του και η παρέα του ήταν οι πρώτοι χωριανοί που τον άκουσαν να παίζει.
«Την επόμενη μέρα είδα να μπαίνουν στο μαγαζί όλοι οι νέοι του χωριού μου, αλλά και άλλοι από τα κοντοχώρια. Έγινε μεγάλο γλέντι. Ήταν απίστευτα συγκινητική αυτή η εικόνα. Έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου. Αμέσως ενημερώθηκε και ο αδελφός μου, που ήταν φαντάρος. Πήρε άδεια και ήρθε να με δει. Μου είπε να παίξω διάφορα τραγούδια και ιδίως “Το κορίτσ’ ντο αγαπώ”. Το έπαιξα και συγκινήθηκε».
Στη Δράμα εκείνη την εποχή ο Μιχάλης Καλιοντζίδης παρακολούθησε κάποια μαθήματα λύρας από τον Λάμπη Τιλκερίδη, τον οποίο θεωρεί έναν από τους τρεις καλύτερους λυράρηδες όλων των εποχών. Του έμαθε μοιρολόγια και ταξίμια (αμανέδες).
Στο μαγαζί του πατέρα του Λάμπη, Ηλία Τιλκερίδη, είδε τον Μιχάλη Καλιοντζίδη να παίζει λύρα εκείνη την εποχή ο επίσης νεαρός μουσικός Γιάννης Αμβροσιάδης, ο οποίος είχε ένα συγκρότημα μαζί με τον πατέρα του κι έπαιζε σ’ αυτό ντραμς. Εκείνη την εποχή είχε πρόβλημα με τον λυράρη του και ζήτησε από τον Μιχάλη να γίνει μέλος του συγκροτήματός του με την κεμεντζέ του. Λίγες μέρες μετά ο πατέρας του Γιάννη Αμβροσιάδη, Γιώργος, είδε τον 17χρονο Μιχάλη να παίζει λύρα σε ένα γάμο. Πατέρας και γιος ήθελαν στο συγκρότημα το ίδιο άτομο, τον Μιχάλη, χωρίς να γνωρίζει όμως ο ένας ότι τον ξέρει κι ο άλλος. Το συζητούσαν για το ποιος από τους δύο γνωρίζει τον καλύτερο, και γέλασαν με την ψυχή τους όταν τον είδαν και κατάλαβαν ότι μιλούσαν για το ίδιο άτομο.
«Στο γάμο που με είδε ο Γιώργος Αμβροσιάδης, στα Κοκκινώγεια Δράμας, με είχε στείλει ο λυράρης Γιώργος Σαρνάζης. Επρόκειτο να πάρω 4.000 δραχμές, ποσό υψηλότατο για μένα εκείνη την εποχή. Έπαιξα την παραμονή του γάμου στο γλέντι του γαμπρού και η… χαρτούρα που κέρδισα, έφτασε τις 1.200 δραχμές. Την επομένη έβγαλα άλλες 700 δραχμές, όταν πήγαμε να πάρουμε τη νύφη σε άλλο χωριό, την Εξοχή. Μάλιστα, εκείνη την ημέρα ο πατέρας της νύφης δεν άφησε τον κλαρινιτζή να πάρει τη θέση μου, διότι τρελάθηκε με τη λύρα μου. Του είπε “άσε τον μικρό να παίξει”.
»Μαζί με τις 4.000 δραχμές από το γάμο, δεν το πίστευα ότι είχα τόσα χρήματα στην τσέπη μου».
Από τότε ο Μιχάλης Καλιοντζίδης έγινε μέλος του συγκροτήματος του πατέρα και γιου Αμβροσιάδη, το οποίο είχε έδρα στο Κεφαλάρι της Δράμας, κι έπαιζε σε γάμους σε διάφορα μέρη. Μέσα από το συγκρότημα ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει τον πολύ νεαρό ακόμα λυράρη. Οι βάσεις για μια πολύ μεγάλη καριέρα στο ποντιακό τραγούδι και στην κεμεντζέ είχαν μπει…
Συνέντευξη: Ρωμανός Κοντογιαννίδης.
Φωτογραφίες: Φίλιππος Φασούλας.