Το πρόσωπό του είναι χειμώνα-καλοκαίρι ηλιοκαμένο και σκαμμένο από τις δυσκολίες της ζωής. Κατοχή, Εμφύλιος, σκληρές γεωργικές εργασίες σημάδεψαν το πρόσωπο και το χαρακτήρα του. Σοβαρός, αγέρωχος και συνάμα ταπεινός, με στιβαρό χέρι και στεντόρεια μελωδική φωνή, είναι ένας από τους τελευταίους μεγάλους της ποντιακής μούσας.
Φιλάρετος Μαυρόπουλος για τους νέους μουσικούς: «αν εβγαίν’νε ας ’ς σο ταφίν οι παλαιοί, ’κί θα γνωρίζ’νε αν ατό το όργανον έν’ κεμεντζέ».
Μίλησέ μας για τον εαυτό σου, Φιλάρετε. Πού γεννήθηκες και από πού κατάγεσαι;
Γεννήθηκα το 1934 στην Επισκοπή Ναούσης. Ο πατέρας μου Βασίλειος είχε γεννηθεί στο Καρακαντζί Σουρμένων και η μητέρα μου Μυροφόρα, το γένος Λαζαρίδου, στην Αργυρούπολη, με καταγωγή όμως κι αυτή από τα Σούρμενα, από την Τσίτα.
Πώς ήλθες σε επαφή με τη λύρα;
Λύρα έπαιζε ο συχωρεμένος ο πατέρας μου, όπως και ο παππούς μου. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι να παίζει και να τραγουδά. Είχε πάρα πολύ καλή φωνή. Όμως κάποια στιγμή που κατέβηκαν οι αντάρτες στο χωριό μας, η λύρα του χάθηκε και έτσι έχασα την ευκαιρία να μάθω από μικρός να παίζω λύρα. Έμαθα ωστόσο να παίζω φλογέρα.
Πώς από οικογένεια λυράρηδων κατέληξες να μάθεις φλογέρα;
Όταν ήμουν μικρός, έβοσκα τα ζώα του πατέρα μου, 12-14 γελάδια. Εκεί στα λιβάδια, ελλείψει λύρας και επηρεασμένος από έναν καλλιτέχνη από το χωριό, τον Θεόφιλο Κυριακίδη, που έπαιζε κλαρίνο, έφτιαξα μια φλογέρα και έμαθα μόνος μου να παίζω. Μάλιστα, μια φορά έπαιξα και σε γάμο με τη φλογέρα. Επηρεασμένος λοιπόν από τον Θεόφιλο, ήθελα να μάθω κλαρίνο.
Η λύρα πώς προέκυψε;
Ο πατέρας μου, όταν του είπα ότι θέλω να μάθω κλαρίνο, μου είπε: «Οι γύφτ’ παίζ’νε κλαρίνο. Εσύ αν θέλτ’ς να μαθάν’ς όργανο, να μαθάν’ς λύρα»…
Είχαμε πουλήσει έναν αγελαδόπον σε έναν γείτονα και μας χρωστούσε πενήντα δραχμές. Για το χρέος μάς έδωσε μια λύρα χωρίς καπάκι που είχε, και μας ξόφλησε. Τότε πήρα τη λύρα και με τη βοήθεια του συγχωριανού και φίλου μου Αλέκου Θεοδωρίδη, την βάλαμε καπάκι και άρχισα σιγά-σιγά να παίζω.
Αυτό έγινε όταν ήμουν σε ηλικία περίπου δεκαεπτά χρονών. Μεγάλος άρχισα να μαθαίνω το όργανο.
Ποιον είχες ως πρότυπο, ποια ακούσματα σε επηρέασαν ως καλλιτέχνη;
Ο πατέρας μου, όταν ήλθε από τον Πόντο, έμεινε για πέντε χρόνια στην Καλαμαριά, δίπλα από το σπίτι του Σταύρη, του πατέρα του Γώγου. Και ο πατέρας μου, αν και ώριμος και φτασμένος λυράρης, είχε επηρεαστεί από τον Σταύρη. Εγώ επηρεάστηκα κυρίως από τον Γώγο.
