Η Ελλάς τα κατάφερε εκ νέου να στροβιλίζεται ως υποκείμενο εκβιασμού στη δίνη της προσπάθειας εξασφάλισης της «επόμενης δόσης». Με την πλάτη ουσιαστικά στον τοίχο προσπαθούμε επί χρόνια να εντοπίσουμε τον τρόπο που θα μας έδινε κάποια δυνατότητα να πορευθούμε κάτω από καλύτερες συνθήκες σε ένα αύριο με λιγότερα ελλείμματα, με «βιώσιμο» χρέος, χωρίς capital controls, έχοντας παράλληλα κατά νου να μη βρεθούμε εκτός Ευρωζώνης, εφόσον με ένα προφανώς έντονα υποτιμημένο νόμισμα δεν γνωρίζουμε πόσες επιπλέον δεκαετίες θα ήταν αναγκαίες για την αποπληρωμή του χρέους, το οποίο θα συνεχίσει να εκφράζεται σε ευρώ.
Στον δημόσιο προβληματισμό έπεσε το βάρος στο νόμισμα της χώρας, ως το κύριο εργαλείο με το οποίο πρέπει να επιχειρηθεί η λύση του βασικού προβλήματος, που όμως δεν είναι νομισματικό αλλά δεν είναι ούτε και αυτό το ίδιο το χρέος. Η βάση του σημερινού προβλήματος, με την ανεργία στα ύψη, είναι η έλλειψη ρευστότητας, η οποία δεν επιτρέπει στην οικονομία να λειτουργήσει παραγωγικά και να εξασφαλίσει μέσω της αύξησης μιας διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής όλες τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια σταθερή παραγωγική ανοδική πορεία που θα οδηγεί σε αύξηση των εξαγωγών και υποκατάσταση των εισαγωγών με στόχο τη δημιουργία πλεονασμάτων – με ό,τι θετικό μια τέτοια κατάσταση συνεπάγεται.
Αυτή η αναπτυξιακή προοπτική ως άμεσος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί, ασχέτως νομίσματος, αν δεν υπάρξει διαθέσιμη η απαραίτητη ποσότητα χρήματος, δηλαδή η ρευστότητα, η οποία κατά τα χρόνια της διανυόμενης κρίσης εμφανίζεται ως άκρως ανεπαρκής για να καταστεί δυνατή η επιδιωκόμενη σοβαρή αναπτυξιακή ώθηση προς τη σωστή κατεύθυνση, με δημιουργία μέσω επενδύσεων νέων θέσεων εργασίας, που θα επιδρούσαν θετικά τόσο στην αύξηση της ζήτησης όσο και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Συνεπώς, με δεδομένο ότι το νόμισμα αποτελεί εργαλείο διαχείρισης του αναπτυξιακού υλικού, οφείλουμε καταρχάς να δούμε πως μπορούμε να εξασφαλίσουμε κάτω από τις πραγματικές σημερινές συνθήκες, στο θεσμικό πλαίσιο των σχέσεων μας που καλώς ή κακώς έχουμε ενταχθεί ως χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, την «πρώτη ύλη προς επεξεργασία», που είναι ακριβώς η ρευστότητα.
Μη διαθέτοντας εθνική νομισματική πολιτική, εφόσον αυτή χαράσσεται και υλοποιείται με την έγκρισή μας από ευρωπαϊκούς θεσμούς, δεν μπορούμε εμείς να «κόψουμε» ευρώ και να αυξήσουμε τη διαθέσιμη ρευστότητα της οικονομίας μας.
Δανεικά επίσης δεν μπορούμε να πάρουμε, και αυτό δεν χρήζει επεξήγησης. Άρα, προβάλλει η σκέψη δημιουργίας μιας πρόσθετης ποσότητας «πρώτης ύλης» προς επεξεργασία, που θα αύξανε τη διαθέσιμη και εκφρασμένη σε ευρώ ρευστότητα. Προκύπτει δηλαδή το θέμα κατά πόσο θα ήταν δυνατή η «αύξηση του πλούτου μας» εκφρασμένου μέσω και μια άλλης νομισματικής μονάδας εκτός του ευρώ, ένα «παράλληλο νόμισμα», για να είμαστε πιο παραστατικοί, ως «βοηθητική ρόδα» που θα βοηθούσε το όχημα με το σκασμένο λάστιχο να κινηθεί μέχρι να επιδιορθωθεί η βλάβη.
