Ξεροβόρι, χιονόνερο και ψοφόκρυο. Σταμάτησα για να πάρω λίγα κάστανα στο Εμίνονου, εκεί δίπλα στο Γενί Τζαμί, πριν περάσω το δρόμο απέναντι για να πάρω το τραμ για το Καμπατάς (τραμβάι –προφανώς από το αγγλικό tram way– το λέμε εμείς εδώ).
Ένας νεαρός περί τα 20-22 θα ήταν, αν και έμοιαζε μεγαλύτερος, ο πωλητής. Μικροκαμωμένος, μελαχρινός με μακρύ αδύνατο πρόσωπο και αξύριστος (κιρλί σακάλ – βρόμικο γένι το λένε εδώ).
Το γνωστό κόκκινο σκεπαστό καροτσάκι με τη φουφού και τα διακριτικά του Δήμου της Κωνσταντινούπολης, όπου έψηνε το προς πώληση προϊόν του καλυμμένο από τη μία πλευρά, αυτή που κοιτούσε προς τη θάλασσα, με ένα διαφανές φύλλο χοντρό πλαστικό, το οποίο του προστάτευε τουλάχιστον κάπως τα νώτα από το μπογάζι. Του παραγγέλνω 5 λίρες κάστανα.
– Να τα κάνω 10; Είναι πολύ καλά. Από την Κασταμονή, τα καλύτερα, και είμαι και ο πιο καλός μάστορας.
– Πέντε φτάνουν, ευχαριστώ, του απαντώ σταθερά και ευγενικά. Αν μπω στη διαπραγμάτευση, μπορεί να μου πουλήσει και την ίδια την φουφού.
– Κρύο, του λέω, ενώ τα βάζει στο χάρτινο σακουλάκι.
– Bir seyi olmaz μου απαντάει χαμογελαστά. «Δεν τρέχει τίποτα», σε απλά ελληνικά.
Έτσι είναι εδώ οι άνθρωποι. Αγαπούν την δουλειά που κάνουν, όποια και αν είναι αυτή, και την υποστηρίζουν. Σπάνια θα δεις κάποιον με μούτρα όταν δουλεύει. Προσπαθώ να φανταστώ έναν καστανά μέσα στο κρύο και τη βροχή σε μια πλατεία της Αθήνας, ή στο λιμάνι του Πειραιά. Μου έρχεται στο νου μια εικόνα μίζερη.
Εδώ αυτό δεν συμβαίνει, ό,τι και δουλειά και να κάνει κανείς την τιμά, νιώθει καλά με αυτήν και λέει και δόξα τω Θεώ που έχει ένα μεροκάματο.
Στην Ελλάδα το πιθανότερο είναι πως κάποιος στην θέση του, ειδικά κάποιος νέος άνθρωπος, θα είχε μούτρα μέχρι κάτω, θα ήταν αμίλητος και θα είχε το ύφος «Μαύρη μοίρα μ’ έκαψες. Για μεγάλα ήμουν πλασμένος εγώ, αλλά η άτιμη η κοινωνία με καταράστηκε και πουλάω κάστανα» (για τους περισσότερους Έλληνες πάντα κάποιος φταίει που δεν έχουν αυτό που πιστεύουν πως αξίζουν. Πάντα οι άλλοι φταίνε. Ποτέ εμείς. Πάντα κάποιος άλλος ο αίτιος, και ασφαλώς μαζί και η κυβέρνηση – η όποια κυβέρνηση.) Ας είναι όμως.
– Από πού είσαι; συνεχίζω εγώ, κάνοντάς του την πιο συνήθη ίσως ερώτηση που γίνεται όταν γνωρίζεις κάποιον στην Τουρκία. Συχνά ρωτάς από πού είναι κάποιος πριν μάθεις καν το όνομά του. Η απάντηση βεβαίως θα είναι ο τόπος που γεννήθηκε, κι αν όχι αυτός, ο τόπος καταγωγής των δικών του, του πατέρα συνήθως. Σπάνια θα ακούσεις κάποιον να σου λέει στην Πόλη πως είναι από εδώ. Συνήθως αναφέρεται στο μεμλεκέτι του, που απλά μπορεί να είναι ο τόπος γέννησης των γονιών του. Η έννοια της πατρίδας (memleket) ως του τόπου που γεννήθηκε κάποιος ή από όπου κατάγεται είναι ακόμα ισχυρή και διαφέρει από την έννοια της πατρίδας-χώρας (vatan). Στην Ελλάδα τα έχουμε συμπλέξει αυτά – όχι τυχαία. Εδώ διατηρείται ακόμα ο προεθνικός ορισμός και η ανάμνηση της αυτοκρατορικής πολυπολιτισμικότητας.
Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τον παππού μου και τους φίλους του που έπινε με την ευχή «Καλή πατρίδα».
