Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί μία από τις πλέον θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές του φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους και θεσμοθετείται στο άρθρο 26 Συντάγματος. Οι τρεις κρατικές εξουσίες –Νομοθετική (ασκούμενη από το Κοινοβούλιο και τον ΠτΔ), Εκτελεστική (ασκούμενη από την Κυβέρνηση και τον ΠτΔ) και Δικαστική (ασκούμενη από τα Δικαστήρια της Επικράτειας στο όνομα του ελληνικού λαού)– θα πρέπει να είναι έτσι οργανωμένες ώστε το όργανο που θεσπίζει το νόμο ή τον κανόνα δικαίου να μην μπορεί να τον εκτελεί ούτε να μπορεί το ίδιο να δικάζει με βάση τον κανόνα που το ίδιο θέσπισε.
Αυτό είναι βέβαια ένα ιδεατό σχήμα, μια ιδεατή αφετηρία οργάνωσης των εξουσιών, που, όπως όλα τα ιδεατά σχήματα, δεν ταυτίζονται με την πραγματικότητα, αν και φιλοδοξούν να τη ρυθμίσουν. Ενίοτε μάλιστα απέχουν πολύ από αυτήν.
Η διαφοροποιημένη άσκηση της μίας και ενιαίας κρατικής εξουσίας προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, που αποκαλούνται κρατικές λειτουργίες, από τρία διαφορετικά κρατικά όργανα (ή κατ’ ιδίαν εξουσίες) θεωρήθηκε θεμελιώδους σημασίας θεσμική εγγύηση για τον περιορισμό της εξουσίας και την περιστολή της κρατικής αυθαιρεσίας.
Ο πραγματικός στόχος του μηχανισμού της διάκρισης των εξουσιών είναι πολύ λιγότερο ο διαχωρισμός των εξουσιών απ’ ό,τι η εξισορρόπησή τους και η αλληλοεξουδετέρωση της δύναμης της καθεμιάς μέσω της αμοιβαίας αντιστάθμισης τους, ή ακόμη και μέσω της αμοιβαίας παράλυσης των λειτουργιών τους.
Από καθαρά τυπική άποψη, τα άμεσα όργανα του κράτους είναι μεταξύ τους «συνταγματικά» ισότιμα, με την έννοια ότι η συγκρότησή τους προβλέπεται και οργανώνεται άμεσα από το ίδιο το Σύνταγμα, με διατάξεις που έχουν άρα μεταξύ τους την ίδια τυπική ισχύ. Είναι, επομένως, η αυθυπαρξία τους συνταγματικά κατοχυρωμένη, και βέβαια και η ανεξαρτησία τους, η οποία στηρίζεται και προϋποθέτει τη συνταγματική ή τυπική ισοτιμία τους.
Βεβαίως, η βούληση του λαού παραμένει ακλόνητη πηγή εκπόρευσης και μοναδικός τίτλος νομιμοποίησης της άσκησης όλων των εξουσιών, καθώς και το ύπατο κέντρο ενοποίησής τους.
Η διάκριση των εξουσιών είναι επίκαιρη σήμερα όσο ποτέ, όχι μόνον εξαιτίας του πάντα καυτού αιτήματος της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, αλλά και λόγω της κομματικής ομογενοποίησης της εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία και τη δημιουργία συμπαγών, μονολιθικών κυβερνητικών πλειοψηφιών (από το Μεσοπόλεμο και μεταγενέστερα), οι οποίες εξαιτίας της πολιτικής τους δύναμης και της δημοκρατικής, διαδικαστικής νομιμοποίησής τους ρέπουν προς την αυθαιρεσία αγνοώντας ή περιφρονώντας τα δικαιώματα της μειοψηφίας ή των μειονοτήτων και τις ελευθερίες των πολιτών. Απέναντι στην πολιτική παντοδυναμία μιας αλαζονικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που τείνει να γίνει τυραννική, ανακύπτει η πολιτική ανάγκη εγκαθίδρυσης μηχανισμών ανάσχεσης, αντιστάθμισης και μετριασμού της πολιτικής της δύναμης. Στους παλαιούς μηχανισμούς ανάσχεσης κατατάσσονται η δικαστική εξουσία με προεξάρχοντα τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και κάθε είδους δικαιοκρατική εγγύηση, διαδικαστική ή ουσιαστική.