Αυτό φαίνεται δυνατό να επιτευχθεί καταρχάς με τη συναίνεση των δανειστών και εταίρων μας, εφόσον γίνει μια ολοκληρωμένη σχετική πρόταση εκ μέρους της Ελλάδος, που θα πείσει ότι εκτός από την ίδια συμφέρει και τους δανειστές μας να υιοθετηθεί από αυτούς διότι θα διευκολύνει τη δημιουργία αναπτυξιακών προϋποθέσεων οι οποίες σε τελική ανάλυση θα καταστήσουν ευκολότερη την αποπληρωμή του χρέους μας προς αυτούς.
Η δημιουργία ενός προσωρινού παράλληλου νομίσματος σημαίνει ουσιαστικά άτοκη αυτοχρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, ως ένα είδος εσωτερικού δανεισμού, εφόσον το παράλληλο νόμισμα θα «κοπεί» από εμάς για εμάς χωρίς να επιβαρύνεται με τόκους.
Μπορεί έτσι π.χ. μέρος της πληρωμής μισθών και συντάξεων να γίνεται από το κράτος με το παράλληλο νόμισμα, το οποίο θα μπορεί να κυκλοφορεί μόνο εντός της Ελλάδος.
Το παράλληλο νόμισμα, το οποίο χάριν παραδείγματος το ονομάζουμε «γλαύκα», θα έχει διά νόμου σταθερή, «κλειδωμένη» ισοτιμία προς το ευρώ, με σχέση αυστηρά 1:1, όπως άλλωστε υπάρχουν και άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα με σταθερή, «κλειδωμένη» σχέση προς το ευρώ (π.χ. το βουλγαρικό λεβ είναι «κλειδωμένο» σε σταθερή σχέση από το 1997, στην αρχή προς το γερμανικό μάρκο και στη συνέχεια προς το ευρώ, χωρίς πληθωριστικές συνέπειες). Άλλως, «μη κλειδωμένο» και με άλλη ισοτιμία υπέρ του ευρώ, υπάρχει κίνδυνος το νόμισμα αυτό να αποτελέσει τον πρόδρομο ενός υποτιμημένου νομίσματος, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει οριστικά το ευρώ με απρόβλεπτες δυσμενείς συνέπειες.
Η «γλαύκα» θα πρέπει να έχει υποχρεωτική συναλλακτική ισχύ στην Ελλάδα, δηλαδή να υποχρεούται διά νόμου όποιος συναλλάσσεται εντός της Ελλάδος να την αποδέχεται ως μέσο πληρωμής. Για λόγους τεχνικής διευκόλυνσης η «γλαύκα» θα μπορεί να κυκλοφορεί μόνο σε χαρτονομίσματα των 50 (που θα ισοδυναμεί με το πενηντάρικο ευρώ). Εξυπακούεται, ότι στις συναλλαγές με το εξωτερικό οι πληρωμές θα συνεχίσουν να είναι υποχρεωτικά σε ευρώ.
Με αυτόν τον τρόπο και μεγαλύτερη ρευστότητα εξασφαλίζεται, και στην Ευρωζώνη παραμένουμε, και αποφεύγεται επιστροφή αποκλειστικά σε εθνικό νόμισμα – που με τις τρέχουσες συνθήκες θα οδηγούσε με βεβαιότητα σε υποτιμήσεις με σπειροειδείς αρνητικές συνέπειες. Έτσι, διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς με κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, το οποίο απειλεί να παρατείνει το μαρτύριο της ελληνικής οικονομίας.
Επίσης, η κυκλοφορία του παράλληλου νομίσματος θα μπορούσε να υποκαταστήσει την έκδοση, ως μη αναγκαίων, εξάμηνων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου που εκδίδονται σήμερα προς αντιμετώπιση περιστασιακών ελλείψεων κεφαλαίων.
Η κυκλοφορία ενός παράλληλου νομίσματος πρέπει να είναι προσωρινή, και η ποσότητα κυκλοφορίας του να αυξομειώνεται αυστηρά και μόνο ανάλογα με τις αυξομειώσεις της κυκλοφορίας ευρώ στην Ελλάδα, ώστε να μην οδηγεί σε ανισορροπίες και πληθωριστικές πιέσεις όσο χρονικό διάστημα θα κριθεί αναγκαία η παράλληλη κυκλοφορία του με το ευρώ. Να καλύπτει δηλαδή για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (π.χ. μια πενταετία) αυστηρά μόνο αυτό το έλλειμμα σε ευρώ, που θα είναι αναγκαίο προκειμένου να μην υφίσταται κρίσιμο ταμειακό κενό.
