Τα Χριστούγεννα τούτη τη χρονιά θα είναι από τα πιο δύσκολα για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Τα τραπέζια θα είναι φτωχά, το φως στα κεριά λίγο και το χαμόγελο στεγνό για κάποια παιδιά.
Η Ελπωρή* είναι ένα βλαστάρι του παιδικού ονείρου, που πάει στην πέμπτη Δημοτικού. Ένα μικρό κορίτσι με μάτια σαν τη θάλασσα γαλάζια, και μακριά πυρόξανθα μαλλιά. Ένα άνθος βγαλμένο από τις ρωγμές της πέτρας, που καρτερεί τον ερχομό των χριστουγεννιάτικων γιορτών, που σαν ψιχάλα θα διαλύσει το σύννεφο.
Σκέφτεται αν πρέπει ή όχι να γράψει γράμμα στον Αϊ-Βασίλη, γιατί τις δυο προηγούμενες χρονιές που του έγραψε, δεν πέρασε από το σπίτι της και στενοχωρήθηκε πολύ.
Η Ελλάδα ζει σε συνθήκες ενός «ακήρυχτου πολέμου». Η ανεργία, η ανέχεια, η φτώχεια δείχνουν το πρόσωπό τους καθημερινά στους δρόμους της πόλης. Υπάρχουν σπίτια όπου και οι δυο γονείς δεν έχουν δουλειά. Παιδιά που δεν θα πάρουν δώρο. Και για κάποια ίσως και το φαγητό να μην είναι αρκετό.
Η ζωή γκρεμίζεται κάθε στιγμή που περνά. Η αγάπη ζητά εθελοντές, όπως άλλοτε ο Διογένης με το φανάρι του ζητούσε να βρει τον άνθρωπο. Τον Άνθρωπο που τιμά το όνομά του. Που κρατά τον ουρανό πάνω από το συνάνθρωπό του.
Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά για πολλούς: Για γονιούς που δεν θα μπορέσουν να δείξουν τα αισθήματα τους. Για αγαπημένες με σβησμένες τις προσμονές και για τους ξεχασμένους από το Θεό ανθρώπους.
Οι «μαχαιριές» που δέχθηκε η ελληνική κοινωνία ήταν βαθιές, και τώρα που αιμορραγεί δεν υπάρχει ούτε γάζα. Το ποιοι φταίνε, μέρες που είναι, δεν είναι η κατάλληλη ώρα να το πούμε. Εκείνο που πρέπει να σκεφθούμε είναι πόσοι από εμάς είμαστε στην πράξη και όχι στο λόγο χριστιανοί. Πόσοι τώρα που η ζωή ταλαντεύεται στην κόψη του σπαθιού είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Τώρα που έχουν «αγριέψει» οι καιροί και η ζωή παλεύει για την αξιοπρέπειά της…
Η Ελπωρή πήρε τελικά την απόφαση να γράψει γράμμα στον Αϊ-Βασίλη. Άλλωστε, η ελπίδα σπάνια εκπίπτει στα παιδιά: «Καλέ μου Άγιε Βασίλη, θέλω να σε παρακαλέσω να μου φέρεις ένα λεξικό γιατί δεν έχω, και δεν ξέρω από πού να δανειστώ. Θέλω ακόμη να σου ζητήσω ένα μολύβι κι ένα σβηστήρι. Ειδικά το σβηστήρι το θέλω οπωσδήποτε για να σβήνω τα λάθη που κάνω. Γιατί μουντζουρώνω τα τετράδιά μου και μου φωνάζει η μαμά. Ύστερα, όμως, την βλέπω να μετανιώνει και μου ραγίζεται η καρδιά. Ξέρω πως την έδιωξαν από τη δουλειά και δεν έχει λεφτά να μου αγοράσει…».
Μια ασήμαντη σταγόνα ζωής η Ελπωρή. Ένα τρεμάμενο αστεράκι στην ανοιχτή αγκάλη του ουρανού κρατά την ελπίδα κρυφή και καρτερά τον Άγιο Βασίλη.
Η κατάσταση στη χώρα είναι τραγική. Είναι σκληρό να ορίζουν οι άλλοι την τύχη σου. Να κρατούν στην παλάμη τους το ριζικό σου. Να ζωγραφίζουν με τα χέρια τους τη λύπη σου. Και το άδικο είναι διπλό, όταν αυτοί που σου στερούν το φως είναι αυτοί που με τη δική σου βοήθεια έχουν μια θέση στον ήλιο.
Ο Θεός είναι Αγάπη, λέει η Αγία Γραφή. Το «αγαπώ», στις δύσκολες μέρες που ζούμε, θέλει ανθρώπους με ψυχή και καρδιά δυνατή. Κι αν δεν μπορούμε όλο το βάρος του να σηκώσουμε, ας κρατήσουμε το πρώτο και το τελευταίο γράμμα της λέξης, που μαζί σχηματίζουν το ρήμα «άω», που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει πνέω.
Ας κάνουμε τούτη την πνοή ανάσα για εκείνους που την χρειάζονται. Γιατί «Ο δε το του Θεού θέλημα ζητών και ποιών εκείνο φιλόσοφος, λόγον έχων έμπρακτον και πράξιν ελλόγιμον». Και κυρίως για αυτούς που ένα μεγάλο μέρος από τα όσα έχουν είναι πληρωμένο με τον κόπο και το φόρο των αδύναμων της κοινωνίας…
_____
*Ελπωρή = Ελπίδα.