Η δημοσίευση του Ν.4447/2016 (ΦΕΚ Α241/23.12.2016) επέφερε τροποποιήσεις στο καθεστώς του ΕΟΠΠΥ με μεγάλο αντίκτυπο στον τομέα της ειδικής αγωγής. Η νέα χρονιά βρίσκει την ειδική αγωγή –εργαζόμενους, ασφαλισμένους και τις οικογένειές τους– σε δεινή θέση, μιας και επιχειρείται οριζόντια περικοπή της δαπάνης για την εν λόγω υπηρεσία (ουσιαστικά οι χρήστες των υπηρεσιών ειδικής αγωγής κινδυνεύουν να βρεθούν από 25/01/2017 χωρίς κάλυψη για τις δαπάνες αυτές). Η ειδική αγωγή αφορά ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο τμήμα του πληθυσμού: τα παιδιά με διαφόρων ειδών σύνδρομα, είτε ήπιας είτε βαρύτερης μορφής, προβλήματα λόγου, αναπτυξιακές δυσκολίες, αυτισμό, νοητική στέρηση κ.ο.κ., τα οποία χρειάζονται εξειδικευμένη φροντίδα κι εκπαίδευση.
Ήδη κατά τα τελευταία χρόνια έχει δρομολογηθεί η διάλυση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ειδικής αγωγής με την υποχρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ και τις συνεχείς προσπάθειες ιδιωτικοποίησής του.
Αυτήν τη φορά, στις 22 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκαν αλλαγές που ισχύουν ήδη από την 1η Ιανουαρίου και αφορούν το πλαίσιο λειτουργίας και τον τρόπο αποπληρωμής των ιδιωτικών δομών, μέσω διαδικασίας υπογραφής ατομικών συμβάσεων με αυτές – που αποτελεί προϋπόθεση πλέον για την κάλυψη των δαπανών στην ειδική αγωγή. Οι αλλαγές αυτές σημαίνουν ουσιαστικά περαιτέρω περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, λουκέτα σε μικρές ιδιωτικές δομές, εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους να απειλούνται με περικοπές μισθών ή με απώλεια της εργασίας τους αντίστοιχα, και τους εξυπηρετούμενους και τις οικογένειες τους σε πολύ αβέβαιο μέλλον.
Οι οικονομικές παράμετροι της εφαρμογής του εν λόγω νομοθετήματος ορίζουν –μεταξύ άλλων βεβαίως– τα εξής: Να γίνει χρήση του φορολογικού μέτρου που λέγεται clawback στις δαπάνες για την ειδική αγωγή. Ο όρος clawback (επιχειρηματικός όρος) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε οποιαδήποτε χρήματα ή παροχές που έχουν δοθεί παραπάνω από το συνηθισμένο, αλλά πρέπει να επιστραφούν λόγω ειδικών συνθηκών. Φυσικά, εν προκειμένω, όχι μόνο δεν υπάρχουν παροχές υπέρ το δέον, τουναντίον οι επιστήμονες που ασχολούνται με τον εν λόγω κλάδο αναφέρουν χαρακτηριστικά πως η πληρωμή του ΕΟΠΥΥ προς τους γονείς για κάθε συνεδρία –π.χ. εργοθεραπείας– ή για ειδικούς παιδαγωγούς είναι 1,23 ευρώ (ο ευτελισμός της επιστήμης, αλλά και της θεραπευτικής αξίας, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην κοστολόγηση του έργου των επαγγελματιών)!
Οι νέες τροποποιήσεις, δηλαδή, προκαλούν έναν φαύλο κύκλο όπου οι επαγγελματίες ειδικής αγωγής θα υποαμείβονται εξαιτίας της μειωμένης παροχής του ΕΟΠΥΥ, ενώ οι γονείς δεν θα μπορούν να αναλάβουν το κόστος των υπηρεσιών που πρέπει να παρέχονται στα παιδιά τους.
Η κατάσταση αυτή είναι πάρα πολύ θλιβερή, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι οι γονείς των παιδιών με προβλήματα αγωνίζονται καθημερινά με μια κακή μοίρα, διότι, όπως καταλαβαίνουμε, κανείς ποτέ δεν θέλησε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί που δεν θα χαίρει άκρας υγείας, δυστυχώς ήταν θέμα (κακής) τύχης. Είναι κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί σε όλους, και όταν συμβαίνει είναι απαραίτητη η αρωγή ενός κοινωνικού κράτους που θα συνδράμει και θα υποστηρίζει τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και δεν θα καταδικάζει αυτά τα παιδιά πετώντας τα σε έναν σύγχρονο Καιάδα μέσω αυτής ακριβώς της κρατικής ακηδίας. Είναι ανάρμοστο, σκληρό και αμοραλιστικό από μια κυβέρνηση να φείδεται παροχών και θεραπείας στους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μικρά παιδιά.
Αναπηρία όμως σε αυτή την περίπτωση δεν έχουν τα παιδάκια, αλλά –όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά– ο δυσκίνητος, απαρχαιωμένος (και διεφθαρμένος) κρατικός μηχανισμός.
Ας μην ξεχνάμε ότι είναι δείγμα πολιτισμού ένα κράτος να μεριμνά για τις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες. Άλλωστε, πέραν του ηθικού υπόβαθρου, η υγεία, η περίθαλψη, η εκπαίδευση είναι δικαιώματα του κάθε πολίτη (και κυρίως αυτών με ειδικές ανάγκες) και υποχρέωση της πολιτείας, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 21 του Συντάγματος.
Το κοινωνικό ελάχιστο δεν αποτελεί προαίρεση, αλλά συνταγματική επιταγή. Ας σεβαστούμε το σύνταγμα. Ή ας φτιάξουμε επιτέλους ένα νέο, ορθό και δίκαιο πολιτικό σύστημα.