Στη συνέχεια το παράλληλο νόμισμα θα πρέπει να αποσυρθεί σταδιακά, χωρίς κλυδωνισμούς και να κυκλοφορεί στην Ελλάδα πάλι μόνο το ευρώ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο θα μπορεί να εξασφαλίζεται χρηματοδότηση για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες (π.χ. ανετότερη εξεύρεση κεφαλαίου κίνησης για παραγωγικές επενδύσεις, που θα δημιουργούν θέσεις εργασίας καταπολεμώντας την ανεργία, διευρύνοντας τη φορολογική βάση και ανακόπτοντας τη μεταναστευτική ροή Ελλήνων προς το εξωτερικό), αλλά θα είναι δυνατόν να αποδεσμεύονται από την ελληνική οικονομία και ποσά σε ευρώ για την εξόφληση του εξωτερικού δημόσιου χρέους, κάτι που θα εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των δανειστών, επιχείρημα που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να αποσπαστεί η σύμφωνη γνώμη τους για τη δημιουργία και κυκλοφορία της «γλαύκας» στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυκλοφορία ενός παράλληλου προσωρινού εθνικού νομίσματος θα πρέπει να εξηγηθεί με υπομονή στον κόσμο, ποιο σκοπό καλείται να εξυπηρετήσει και γιατί θα είναι χρήσιμη με θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα. Ο κόσμος θα διευκολυνθεί διότι απλά θα κυκλοφορεί περισσότερο χρήμα στη χώρα. Οι πολίτες ως εκ τούτου δεν θα έχουν να φοβηθούν τίποτε διότι δεν θα αναλαμβάνουν κάποιον κίνδυνο όταν θα χρησιμοποιούν το παράλληλο νόμισμα.
Συνεπώς, με την κατάλληλη ενημέρωση του κοινού μόνο καλά αποτελέσματα μπορεί να αναμένει κάποιος διότι δεν υπάρχουν περιθώρια για δυσμενείς συνέπειες.
Αν δεν καταφέρουμε να είμαστε πειστικοί στους δανειστές και δεν εγκρίνουν την προσωρινή κυκλοφορία παράλληλου νομίσματος εντός της Ελλάδος με αυστηρή σχέση 1:1 προς το ευρώ, υπάρχει η εναλλακτική λύση αντί έκδοσης επίσημου παράλληλου νομίσματος να εκδίδονται από κάποια επιφορτισμένη προς τούτο υπηρεσία κουπόνια (ισοδυναμίας επίσης μόνο 50 ευρώ), τα οποία ως μη χρήμα να διατίθενται για χρήση μόνο εντός της χώρας με υποχρεωτική συναλλακτική ισχύ αλλά εκτός τραπεζικού συστήματος. Δηλαδή, να μπορούν οι πολίτες να τα χρησιμοποιούν για όλες τις συναλλαγές τους εκτός του τραπεζικού συστήματος, εφόσον αυτά δεν θα αποτελούν νόμισμα.
Η ρευστότητα η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί με τις «γλαύκες» μπορεί να καλύψει ένα ποσό, το οποίο αν το δανειστούμε πάλι μέσω κάποιου μνημονίου, θα συνεχίσουμε να υφιστάμεθα πιέσεις, λογικές και παράλογες, από τους δανειστές μας, οι οποίοι δεν έχουν δείξει κανένα δείγμα ότι τους ενδιαφέρει η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος. Είναι σαφές ότι ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα διασφαλίσουν τη συνέχιση των πληρωμών από την Ελλάδα των τοκοχρεολυσίων των υφισταμένων δανείων.
Αυτά όσον αφορά το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την έλλειψη ρευστότητας. Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται και η συγκεκριμένη πρόταση για τη «γλαύκα» προκύπτει με δεδομένο ότι βρισκόμαστε μέσα στο εν κινήσει πλοίο, μακριά από στεριά και με φουρτουνιασμένη θάλασσα, και δεν έχουμε τη δυνατότητα να το εγκαταλείψουμε τώρα, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ταξίδι, με τους συγκεκριμένους συνταξιδιώτες και με τις συγκεκριμένες σχέσεις μαζί τους μας δυσαρεστεί. Το ταξίδι είναι δυσάρεστο διότι έχουμε συμφωνήσει –κακώς– να συμπλέουμε με ανθρώπους με άλλη νοοτροπία, άλλα συμφέροντα και άλλους στόχους.