Εν προκειμένω, και έπειτα από τις πρόσφατες εξελίξεις των τελευταίων μηνών στον τομέα της Δικαιοσύνης που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων –άλλων που ενδεχομένως αγνοούμε–, τα εξής:
- Την αμφίβολη συνταγματικότητα του Ν.4336/2015, όπου ορίζεται ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που μπήκαν στο σώμα από 01/11/2011 και μετά θα συνταξιοδοτηθούν όλοι στα 67, κατ’ ευθεία παράβαση του σκληρού πυρήνα του άρθρου 88, παρ.5 του Συντάγματος, που διακρίνει τους δικαστές σε δύο τάξεις. Και ναι μεν οι σχετικές διατάξεις του ν. 4336/2015 είναι συνταγματικές στο μέτρο που αυξάνουν τα συντάξιμα χρόνια της πρώτης κατηγορίας αυτών από 65 σε 67, είναι όμως αντισυνταγματικές στο μέτρο που εξισώνουν τους δικαστές, καταργώντας την διάκριση που επιβάλλει ο σκληρός πυρήνας του Συντάγματος στο άρθρο 88, παρ.5. Προκειμένου δε να διατηρηθεί η ουσία της συνταγματικής διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου 88, ήτοι της Διάκρισης των Δικαστικών Λειτουργών σε δύο κατηγορίες, πρέπει να τροποποιηθεί σχετικώς ο Ν.4336/2015, με ισανάλογη αύξηση των ορίων των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών στα 69 έτη, κάτι το οποίο εμφανώς δίνει τη λύση σε όσους πεισματικά αρνούνται να εγκαταλείψουν τις καρέκλες τους ως ανώτατοι δικαστές. Η συνταγματικότητα της αύξησης των ορίων ηλικίας της πρώτης κατηγορίας των δικαστικών λειτουργών (ήτοι μέχρι του βαθμού του Προέδρου Εφετών) από τα 65 στα 67 (βλ. άρ. 1.β και γ. Ν.4336/2015) λόγω της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της υποχρεωτικής εναρμόνισης του Εθνικού Νομοθέτη με τον Ευρωπαϊκό, δεν θεραπεύει την ταυτόχρονη κατάργηση των δύο τάξεων των δικαστικών λειτουργών.
- Τη συστηματική απαξίωση εν γένει του δικαστικού σώματος μέσω αμφιλεγόμενης εγκυρότητας «ροζ» σκανδάλων που προπηλακίζουν ανώτατους δικαστές, σκοπίμως «αποκαλυφθέντα» μεσούσης μιας κρίσιμης συνεδρίασης του ΣτΕ που αφορούσε το φλέγον θέμα των τηλεοπτικών αδειών, δηλαδή το σπουδαίο θέμα της ενημέρωσης του πολίτη, και της διαφάνειας.
- Η δήλωση του προέδρου του ΣτΕ Ν. Σακελλαρίου από το βήμα της 32ης τακτικής γενικής συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος: «Ανοίξτε τις αποφάσεις για τα Μνημόνια και το PSI να δούμε πώς επηρεάστηκε η υπηρεσιακή εξέλιξη δικαστών», υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι κάποιοι εξαργύρωσαν την ψήφο τους υπέρ της συνταγματικότητας του μνημονίου και του PSI με θέσεις προέδρων και αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια. Ή κάποιοι άλλοι έτυχαν –προφανώς– δυσμενούς εξέλιξης στην καριέρα τους όταν μειοψήφησαν σε αυτές τις υποθέσεις. Από μόνη της η διασύνδεση της στάσης ενός δικαστή σε μια δικαστική απόφαση –η οποία αφορά την κρίση του επί μιας κεντρικής πολιτικής επιλογής της εκάστοτε κυβέρνησης– αποτελεί μια αιχμή που σηκώνει πολλή συζήτηση, γιατί είτε έγινε υπό την επιθυμία προσωπικής ανέλιξης έκαστου των Δικαστών, είτε υπό το κράτος υφέρπουσας κυβερνητικής «εκβίασης».
- Και όλως προσφάτως την ίδρυση της νέας «Ένωσης Ανώτερων και Ανώτατων Δικαστών και Εισαγγελέων», η οποία περιβάλλεται κι έναν μανδύα συνδικαλιστικής (;;;!!!) δράσης παρά την ήδη υπάρχουσα ευρείας εμβέλειας «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» και που παρέχει τη δυνατότητα (παρά τον τίτλο της) στη συμμετοχή και δικαστών πρώτου βαθμού και στην οποία δύνανται να εγγραφούν και συνταξιούχοι δικαστές. Την εν λόγω ίδρυση της νέας Ένωσης φαίνεται να αποδοκιμάζουν ως επί το πλείστον οι εισαγγελείς, καθώς δηλώνουν την απαρέσκειά τους διά της ηχηρής απουσίας τους στους κόλπους της Ενώσεως. Η ίδρυση της νέας αυτής Ένωσης, που δείχνει μόνο και μόνο μέσω τίτλου να επισκιάζει την ήδη υπάρχουσα, εγείρει εύλογα ερωτήματα, όπως:
- Γιατί ιδρύθηκε μια νέα Ένωση Δικαστών ενώ προϋπήρχε ήδη μία; Τι και ποιους εξυπηρετεί η υποβολιμαία διχοτόμηση και ως εκ τούτου η διάσπαση του Δικαστικού Σώματος; Μήπως αποτελεί έκφανση μιας στρατηγικής τύπου «διαίρει και βασίλευε»;
- Η σύστασή της πώς προέκυψε; Πώς και γιατί παρά τον τίτλο της η Ένωση δέχεται την εγγραφή και δικαστών πρώτου βαθμού και συνταξιούχους; Η δε επιτιμητική στάση των εισαγγελέων πού οφείλεται;
- Η «συνδικαλιστική» της δράση πού ακριβώς αποσκοπεί; Έχουμε άραγε φτάσει στο σημείο όπου η Δικαιοσύνη χρήζει συνδικαλιστικής προστασίας; Κι αν αυτό ισχύει, πώς διαφυλάσσεται ο αμιγής σκοπός μιας συνδικαλιστικής ένωσης μέσω της ακεραιότητας των ιθυνόντων στις καίριες θέσεις του ΔΣ της Ένωσης; Πώς διασφαλίζεται ότι αυτοί θα προασπίζονται τα δικαιώματα και τις θέσεις των ομοίων τους και κυρίως ότι θα εξασφαλίζουν την (στην προκείμενη περίπτωση τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη) αυτονομία και ανεξαρτησία τους; Όσον αφορά τα πρόσωπα αυτά, αυτοί που θα αναδεικνύονται σε ηγετικές «συνδικαλιστικές» φυσιογνωμίες, οφείλουν να είναι γνήσιοι εκπρόσωποι της ομάδας τους και όχι εγκάθετοι τοποτηρητές των συμφερόντων των εκάστοτε κομματικών ηγεσιών, του περιβάλλοντος αυτών ή άλλων προσωπικών συμφερόντων.