Τον γνώριζες;
Όχι, δεν τον γνώριζα, άκουγα όμως τα τραγούδια του. Το 1950-51 ο Δημήτρης Κυριακίδης, ο παντοπώλης του χωριού, είχε φέρει ένα ραδιόφωνο που λειτουργούσε με μπαταρία. Ρεύμα δεν είχαμε τότε. Για να παίξει το συνέδεε στους ακροδέκτες της μπαταρίας του τρακτέρ του και ο κόσμος άκουγε την εκπομπή της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Στην εκπομπή έπαιζε κυρίως ο Γώγος και τραγουδούσε τότε ο Μίμης Τσακαλίδης, από τον Φοίνικα, και ο Ηρακλής ο Κοκοζίδης.
Έπαιζε επίσης λύρα ο Κωστίκας Κωνσταντινίδης. Όμως εγώ επηρεάστηκα από τη λύρα και το τραγούδι του Γώγου. Άκουγα τους σκοπούς με τον φίλο μου τον Θόδωρο Θεοδωρίδη και μετά πήγαινα στο σπίτι και τους έπαιζα. Με βοηθούσε και ο Θόδωρος και μου υπενθύμιζε τους σκοπούς. Το 1956 το χωριό μου συνδέθηκε με το ηλεκτρικό ρεύμα και πολλοί συγχωριανοί μας αγόρασαν ραδιόφωνα από τα οποία άκουγα τις ποντιακές εκπομπές από το ΕΙΡ [Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας] και το στρατιωτικό ραδιόφωνο του Γ΄ Σώματος Στρατού.
Ποιοι άλλοι έπαιζαν λύρα τότε στο χωριό και την περιοχή;
Στο χωριό έπαιζαν λύρα ο Ηρακλής ο Γεραντίδης, ο Γιώργος Χαραλαμπίδης και ο Τάσος Τσαγκαλίδης. Άλλοι καλοί λυράρηδες από τους οποίους μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα μουσικά ήταν ο Μάντης ο Σαββίδης από τη Βέροια, ο Αλέκος Ακριβόπουλος από τα Παλατίτσια και ο Στάθης Τσανακτσίδης από τη Σκύδρα. Όμως, το ξαναλέω, η μεγάλη επιρροή ήταν από τον Γώγο.
Πώς, μόνο από τις εκπομπές;
Όχι. Για πρώτη φορά τον είδα όταν ήμουν παιδί, σε μια ζωοπανήγυρη των Γιαννιτσών, που ήταν πολύ ξακουστή τότε. Εκεί ήταν ο Γώγος και έπαιζε λύρα. Τον άκουγα από μακριά και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση. Το 1956 ο συγχωριανός μας Γιάννης Θωμίδης κάλεσε τον Γώγο στο χωριό μας. Έπαιζε λύρα και τραγουδούσε στο μαγαζί του για δύο μέρες.
Όλο το χωριό μας μαζεύτηκε εκεί να τον ακούσει. Ήταν ήδη πολύ ξακουστός… Με κάλεσαν οι συγχωριανοί μου και μου έδωσαν τη λύρα του Γώγου να παίξω, αλλά από τη συγκίνησή μου δεν έπαιξα…
Αργότερα, γύρω στα 1958, πήγα και τον βρήκα στην Καλαμαριά και γίναμε καλοί φίλοι. Κάναμε πολλά γλέντια μαζί. Εκείνος έπαιζε κι εγώ τραγουδούσα. Του άρεσε πολύ η φωνή μου και ο τρόπος που τραγουδούσα. Έτσι, μετά από πολλά γλέντια, επηρεάστηκα και έμαθα να παίζω τους σκοπούς που έπαιζε κι εκείνος. Γνήσια ποντιακά. Για μένα ήταν και παραμένει αξεπέραστος. Τα σημάδια που άφησε πάνω μου με τη μουσική αλλά και με το χαρακτήρα του, είναι ανεξίτηλα.
Ποιες άλλες παρουσίες είχες εκείνα τα χρόνια;
Ο Γώγος μ’ έπαιρνε στο σπίτι του και συμμετείχα σε παρακάθε μέχρι το 1960. Με καλούσαν στο ποντιακό πρόγραμμα της Ευξείνου Λέσχης του ΕΙΡ, όπου συμμετείχα με τον αείμνηστο Στάθη Ευσταθιάδη και έναν δάσκαλο Πόντιο που παρουσίαζε τις εκπομπές. Με τον Ευσταθιάδη κάναμε πολλές εκπομπές κι έτσι καταξιώθηκα σαν λυράρης αλλά και σαν τραγουδιστής, επειδή είχα στα νιάτα μου καλή και δυνατή φωνή. Γνώρισα από κοντά και έναν από τους πατριάρχες του ποντιακού ελληνισμού, τον οφθαλμίατρο Θεοφύλακτο.
