Η κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από τις 25 Ιανουαρίου του 2015 που ανέλαβε την εξουσία μέχρι τώρα, είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, αυτό της οικονομίας και πέρασε 22 μήνες μίας δύσκολης διακυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως, υποχρεώθηκε να απεμπολήσει, κατά ορισμένους να προδώσει, όχι μόνο την κομματική κοσμοθεωρία του αλλά, το χειρότερο, να αναγκαστεί να δικαιολογεί τα οικονομικά μέτρα που το διευθυντήριο, τουτέστιν οι δανειστές, επέβαλαν με ομολογουμένως άκομψο και πολλές φορές αμφιλεγόμενο τρόπο. Αν και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαπρέψει στη διαλεκτική, πριν από την ανάληψη της εξουσίας, δεν κατόρθωσαν να εξηγήσουν στο λαό τα οικονομικά μέτρα που τον εξαθλίωναν ώστε να τον καταστήσει κοινωνό του προβλήματος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια. Παρά ταύτα, η συγκυβέρνηση παραμένει σταθερή, έστω και αν δημοσκοπικά έχασε ποσοστό οπαδών της που δεν αφορούν την παρούσα ανάλυση.
Και τώρα η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με ένα από τα σοβαρότερα εθνικά θέματα. Το Κυπριακό.
Από τις 11 Φεβρουαρίου του 2015, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης άρχισε ένα νέο γύρο συνομιλιών για την εξεύρεση λύσης του Κυπριακού, που προήλθε από την εισβολή του 1974 και κατοχή από μία εκ των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της Τουρκίας, για να προστατεύσει κατ’ αυτήν, τους Κύπριους τουρκικής καταγωγής, παραβιάζοντας κατάφωρα την ίδια τη συμφωνία εγγυήσεων.
Η βασική αιτία των προβλημάτων που οδήγησε στην εισβολή και κατοχή ήταν η αποχώρηση από τη κυβέρνηση, το 1963, του τότε αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Φαζίλ Κιουτσούκ, –Τουρκοκύπριος που είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) και τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους των δεκαπέντε Τουρκοκυπρίων βουλευτών καθώς και όλων των Τουρκοκυπρίων που κατείχαν πολιτειακά αξιώματα και θέσεις στο δημόσιο. Το αποτέλεσμα ήταν η Τουρκία, η οποία είχε μεθοδεύσει όλη αυτήν την διαδικασία, να δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει τις πολιτικές αποφάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας καθ’ ότι ήσαν αντισυνταγματικές, λόγω μη ψήφου του Τουρκοκύπριου αντιπροέδρου, και να μην αναγνωρίζει πλέον και τις νομοθετικές πράξεις της κυπριακής Βουλής.
Στις τωρινές ρυθμίσεις που διαπραγματεύτηκε, εν αγνοία της ελληνικής κυβέρνησης, ο κ. Αναστασιάδης, την οποίαν ενημέρωνε κατόπιν εορτής, όπως και τα κυπριακά κόμματα, οι Τουρκοκύπριοι μεταξύ πολλών άλλων ευεργετημάτων που τους παραχώρησε ο Κύπριος πρόεδρος, είχαν και το δικαίωμα αρνησικυρίας στην εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία.
Δηλαδή ο κ. Αναστασιάδης επανέλαβε, τα τραγικά λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν στην εισβολή και κατοχή της Τουρκίας στο νησί.
Επειδή, πλην του κόμματός του (ΔΗΣΥ) και του ΑΚΕΛ υπάρχει καθολική αντίδραση από όλα τα υπόλοιπα αντιπολιτευόμενα κυπριακά κόμματα, δρομολογήθηκε η εμπλοκή της ελληνικής κυβέρνησης ώστε να επιτευχθούν, μεταξύ πολλών άλλων, τα ακόλουθα:
- Η εξουδετέρωση της αντίδρασης στα συνομολογούμενα των αντιπολιτευομένων Κυπριακών κομμάτων και ταυτόχρονα ο επηρεασμός των Ελληνοκυπρίων στο αναμενόμενο δημοψήφισμα ώστε να έχει θετική κατάληξη
- Η εμπλοκή της μητέρας πατρίδας, η οποία θα επιμεριστεί την ευθύνη της επαίσχυντης συμφωνίας και θα απαλλάξει τους διαπραγματευόμενους από την δική τους αποκλειστική ευθύνη
- Η διάσωση της υπόσχεσης που είχε δοθεί τόσο προς την υπερδύναμη όσο και στην Τουρκία πριν από οκτώ μηνών, ότι η παραμονή τμήματος τουρκικών δυνάμεων στο νησί υπό μανδύα στρατοφυλακής κλπ. είναι αποδεκτή, όχι όμως πραγματοποιήσιμη, λόγω αντίδρασης των Αθηνών.
Η παρουσία της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, ανεξαρτήτως επιπέδου εκπροσώπησης, θα έχει πολύ χειρότερα αποτελέσματα από αυτά που εισέπραξε η παρουσία –απουσία του τότε Έλληνα πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και πάλι στην Ελβετία.
Είναι βέβαιον ότι, υπό την παρούσα συγκυρία των συνομιλιών που, με… νηφαλιότητα και χωρίς την επίδραση… ουσιών, προκύπτει ότι δεν έχουν καταλήξει σε καμία συμφωνία, η τυχόν συμμετοχή του Έλληνα πρωθυπουργού στην πενταμερή ή πολυμερή στην Ελβετία, την οποίαν ασμένως αποδέχθηκε ο Τούρκος πρωθυπουργός, θα αποτελέσει βαρύτατο πολιτικό λάθος το οποίο, όχι τόσο η αντιπολίτευση, αλλά ο ελληνικός λαός θα του το καταλογίσει για το υπόλοιπο της πολιτικής του σταδιοδρομίας και θα είναι αμφίβολη πλέον η παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία.
Είναι προτιμότερο η παρουσία της Ελλάδος, ως εγγυήτριας δύναμης να λάβει χώρα αφού οι δύο διαπραγματευόμενες πλευρές καταλήξουν σε οριστική συμφωνία και απομένει το θέμα των εγγυήσεων, για το οποίο η Αθήνα έχει μόνον και αποκλειστικό λόγο.
Ειδικός συνεργάτης