Η προσάρτηση της Κριμαίας, τον Μάρτιο του 2014, επανέφερε στο προσκήνιο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος τη στρατηγική σημασία μιας περιοχής η οποία εξαπλώνεται στις γεωπολιτικές τεκτονικές γραμμές δύο πρώην αυτοκρατοριών – της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η παρακάτω ανάλυση παρέχει μια επισκόπηση της περιοχής.
Το 1774, έξι χρόνια μετά τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπογράφτηκε η Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή η οποία έδινε τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο.
Η Ρωσία, επίσης, ανέλαβε το δικαίωμα να προστατέψει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επιπλέον όλη η χερσόνησος της Κριμαίας τέθηκε υπό την επιρροή της. Εννιά χρονιά μετά την υπογραφή της Συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε η τοπική ρωσική ελίτ στην Κριμαία, σε συνδυασμό με τη συνεχή εισροή εποίκων, τροφοδότησε την αναταραχή στην περιοχή, δίνοντας στον απεσταλμένο της Αικατερίνης Β΄, πρίγκιπα Γκριγκόρι Ποτέμκιν, το πρόσχημα να προσαρτήσει την Κριμαία με στρατιωτικά μέσα, ανακηρύσσοντας ταυτόχρονα τη Σεβαστούπολη ως πρωτεύουσα. Έτσι η Ρωσία απέκτησε παρουσία στον Εύξεινο Πόντο.
Απεικόνιση του Κριμαϊκού Πολέμου το 1854
Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκε, καθώς επίσης και η διαμάχη για τον πλήρη έλεγχο του Εύξεινου Πόντου, αφού καμιά πλευρά δεν ήταν σε θέση να πετύχει μια καθοριστική νίκη. Ο αιματηρός Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας, ενώ άφησε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, δεν ανέδειξε νικητή. Η Γαλλία και η Βρετανία συμμάχησαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, προκειμένου να μην καταστεί η Ρωσία ηγεμονική δύναμη στην περιοχή. Μια πιο ισχυρή αλλά απομονωμένη Ρωσία, στη συνέχεια, επανειλημμένα επιχείρησε αλλά δεν κατάφερε να πάρει τον έλεγχο των στρατηγικών τουρκικών Στενών (Βόσπορος, Δαρδανέλια) – το καθοριστικότερο ίσως κίνητρο της Ρωσίας για την είσοδό της στον Α΄ ΠΠ.
Η επιδίωξη αυτή απέτυχε όταν Τουρκία και Γερμανία κλείσανε τα Στενά στραγγαλίζοντας τη ρωσική οικονομία.
Μετά την κατάρρευση τόσο της Ρωσικής όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το τέλος του Α΄ ΠΠ, επανασχεδιάστηκε ο χάρτης της περιοχής με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), η οποία δημιούργησε τη βάση του σημερινού τουρκικού κράτους. Έχοντας ενισχύσει τη θέση της, η Τουρκία απέκτησε πλέον τη δυνατότητα να επικαλείται τη συνθήκη της Λοζάνης για να διαχειριστεί τις εντάσεις στην περιοχή, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, με την οποία ανατέθηκε ο έλεγχος των Στενών στην Τουρκία και διασφαλίστηκε η ελεύθερη διέλευση πολεμικών πλοίων από τα Στενά των χωρών του Εύξεινου Πόντου που δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Στις άλλες ναυτικές δυνάμεις τέθηκαν περιορισμοί στην αποστολή πολεμικών πλοίων στον Εύξεινο Πόντο, τα οποία πρέπει να είναι μικρότερα των 15.000 Τ ανά πλοίο ή 45.000 Τ συνολικά, με μέγιστη διάρκεια παραμονής 21 μέρες. Οι ΗΠΑ δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης του Μοντρέ.
