Η προ ελαχίστων ημερών εκλογική αναμέτρηση στην Αυστρία και το άρτι διεξαχθέν δημοψήφισμα της Ιταλίας αποτελούν σημεία σε μια σειρά από γεγονότα ενός κύκλου που έχει ήδη αρχίσει να οδηγεί σε αναδιατάξεις στην Ευρωζώνη.
Τα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών είναι στραμμένα στο δημοψήφισμα της Ιταλίας και στη συντριπτική ήττα του Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι, ο οποίος αποπειρώμενος να προσδώσει στην ιταλική μορφή διακυβέρνησης έναν πιο πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα σμικρύνοντας το ρόλο της Γερουσίας και αυξάνοντας τις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου (μέσω συνταγματικής τροποποίησης βεβαίως), έλαβε ως εκλογικό αποτέλεσμα ένα τρανό «Όχι» (αποτέλεσμα που είναι κι εμφανής ένδειξη αποδοκιμασίας του ίδιου ως προσώπου), με άμεση απότοκο την παραίτησή του.
Αυτή η «νίκη του Όχι» δεν σημαίνει ότι θα αρχίσει κάποια διαδικασία εξόδου της χώρας από το ενιαίο νόμισμα ή την ΕΕ, αποτελεί όμως ένα υπόρρητο μεν, ηχηρό δε, πολιτικής μορφής μήνυμα άρνησης της πλειοψηφίας να ακολουθήσει δρόμο υπακοής στα ευρωπαϊκά κελεύσματα.
Παρεμφερώς και στις εκλογές της Αυστρίας, όπου ο φαν ντερ Μπέλεν νίκησε με πύρρειο νίκη έναντι του ακροδεξιού (στα όρια του νεοναζιστή) Χόφερ στις επαναληπτικές εκλογές.
Αν ωστόσο παραβλέψει κανείς το πολιτικό πρόσημο, ο Χόφερ είναι κύριος εκφραστής της εθνικιστικής τάσης που αρχίζει να εκδηλώνεται παγκοσμίως ως αντίδραση στην άνοδο της παγκοσμιοποίησης. Η νίκη του φαν ντερ Μπέλεν στην Αυστρία θεωρείται αισιόδοξο μήνυμα ότι η πορεία του λαϊκισμού μπορεί να ανακοπεί. Ωστόσο, το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτή δεν είναι η ήττα της Ακροδεξιάς, αλλά το αδιανόητα υψηλό ποσοστό που έλαβε στις εκλογές (47%), που προφανώς εκπροσωπεί την ισχυρή επιθυμία μιας διόλου ευκαταφρόνητης μερίδας Αυστριακών για εθνικιστικό διαχωρισμό.
Τους τελευταίους μήνες άρχισε πλέον να θεωρείται αναπόφευκτη η συνεχής ενίσχυση του λαϊκισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Την ίδια ώρα η ΕΕ μοιάζει να είναι εγκλωβισμένη σε ένα κλίμα ανασφάλειας και κρίσεων, όπως αποδεικνύουν τα διαλαμβανόμενα στο παρόν άρθρο γεγονότα (με επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα το βρετανικό δημοψήφισμα υπέρ του Brexit προ μηνών). Έτσι, μετά το Brexit και τη νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ, μια αντίδραση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων έχει αρχίσει πλέον να γενικεύεται.
Θερμή έκφραση… αλληλοεκτίμησης Τραμπ-Τζόνσον, που εμφανίστηκε προ του δημοψηφίσματος για το Brexit
Η εθνικιστική τάση δεν σημαίνει ότι είναι κατ’ ανάγκη κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή κατά του νομίσματός της, του ευρώ, μπορεί όμως να επιφέρει κλυδωνισμούς στις ήδη εύθραυστες ισορροπίες. Οι παγκόσμιες ισορροπίες αλλάζουν, με προβάδισμα στην Ευρώπη στα δεξιόστροφα και πιο φιλελεύθερα κόμματα.
Αρίδηλο δείγμα αποτελούν και οι πολιτικές προοπτικές της Γαλλίας, όπου η δαμόκλειος σπάθη της ακροδεξιάς Λεπέν οδήγησε στην ανάδειξη του Φιγιόν από πλευράς της Δεξιάς ως υπολογίσιμο αντίπαλον δέος στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές του 2017.
