Έχουμε αναφέρει στο παρελθόν ότι η θεσμοθέτηση δομών παραγωγής σκέψης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη χάραξη συγκροτημένης εξωτερικής πολιτικής. Δεν νοείται κράτη όπως η Λετονία, η Τσεχία, η Πορτογαλία, αλλά και η Τουρκία να διαθέτουν δομές και ομάδες εργασίας ενώ η Ελλάδα παραμένει ουραγός. Υπό αυτό το πλαίσιο, η είδηση για την ψήφιση στη Βουλή ενός τροποποιημένου κώδικα του οργανισμού του υπουργείου Εξωτερικών θα ήταν αν μη τι άλλο εξαιρετικά ευχάριστη και ελπιδοφόρα.
Είναι, όμως, έτσι; Δεν θα ήθελα να αξιολογήσω και να παρεξηγηθώ, αλλά θα προσπαθήσω απλά να περιγράψω ορισμένες σκέψεις για τον νέο νόμο.
Αρχικά ιδρύεται το Κέντρο Ανάλυσης και Σχεδιασμού (ΚΑΣ) με στόχο να διαχειρίζεται ζητήματα υπό το πρίσμα μιας μακρόπνοης χάραξης πολιτικής. Ποιος θα έλεγε όχι; Η χώρα χρειάζεται υψηλή στρατηγική. Οφείλει, δηλαδή, να διατυπώνει στρατηγικούς σκοπούς σε βάθος δεκαετιών υπό μια ορθολογική διαδρομή παραγωγής σκέψης. Οφείλει, επίσης, να γνωρίζει τα διαθέσιμα μέσα και τα όρια επίκλησής τους και να μην επαφίεται στην αυθεντία ενός – και συγκεκριμένα στον εκάστοτε υπουργό Εξωτερικών. Απαιτούνται, λοιπόν, θεσμοί και μηχανισμοί προτάσεων πολιτικής και λειτουργίας των οργάνων του υπουργείου. Θα τηρηθούν όμως τα προσχήματα; Θα συμμετέχουν οι όντως καλύτεροι και όχι οι κομματικοί εγκάθετοι; Ίδωμεν.
Έπειτα ανασυστήνεται το Επιστημονικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από καθηγητές πανεπιστημίου με ειδίκευση στο διεθνές, ευρωπαϊκό ή δημόσιο δίκαιο. Στο εν λόγω Συμβούλιο θα συμμετέχει και ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΑΣ. Είναι αλήθεια ότι οι νομικές όψεις της διαδικασίας λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής έχουν πολλαπλασιαστεί, και επί παραδείγματι, η χάραξη στρατηγικής διαπραγματεύσεων απαιτεί την άριστη γνώση των νομικών διαστάσεων ακόμη και αν πρόθεση της χώρας ήταν υποθετικά η αγνόησή τους.
Νομικοί διεθνολόγοι, οι οποίοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν το πολιτικό περιεχόμενο του αντικειμένου τους και οι νομικές κρίσεις τους έχουν οντολογικό προσανατολισμό, είναι απαραίτητοι.
Αυτά όσον αφορά τα επιστημονικά κείμενά τους. Εισερχόμενοι στην οργανωτική δομή του υπουργείου Εξωτερικών οφείλουν να κάνουν μία ακόμη «παραχώρηση»: να λειτουργήσουν με βάση το εθνικό συμφέρον και να σκέφτονται αναλόγως όταν εκφράζουν απόψεις, λόγου χάρη, περί της έννοιας της απόσχισης ή του «δικαίου του αγώνα του Κεμάλ». Τουτέστιν, πρώτα πρέπει να σκεφτούν αν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες οι θέσεις τους και κατόπιν αν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, η οποία θα τους συντηρεί. Το πρόβλημα, τόσο στην περίπτωση του ΚΑΣ όσο και στην περίπτωση του Επιστημονικού Συμβουλίου, είναι η έλλειψη ενός αξιόπιστου μηχανισμού επιλογής των στελεχών τους. Ο Νίκος Κοτζιάς μπορεί να αποτελεί έναν ιδανικό υπουργό Εξωτερικών – ωστόσο το διακύβευμα είναι να δημιουργηθούν θεσμοί ώστε η λειτουργία του κράτους να μην εξαρτάται από το αν βρίσκεται στην ηγεσία ο τάδε ή ο δείνα.
Περαιτέρω, καταργείται το Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών (ΕΚΕΜ) και μαζί του 23 θέσεις οι οποίες προβλέπονταν για τη λειτουργία του. Σε περίοδο οικονομικής κρίσης, και με δεδομένη την υπολειτουργία του από το 2012, αυτή ήταν μια εύλογη απόφαση. Εντούτοις, η διαδρομή του ΕΚΕΜ και ο τρόπος λειτουργίας του συνιστούν παθήματα που έχουν γίνει μαθήματα για την τωρινή ηγεσία του υπουργείου; Ευχή όλων είναι να συμβαίνει αυτό. Το ΕΚΕΜ δεν αφέθηκε ποτέ στην ακαδημαϊκή ησυχία του ώστε να υλοποιήσει απρόσκοπτα την αποστολή του.
Αντιθέτως, φορτίστηκε με παντός είδους έξωθεν πιέσεις, και έτσι υπονομεύτηκε η θέση του ως αυτόνομου οργάνου πρότασης πολιτικής του ΥΠΕΞ.
Η Ελλάδα οφείλει να εκσυγχρονίσει το πλαίσιο παραγωγής εξωτερικής πολιτικής με ειδικούς αναλυτές, οι οποίοι θα προέρχονται από το χώρο των αποστράτων, των στρατηγικών αναλυτών και συγγραφέων και του διπλωματικού σώματος, και όχι μόνο από τον πανεπιστημιακό χώρο. Η ενίσχυση της θεσμικής λειτουργίας θα υποβοηθήσει στην ουσιαστική νομιμοποίηση των αποφάσεων, και κατ’ επέκταση στην αύξηση της αποτελεσματικότητας. Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις μένει να ελεγχθούν επί του πρακτέου.