Ο χάρτης της περιοχής όπως διαμορφωνόταν με τη Συνθήκη της Λοζάνης
Περίοδος μετά τον Β΄ ΠΠ και τον Ψυχρό Πόλεμο
Η εύθραυστη ισορροπία της Συνθήκης του Μοντρέ απειλήθηκε με το τέλος του Β΄ ΠΠ, όταν ξέσπασε ένταση μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Τουρκίας, και ασκήθηκε πίεση από την πλευρά των Σοβιετικών ώστε να αποδεχθεί η Τουρκία επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης και να μοιραστεί τον έλεγχο των Στενών μαζί της. Γνωστή και ως τουρκική κρίση στα Στενά, η Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε περαιτέρω την παρουσία της στον Εύξεινο Πόντο και πίεσε επιπλέον την Τουρκία να αποδεχθεί αίτημά της για δημιουργία βάσεων στο έδαφός της. Στην προσπάθειά της να θωρακιστεί από την ασκούμενη πίεση της Σοβιετικής Ένωσης η Τουρκία ζήτησε την βοήθεια της Αμερικής, η οποία έστειλε αμέσως στην περιοχή πολεμικά πλοία. Αν και η Σοβιετική Ένωση τελικά υπαναχώρησε, τα γεγονότα αυτά ήταν καταλυτικά για την εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν (1947) και την ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου επικράτησε γενικά ηρεμία στον Εύξεινο Πόντο. Από το 1976 και μετά, η Τουρκία επέτρεψε σοβιετικά αεροπλανοφόρα (Kiev και Kuznetsov) να περάσουν τα Στενά.
Ακολουθώντας την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η περιοχή του Εύξεινου Πόντου κατέστη λιγότερο σημαντική από γεωστρατηγική άποψη για τη Δύση, αλλά διατήρησε το ρόλο της στη διαμόρφωση της νέας ρωσικής αντίληψης στην ευρύτερη περιοχή. Το πλέον σημαντικό στρατηγικό ζήτημα στην περιοχή, που ακολούθησε τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ήταν η απομάκρυνση του πυρηνικού οπλοστασίου από την Ουκρανία. Σύμφωνα με το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994, η Ουκρανία συμφώνησε στην απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων από το έδαφός της, σε αντάλλαγμα της εγγύησης ασφάλειας από τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Αγγλία (υποστηριζόταν από τη Γαλλία και την Κίνα) για την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας.
Η υπογραφή του Μνημονίου της Βουδαπέστης (1994)
Η συνέχεια μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, πάνω στη στρατηγική της χερσονήσου της Κριμαίας, δεν εξελίχθηκε ομαλά. Η Κριμαία, η οποία δόθηκε ως δώρο από τον Χρουστσόφ στην Ουκρανία το 1954, τιμητικά για την επέτειο των τριακοσίων χρόνων της ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στην Τσαρική Ρωσία, έγινε τελικά ένα ακανθώδες ζήτημα στις διαπραγματεύσεις των δύο χωρών. Η Ρωσία διατήρησε τις στρατιωτικές της υποδομές στην Κριμαία, με κυριότερη τη ναυτική βάση στην Σεβαστούπολη, απαραίτητη για τον στόλο της στον Εύξεινο Πόντο. Κατά την περίοδο διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης στην Κριμαία υπήρχαν 100.000 Ρώσοι στρατιώτες, 60.000 βοηθητικό προσωπικό και 835 πλοία από τα οποία 28 υποβρύχια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την άσκηση διπλωματικής πίεσης στο Κίεβο σχετικά με το νομικό καθεστώς της Σεβαστούπολης και των εγκαταστάσεών της.