Οι προαναφερθείσες πολιτικές κινήσεις, που είναι ψήγματα μπροστά στο μέγεθος της αληθινής διαφθοράς, προφανώς είναι καθοδηγούμενες και χρησιμοποιούνται από τους υπεύθυνους παράγοντες πρωτίστως ως μέθοδος κρατικού συγκεντρωτισμού, μιας και προδήλως αποπειρώνται τον εξανδραποδισμό της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και τον πλήρη έλεγχό της από παράγοντες της κυβέρνησης επιδεικνύοντας πρωτοφανή ασέβεια στην ως άνω περιγραφείσα Συνταγματική Διάκριση των Λειτουργιών και δευτερευόντως ως μέσο εκτόνωσης κοινωνικών εντάσεων μέσω του ευτελισμού της Δικαιοσύνης και των ασκούντων αυτής δικαστικών λειτουργών και την περιφορά της ως αποδιοπομπαίου τράγου για να απομακρύνει τους μύδρους που δικαίως εξαπολύονται εναντίον των κυβερνώντων εξαιτίας των πολιτικών τους ατοπημάτων.
Η δε Δικαιοσύνη και οι εκπρόσωποι αυτής, ιδίως μέσω των ανώτατων λειτουργών τους, εμφανίζονται ως οσφυοκάμπτες μπροστά σε μια παρεμβατική Νομοθετική και Εκτελεστική εξουσία και φαίνονται να επιθυμούν διακαώς να παραμείνουν αιωνίως και ματαιόδοξα φορείς δημόσιων αξιωμάτων, παρά να τηρούν απαρεγκλίτως τα καθήκοντά τους. Επιπλέον, μετέρχονται οποιωνδήποτε μέσων προκειμένου να επιτευχθούν οι προσωπικές τους φιλοδοξίες, τροποποιώντας συντάγματα και νομοθετήματα, επικαλούμενοι την ευρωπαϊκή έννομη τάξη όποτε αυτό είναι βολικό, αφήνοντας δικαστικούς λειτουργούς να λοιδορούνται, υπερψηφίζοντας μνημόνια για αργυρώνητες θέσεις και τέλος συστήνοντας Ένωση με κατ’ επίφαση δημοκρατικό χαρακτήρα μιας και ο ρόλος της τελευταίας, περισσότερο τείνει να εδραιώσει πρόσωπα και να σπείρει τη διχόνοια, παρά να προασπίσει αξίες και θεσμούς ή να διορθώσει ελλείμματα δημοκρατίας.
Όλα αυτά, αλλά και πολλά περισσότερα, των οποίων δεν είμαστε κοινωνοί ή ίσως είναι μη δεκτικά απαρίθμησης λόγω πλήθους, αποκαλύπτουν ότι η ανεξαρτησία και η διαφάνεια της Δικαιοσύνης είναι ένας μύθος που κινείται στη σφαίρα του εξιδανικευμένου, κηρύσσεται διαπρυσίως μόνο για εφησυχασμό του αγανακτισμένου έθνους ή για ατέρμονους θεωρητικούς βερμπαλισμούς, διότι στη πράξη η Δικαιοσύνη είναι απλώς υποχείριο των εκάστοτε κυβερνήσεων. Η θολή και διόλου ευδιάκριτη τριχοτόμηση των λειτουργιών τη σήμερον υψώνεται ως λάβαρο για να καλύψει ένα de profundis διεφθαρμένο σύστημα, ώστε να μπορεί όλος αυτός ο κυβερνητικός ολοκληρωτισμός μέσω των «προεστών» του να απολαμβάνει ανεμπόδιστα δόξα και πλούτη εις βάρος της Αλήθειας, της Ισότητας και της ουσιαστικής, πραγματικής Δικαιοσύνης.
Ίρις Σταθάκου