Παραδώσαμε την εθνική μας κυριαρχία για να πάρουμε κάποια χρήματα από το «Ταμείο», τα οποία τα κακοδιαχειριστήκαμε και βρισκόμαστε τώρα χωρίς χρήματα και χωρίς εθνική κυριαρχία, με ένα νόμισμα το οποίο δεν ελέγχουμε, στερούμενοι της δυνατότητας να χαράξουμε την όποια εθνική πολιτική κρίνουμε αναγκαία για τα δικά μας εθνικά συμφέροντα, που οφείλουν να έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων, δευτερευούσης σημασίας, «διεθνών» ή «διεθνιστικών» βλέψεων. Είναι γεγονός ότι με την υιοθέτηση του ευρώ ως κοινού νομίσματος η συμβίωση με τους οικονομικά αναπτυγμένους εταίρους μας έγινε πολύπλοκη και δύσκολη για μας, διότι απαιτούνται οι ίδιες επιδόσεις με διαφορετικές σε ποιότητα και αποδόσεις οικονομίες, και η δική μας ήταν εξαρχής από τις ασθενέστερες μεταξύ όλων.
Ως εκ τούτου, για λόγους αρχής που προκύπτουν από τις περιορισμένες ανταγωνιστικές μας δυνατότητες, το ευρώ δεν είναι το πλέον κατάλληλο για την Ελλάδα, εφόσον δεν εξυπηρετεί κατά προτεραιότητα τα ελληνικά συμφέροντα και δεν διαθέτουμε καμία ευελιξία διορθωτικών κινήσεων.
Εύλογα λοιπόν ερωτάται: Πρέπει η Ελλάς να κρατηθεί στην Ευρωζώνη, και γιατί;
Εδώ, χάριν οικονομίας του προβληματισμού, θα ρίξουμε τους προβολείς στις γενικότερες εξελίξεις στην Ευρωζώνη αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα, όπως έχουν προκύψει και με την αποφασισμένη έξοδο του Ην. Βασιλείου από αυτήν. Άρα, το ενδεχόμενο GREXIT έχει περιορισμένη σημασία μπροστά στις ορατές εξελίξεις, που αφορούν την ίδια την Ευρωζώνη και κατ’ επέκταση την ίδια την ΕΕ.
Θεωρείται βέβαιο ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ικανοποιώντας συγχρόνως ανόμοιους και μη συμβατούς μεταξύ τους οικονομικούς οργανισμούς. Οι απόπειρες αποτελεσματικών διορθωτικών κινήσεων τα τελευταία 4-5 χρόνια έδωσαν απλά μια παράταση στην προβληματική ύπαρξή της. Ήδη, ηγέτες οικονομικώς ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης σκέπτονται δυνατά και μιλούν για Ευρώπη δύο ταχυτήτων. Στην Ελλάδα όμως εθελοτυφλούμε συστηματικά. Οι κυβερνώντες επαναπαύονται στις διαβεβαιώσεις αφερέγγυων ότι η Ελλάς δεν κινδυνεύει με GREXIT, και δεν αντιλαμβάνονται ότι πλησιάζει η ημερομηνία λήξης της Ευρωζώνης. Ήδη, τον Μάρτιο του 2013 είχαμε αναλύσει τα τρία πιθανά σενάρια για την Ευρωζώνη: α) διάλυσή της, β) επιμήκυνση του βίου της με ριζικές αλλαγές, και γ) διάσπασή της, με αντίστοιχα σενάρια για την ίδια την ΕΕ. Αντί λοιπόν να ασχολούμεθα με το αν συμφέρει την Ελλάδα το ευρώ ή η δραχμή, πρέπει να ασχοληθούμε με την προετοιμασία της επόμενης φάσης της εθνικής μας πορείας – δηλαδή με το μέλλον της χώρας σε εθνική βάση.
Η Ελλάδα χρειάζεται εθνική στρατηγική: να ξέρει πού θέλει να πάει και να αποφασίσει το πώς θα πάει εκεί. Πρέπει συγχρόνως να ξέρει πού δεν θέλει να πάει και να αποφασίσει επίσης το πώς δεν θα πάει εκεί.
Τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, με αυτά τα οικονομικά χάλια που έχουμε, να εγκαταλείψουμε το ευρώ. Προς το παρόν ενδείκνυνται διορθωτικές κινήσεις τύπου «γλαύκας».
Δεν απαιτούνται ειδικές οικονομικές γνώσεις για να καταλάβει κάποιος ότι θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα αν τώρα –που διασπάται ο Δυτικός κόσμος, με τους Αμερικανούς να επιλέγουν μια προστατευτική εμπορική πολιτική για τη χώρα τους ρισκάροντας παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο– αποφασίζαμε εμείς να πάμε ξυπόλυτοι στα αγκάθια, χωρίς πυξίδα, πετώντας πέτρες στον κάθε αντιπαθητικό (και δεν είναι λίγοι), με την Ανατολική Μεσόγειο να βράζει και με τους Τούρκους να καραδοκούν.