Η Μόσχα, της οποίας οι κινήσεις υπαγορεύτηκαν και από εθνικιστικό ενδιαφέρον για την Κριμαία, ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει επίσης αποτελεσματικά και αξιωματούχους της Κριμαίας (παρέμεινε αυτόνομη, με δικό της σύνταγμα μέχρι το 1995) για να ενισχύσει την πίεσή της στο Κίεβο. Το 1997, με τη Συνθήκη Φιλίας, διαχωρίστηκε ο στόλος του Εύξεινου Πόντου μεταξύ Ρωσίας (81%) και Ουκρανίας (19%) και επιτράπηκε στη Ρωσία, με αντάλλαγμα την ακύρωση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της Ουκρανίας και τις μειωμένες τιμές ενέργειας, να μισθώσει τη βάση της Σεβαστούπολης μέχρι το 2042.
Μπόρις Γιέλτσιν και Λεονίντ Κούτσμα μετά την υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας (1997)
Μια νέα Ρωσία αναφύεται
Μολονότι η Ρωσία έχει την άποψη ότι οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, καθώς και η περιοχή του Εύξεινου Πόντου, ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της, εντούτοις εξαιτίας της έλλειψης πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης δεν μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή της. Η αδυναμία αυτή άρχισε να αλλάζει, με μια πιο διεκδικητική περιφερειακή πολιτική, σε αντίδραση στις αποκαλούμενες έγχρωμες επαναστάσεις –όπως η επανάσταση των Ρόδων στη Γεωργία το 2003-2004 και η πορτοκαλί επανάσταση στη Γεωργία το 2004-2005–, όπου ρωσικής επιρροής ηγέτες αντικαταστάθηκαν από φιλοευρωπαίους και φιλοατλαντιστές. Την ίδιο περίοδο το ΝΑΤΟ διευρύνεται και μέλη του γίνονται η Βουλγαρία και η Ρουμανία, με αποτέλεσμα τρεις από τις έξι χώρες που περιβάλλουν τον Εύξεινο Πόντο να ανήκουν πλέον στο ΝΑΤΟ, ενώ Ουκρανία και Γεωργία συνεργάζονται προς την κατεύθυνση του μέλους. Το ΝΑΤΟ πλέον βλέπει τον Εύξεινο Πόντο, όπως διακηρύχτηκε στη σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008, «σημαντικό για την ευρωατλαντική ασφάλεια».
Η Ρωσία θεώρησε τις κινήσεις αυτές του ΝΑΤΟ ως παραβίαση της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής της, και πήρε μέτρα προκειμένου να αυξήσει τη δυναμική της και να ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία στον Εύξεινο Πόντο.
Η ρωσική ενέργεια (κυρίως αέριο) χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο επιβολής πάνω στην Ουκρανία το 2006, και ιδιαίτερα το 2009 όταν η Ρωσία προσωρινά έκλεισε τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, και επιπλέον αύξησε τις τιμές. Τον Αύγουστο του 2008 ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν παραμείνει στην Ν. Οσετία από την περίοδο της σύγκρουσης Γεωργίας – Ν. Οσετίας (1993), απέτρεψαν τον Γεωργιανό πρόεδρο να ξανακερδίσει τον έλεγχο της αποσχισθείσας περιοχής. Περίπου 350 στρατιώτες και 400 πολίτες σκοτώθηκαν στην αντιπαράθεση αυτή. Στη συνέχεια προχώρησε στην αναγνώριση της «ανεξαρτησίας» της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας, ενσωματώνοντας διοικητικά τις δύο αυτές περιοχές.