Πατρίδα του δεν ήταν η Ελλάδα όπου ζούσε, ούτε βεβαίως η Τουρκία από όπου ήρθε. Πατρίδα ήταν το Βουρλά, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Στο μεταξύ ο νεαρός πωλητής μού έδωσε το σακουλάκι και πήρε το πεντόλιρο. Τα ζεστά κάστανα άρχισαν αμέσως να ζεσταίνουν την παλάμη μου.
– Απ’ το Σιίρτ είμαι.
– Μάλιστα, απαντώ μονολεκτικά. Τι να πεις τώρα για το Σιίρτ. Εσείς εκεί που είστε ξέρετε από κρύο, σχολιάζω τελικά.
– Εσύ, άμπι, από πού είσαι;
– Από την Ελλάδα.
– Από πού από την Ελλάδα;
Όπα, σκέφτομαι. Σπάνια ακούω αυτή την ερώτηση.
– Από την Κρήτη.
– Η Κρήτη είναι νησί, ένα μεγάλο νησί. Έτσι δεν είναι;
– Ναι, του απαντώ, εντυπωσιασμένος από την ειδική γνώση του συνομιλητή μου που δεν είναι καθόλου αυτονόητη για την συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου εδώ.
– Είστε ωραία στην Ελλάδα. Περνάτε καλά.
– Ναι. Καλά είναι. Κι εδώ καλά είναι.
– Όχι, εκεί είναι πιο καλά. Παίρνετε υψηλούς μισθούς, δεν δουλεύετε πολύ, έχετε σιέστα το μεσημέρι, πάτε διακοπές.
Τώρα ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Αυτά τα στερεότυπα τα έχω ακούσει άπειρες φορές, ειδικά από τότε που ξέσπασε η ελληνική κρίση. Φροντίζω βέβαια να του απαντήσω, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, και να διεκτραγωδήσω την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα. Με ακούει σχεδόν ξαφνιασμένος αρχικά.
– Neyse, τέλος πάντων, μου λέει, σα να μη δίνει και πολύ σημασία στα λόγια μου. Εγώ τους αγαπώ τους Έλληνες. Είναι ωραίοι άνθρωποι.
– Κι εγώ αγαπώ τους Κούρδους, λέω αυθόρμητα. Κούρδος δεν είσαι;
– Φυσικά, απαντά.
Η όψη, η ομιλία, και φυσικά το Σιίρτ όπου γεννήθηκε φώναζαν για την καταγωγή του.
Έξαφνα δαγκάθηκα. Βιάστηκα να μιλήσω, σκέφτηκα. Οι εποχές είναι πονηρές. Έσπευσα αμέσως να διορθώσω και να τα μαζέψω στον τύπο της πολιτικής ορθότητας – ή αν προτιμάτε της κοινωνικής ευγένειας που ταιριάζει εδώ.
– Ε, από το Σιίρτ είσαι, Κούρδος θα είσαι, σκέφτηκα. Και τους Τούρκους τους αγαπώ. Άλλωστε τι Κούρδος τι Τούρκος τι Έλληνας; Καλός άνθρωπος να είναι κανείς μετράει.
Μου ερχόταν να μουτζώσω τον εαυτό μου, ακούγοντάς με να λέω την πασίγνωστη και ανόητη κοινοτυπία, που την άκουσα πολλές φορές όταν είπα πως είμαι Έλληνας, ή πως είμαι χριστιανός, και που στην πραγματικότητα πολλές φορές δεν είναι τίποτα άλλο παρά συγκαταβατική ευγένεια και ανοχή απέναντι σε μια διαφορετικότητα που τους ξενίζει, αν δεν την βλέπουν και αρνητικά.
– Ναι, ναι, συνεχίζει εκείνος, και παίρνοντας αφορμή από την φράση μου «Τι Κούρδος τι Τούρκος τι Έλληνας»: μα εγώ σας αγαπάω εσάς τους Έλληνες. Και συνεχίζει με ανυπόκριτη πεποίθηση: Είστε άνθρωποι ωραίοι σου λέω, άνθρωποι πολιτισμένοι. Εσείς δεν είστε βάρβαροι.
Χαμογέλασα αμήχανα. «Δηλαδή ποιοι είναι οι βάρβαροι», μου ήρθε αυτόματα και φυσικά στο νου η ερώτηση, αλλά κρατήθηκα. Είπαμε, πονηρές οι εποχές που ζούμε…
Το μάτι μου έπιασε στην γωνία το τραμβάι να στρίβει από το Σίρκετζι και να πλησιάζει. Προσποιήθηκα τον βιαστικό.
– Σ’ ευχαριστώ, του λέω. Να είσαι καλά. Θα τα πούμε πάλι.
– Ίνσαλαχ θα έρθεις. Εγώ εδώ θα είμαι.