Οι εξελίξεις σε Ιταλία και Αυστρία, προ μηνών στη Βρετανία και λίγους μήνες αργότερα στη Γαλλία απειλούν να δυναμιτίσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που χτίστηκε κοπιωδώς μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, εκφράζουν δε άνευ αμφιβολίας μια τάση επιστροφής των Ευρωπαίων πολιτών σε πιο εθνοκεντρικά φρονήματα, μιας και διαφαίνεται ότι οι τελευταίοι έχουν αρχίσει να απόλλυνται την πίστη τους στο Ευρωπαϊκό Όνειρο και πλέον είναι απρόθυμοι να συμμετέχουν σε αυτό που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προ δεκαετιών: δηλαδή την σύμπνοια των ευρωπαϊκών λαών και το συνασπισμό των κρατών τους σε μια ενιαία ισχυρή ομοσπονδία.
Προεκλογικές αφίσες στην Αυστρία (Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / EPA / Christian Bruna)
Οι ηγέτες των ευρωπαϊκών, αλλά και εθνικών θεσμών καταλαβαίνουν πια ότι (ανεξαρτήτως από τις δικές τους προθέσεις) οι απλοί πολίτες των χωρών που απαρτίζουν την ΕΕ δεν θα δίσταζαν να αποσχιστούν από μια Ευρώπη που δεν κατανοεί τις ανάγκες τους ή δεν προασπίζει τα συμφέροντά τους, και που τους δημιουργεί μόνο υποχρεώσεις/βάρη παρέχοντάς τους την ίδια στιγμή λιγοστά προνόμια.
Είναι εύλογο ότι μια τέτοια εθνικιστική ροπή καθόλου δεν εφησυχάζει τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι αυτό το κλίμα απαρέσκειας αρχίζουν ενδεχομένως να γίνονται πιο διαλλακτικοί σε οικονομικές και όχι μόνο συνδιαλλαγές όσον αφορά τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και με διαρκώς επιδεινούμενες συνθήκες στα εθνικά θέματα εξελίσσεται η προσπάθεια επιβίωσης της Ελλάδας, και της ανώδυνης διέλευσής της από εύφλεκτες οικονομικές αξιολογήσεις, όπως αυτή του Eurogroup κατά τον Δεκέμβριο του 2016.
Η προαναφερθείσα ανησυχία των εταίρων ίσως προκάλεσε μια πιο ανοιχτόμυαλη προσέγγιση στα οικονομικά θέματα που τέθηκαν επί τάπητος κάποιες ώρες πριν, στη συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα προκειμένου να συζητηθούν, μεταξύ άλλων, τα σχέδια δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών. Οι αποφάσεις και οι ανακοινώσεις φάνηκαν εκ πρώτης όψεως θετικά προσκείμενες προς τη χώρα μας και άφησαν το περιθώριο εμφιλοχώρησης ελαφρύνσεων ή εξομάλυνσης της αποπληρωμής του χρέους που φέρεται να μας βαρύνει, χωρίς φυσικά να αποκλείεται το γεγονός η πολιτική διαπραγμάτευση για τη ρύθμιση του χρέους να είναι απλώς ένα φύλλο συκής για την κοινή γνώμη.
Μια κοινή γνώμη που θα εξαγάγει τα συμπεράσματά της με το κλείσιμο της αξιολόγησης, είτε αυτή γίνει μέσα στον Δεκέμβριο είτε στον Ιανουάριο. Οψόμεθα, χρόνος κριτής πάντων εστί.
Προς το παρόν η Ευρώπη φαίνεται να μπαίνει σε μια υποχρεωτική ατραπό μεταρρυθμίσεων, καθώς έχει αρχίσει πλέον να ψυχανεμίζεται ότι αν δεν επιδείξει μια επιεική στάση σε τυχόν χρέη, μια προστατευτική για τα μέλη της στάση σε εξωενωσιακούς κινδύνους και ακροσφαλείς προκλήσεις, γενικότερα αν δεν υποστηρίξει παντί τρόπω τα συμφέροντα εκάστου των μελών της, φλερτάρει έντονα με πιθανή απώλεια της ισχύος της, και μακροπρόθεσμα (ουδείς γνωρίζει) με τη μαζική αποχώρηση των δυσαρεστημένων μελών της διακυβεύοντας τοιουτοτρόπως την ίδια της την ύπαρξη.
Ίρις Σταθάκου