(Φωτ.: EPA / RIA-NOVOSTY)
Το δεύτερο και περισσότερο σημαντικό, γεωστρατηγικό και στρατιωτικό γεγονός ήταν η προσάρτηση της Κριμαίας τον Μάρτιο του 2014, λίγες μέρες μετά την εκδίωξη του Ουκρανού προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Στη συνέχεια η Ρωσία προχώρησε σε στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία και στρατιωτική ενίσχυση της περιοχής με την ανάπτυξη S-300 και S-400, μονάδες παράκτιας άμυνας Bastion-P και πυραυλικά συστήματα εδάφους-αέρος και εδάφους-εδάφους. Ο πρώην ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη, στρατηγός Φίλιπ Μ. Μπρίντλαβ, το 2015 χαρακτήρισε την Κριμαία ως ρωσική «πλατφόρμα προβολής δύναμης». Αυτή η προώθηση των δυνάμεων της Ρωσίας στη χερσόνησο συνοδεύτηκε από μια όλο και πιο επιθετική χρήση πυρηνικής ρητορικής, με υπαινιγμούς του Κρεμλίνου για πιθανή μελλοντική πυρηνική ανάπτυξη στη χερσόνησο και δηλώσεις της αναφορικά με την διατήρηση του δικαιώματος για πυρηνική επιλογή εάν κριθεί απαραίτητο για να υπεράσπιση της Κριμαίας.
Η τελευταία κίνηση για την επάνοδο της ρωσικής στρατιωτικής παρουσίας στη διεθνή σκηνή ήταν η στρατιωτική επέμβαση στη Συρία τον Σεπτέμβριο του 2015.
Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία έκανε επίδειξη της δυνατότητάς της να αναπτύξει στοιχεία του στόλου του Εύξεινου Πόντου, καθώς επίσης και αμυντικά συστήματα S-300 αλλά και επιθετικά SS-26, σε θέατρο επιχειρήσεων. Η Ρωσία επιχειρεί από την αεροπορική βάση στη Λατάκεια και την υπό ανακατασκευή και επέκταση ναυτική βάση της Ταρτούς, η οποία έχει τη χωρητικότητα να φιλοξενεί έντεκα πλοία ταυτόχρονα. Επίσης έχει συμφωνία με την Κύπρο για ελλιμενισμό πλοίων και βρίσκεται σε διαπραγμάτευση για τη δημιουργία ναυτικής βάσης στην Αίγυπτο. Συζητήσεις σχετικά με την επαναλειτουργία της βάσης στην Λιβύη διαψεύστηκαν από Ρώσους επισήμους.
Ρωσικό SU-34 στην αεροπορική βάση της Λατάκειας (φωτ.: ΕΡΑ)
Η επιστροφή της γεωστρατηγικής σημασίας του Εύξεινου Πόντου
Η ηγεμονική δύναμη του 19ου αιώνα, πιεσμένη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και εξαντλημένη μετά το 1991, επανέρχεται στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και στην Ανατολική Μεσόγειο τη στιγμή που η ευρωπαϊκή και η αμερικανική παρουσία στην περιοχή υποχωρούν. Το Κρεμλίνο την περίοδο αυτή προσπαθεί να εξασφαλίσει απρόσκοπτη πρόσβαση στην Ανατολική Μεσόγειο, ενίσχυση της στρατιωτικής του παρουσίας στην Κριμαία και στην Αν. Ουκρανία, αύξηση της πίεσης στη Βουλγαρία να μειώσει την παρουσία του ΝΑΤΟ, και εσχάτως ενορχηστρώνει τη ρωσοτουρκική επαναπροσέγγιση για να κερδίσει μεγαλύτερο ρόλο στα Στενά.
Για τη Ρωσία ο γεωστρατηγικός παράγοντας του Εύξεινου Πόντου δεν έχει αλλάξει από το 1853, με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν και να αντικαθιστούν μεμονωμένα ευρωπαϊκά κράτη ως κύριους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της.
Η Κριμαία είναι η στρατιωτική πηγή, η Τουρκία είναι ο άξονας και τα τουρκικά Στενά η στρατηγική απόδοση, με τελικό στόχο από πλευράς Ρωσίας την πρόσβαση και τη στρατιωτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, ως αντίβαρο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ανατολικά και στην παρουσία του στο Αιγαίο και την κεντρική Μεσόγειο.
Γιώργος Μουρουζίδης
Ταξίαρχος ε.α.
- Πηγή: Center for Strategic and International Studies (CSIS).