Η διαλεκτική περί του πολιτικού γεγονότος έχει τις απαρχές της στην ανάγκη του ανθρώπου να ενταχθεί σε συλλογικότητα προκειμένου να διαχειριστεί αυτά που ονομάζουμε στη θεωρία διεθνών σχέσεων «διλήμματα ασφαλείας», ήτοι τους υπάρχοντες κινδύνους για την ασφάλειά του. Η ίδια η απουσία μιας ρυθμιστικής αρχής, τουλάχιστον στο επίπεδο των εγκόσμιων, έστρεψε τον άνθρωπο στη δημιουργία πάσης φύσεως συλλογικοτήτων από τις φυλές και τις πόλεις-κράτη έως τις αυτοκρατορίες και τα έθνη-κράτη των τελευταίων αιώνων.
Η ύπαρξη συγκεκριμένης «πλανητικής πίτας» δεν επιτρέπει την ατέρμονη και ασύδοτη διανομή των πόρων.
Η ισχύς κατανέμεται υπέρ κάποιου δρώντος και εις βάρος κάποιου άλλου, ενώ όσο ισχυροποιείται ο ένας τόσο επίσης διογκώνεται η επιθυμία του άλλου για ισχυροποίηση. Εφόσον δηλαδή ο δρων είναι ορθολογικός και επιζητά την επιβίωσή του, πράττει προς την κατεύθυνση της διαρκούς ισχυροποίησης προκαλώντας τα ανάλογα διλήμματα προς τους υπολοίπους. Όπως αναφέρει ο Κονδύλης, «η επιτυχής αυτοσυντήρηση έχει eo ipso ως αναγκαίο μακροπρόθεσμο επακόλουθό της την αυτοεπίταση, δηλαδή τη διεύρυνση της ισχύος».
Ο εν λόγω άγραφος κανόνας οδήγησε τον άνθρωπο προς την ένταξή του σε συλλογικότητες και έκτοτε έχει αποτελέσει την κυριότερη αιτία συγκρούσεων μεταξύ των εν λόγω συλλογικοτήτων. Παράλληλα, ωστόσο, η συλλογικοποίηση καθ’ εαυτή έχει αποτελέσει βασική συνιστώσα σταθεροποίησης και –αμφισβητήσιμα αρμονικής– συνύπαρξης. Ο Αριστοτέλης, αναφερόμενος στον άνθρωπο που ζει εκτός συλλογικότητας, τον κατατάσσει στα φιλοπόλεμα όντα τα οποία είναι «σαν πιόνια απομονωμένα από τα άλλα στο παιχνίδι των πεσσών» και υπό το συγκεκριμένο πρίσμα αποφαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι «ζώο πολιτικό».
Στη σύγχρονη εποχή, τέτοιες συλλογικότητες είναι τα εθνοκράτη.
Αξίζει να προσεχθεί ότι, μέσω των συλλογικοποιήσεων, επιδιώχθηκε η ασφάλεια διαμέσου της βέλτιστης θέσης στην κατανομή ισχύος αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι οι εθνικές παραδόσεις είναι αποκυήματα του υλισμού. Τα εθνοκράτη ως ορθολογικοί δρώντες –ήτοι ως αναζητούντες αενάως την επιβίωσή τους– πράγματι επιδιώκουν τους υλικούς συντελεστές που θα συμβάλλουν στην υλοποίηση του μείζονος σκοπού τους. Εντούτοις, η μακραίωνη σταθερή παρουσία στον ίδιο χώρο, με τις ίδιες αισθητικές προσλαμβάνουσες, με την ίδια γλώσσα και με μία κοινή συνείδηση της ετερότητάς τους παρωθούν τις προκείμενες κοινωνίες προς τη διατράνωση αυτής ακριβώς της θέσης τους επί του πλανήτη. Καλώς ή κακώς. Συνεπώς, η επιδίωξη και επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας έχει τείνει να αποτελεί κάτι πέραν της διεύρυνσης των υλικών μέσων, καθώς η ίδια η ιστορία και η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του έχουν προσδώσει ποικίλα νοήματα στο περιεχόμενο της συλλογικοποίησης.
Σε έναν κόσμο εθνοκρατών είναι αδύνατη η επιβίωση μίας συλλογικότητας δίχως τα ανάλογα χαρακτηριστικά.
Το έθνος, λοιπόν, συνιστά το απαύγασμα του συνόλου των στοιχείων τα οποία ετεροπροσδιορίζουν μια συλλογικότητα και της προσδίδουν ταυτότητα, ενώ το κράτος αποτελεί το χρηστικό ή λειτουργικό μέσο διασφάλισης της αυθυπαρξίας του έθνους. Όπως έχει σημειώσει ο Γιώργος Κοντογιώργης, «το έθνος είναι το πολιτικό γεγονός και το κράτος είναι το πολιτειακό γεγονός». Το κράτος επιδιώκει συνεχώς τη μεγιστοποίηση των συντελεστών της ισχύος του προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή του και μέσω αυτής την προστασία του έθνους όπως εκείνο αυτοπροσδιορίζεται γλωσσικά, συνειδησιακά ή και συμβολικά.
Έτσι, πρώτον, ουδεμία επιστημονική ή άλλη ενασχόληση με την πολιτική δύναται να εξαιρεί το πολιτικό γεγονός το οποίο αφορά τη θέση, το ρόλο και τη συγκρότηση του εθνοκράτους. Δεύτερον, κύρια συνιστώσα της θέσης, του ρόλου και της ιστορικής συγκρότησης των εθνοκρατών είναι οι διανεμητικές συνέπειες καθ’ εαυτών των δραστηριοτήτων τους. Κατά συνέπεια, οιοδήποτε πεδίο περιλαμβάνει τον όρο «πολιτική» και αναφέρεται σε διεθνές επίπεδο οφείλει να εξετάζει τη φύση, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των διανεμητικών συνεπειών των πρωτοβουλιών των εθνοκρατών, καθώς και τον πεπερασμένο χαρακτήρα των πόρων – πραγματικών ή δυνητικών συντελεστών ισχύος.