Έπαιξα στο γάμο του Κώστα Καρακελίδη από την Πετριά, με κουμπάρο τον τέως πρόεδρο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Γιώργο Παρχαρίδη. Επίσης γνώρισα και τον Χρύσανθο στα πρώτα του βήματα. Ερχόταν στη Βέροια και επειδή ήμουν φίλος με συγγενείς του, γνωριστήκαμε.
Στην αρχή ο Χρύσανθος ήξερε λίγους σκοπούς, αλλά μετά έγινε ο μεγάλος Χρύσανθος…
Ποια ήταν σε γενικές γραμμές η καλλιτεχνική σου διαδρομή;
Σιγά-σιγά έγινα γνωστός, και από το 1952 μ’ έπαιρναν σε γάμους. Κάναμε συγκρότημα με τον Τάκη Τσακαλίδη, που έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε, και τον Παύλο Σεμερτζίδη, που έπαιζε κλαρίνο. Επίσης έπαιζα σε γλέντια, όμως αυτό που με σημάδεψε ως καλλιτέχνη, εκτός από τον Γώγο, ήταν τα παρακάθε που κάναμε με μερακλήδες εδώ στα χωριά της Νάουσας, της Σκύδρας και της Βέροιας. Μιλάμε για χιλιάδες γλέντια.
Η βασική τριάδα της παρέας ήταν ο υποφαινόμενος, ο Κώστας ο Ανδρεάδης* από το Λιποχώρι Σκύδρας και ο Σταύρος ο Ορφανίδης από τη Λιβερά Κοζάνης, που μένει στη Βέροια. Ήμασταν κυριολεκτικά αχώριστοι, από το 1959 που γνωριστήκαμε και σμίξαμε. Μας χώρισε μόνο ο θάνατος, αφού έφυγε από κοντά μας πριν από λίγα χρόνια ο Κώστας, που εκτός από καλός τραγουδιστής ήταν και ένας αξεπέραστος ποιητής. Έγραφε ποιήματα στα ποντιακά, τα οποία εκδόθηκαν σε βιβλίο από τα παιδιά του.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου σκοπός;
Όλους τους σκοπούς που παίζω, τους αγαπώ. Με αυτούς ζω. Η σχέση μου με τη λύρα είναι πολύ βαθιά, είναι σχέση ζωής. Αφού επιμένεις, όμως, να σου πω ότι μου αρέσει ιδιαίτερα το «Οφέτος» και το «Έτα έτα Παναέτα». Και οι δυο, σκοποί της Κρώμνης, κρωμέτ’κα.
Τι μήνυμα έχεις να δώσεις στους νέους καλλιτέχνες;
Δεν μ’ αρέσει να κακολογώ τη νεολαία, γιατί οι νέοι μας είναι η ελπίδα και το μέλλον του τόπου. Όμως, αν εβγαίν’νε ας ’ς σο ταφίν οι παλαιοί, ’κί θα γνωρίζ’νε αν ατό το όργανον έν’ κεμεντζέ. Δεν καταλαβαίνουμε τι παίζουν, δεν καταλαβαίνουμε τι ακούμε. Άλλα αντ’ άλλων.
Δεν λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχει πρόοδος και στη μουσική. Όμως τα νέα τραγούδια θα πρέπει να έχουν μια συνέχεια, μια σχέση με τα ποντιακά. Ατά που ακούμε, ατά που παίζν’ε, ’κ’ είναι ποντιακά! Τους καλώ λοιπόν να δίγ’νε ωτίν, να ακούνε τοι παλαιούς και να συμμορφούνταν. Έχουμε ευθύνη απέναντι σε αυτούς που έφυγαν, να κρατήσουμε τουλάχιστον το χρώμα μιας μουσικής παράδοσης που φθάνει πριν το 1.200 και το 1.100. Από τότε οι πρόγονοί μας έπαιζαν και τραγουδούσαν το «Ακρίτας κάστρον έχτιζεν».
Να πάψουν να γκρεμίζουν το κάστρο αυτό οι νέοι μας…
_____
*Διαβάστε ΕΔΩ το ποίημα που έγραψε για τον Φιλάρετο Μαυρόπουλο.
- Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στον Σάββα Καλεντερίδη και τον Γιώργο Παναγιωτίδη, και δημοσιεύτηκε στην εφ. Ποντιακή Γνώμη, φ. 59 (Φεβρ. 2014), σελ. 24 25.