Επικαλούμενη τη στρατιωτική ψυχή της, η εγγονή του Γεωργίου Καραϊσκάκη και κόρη του στρατηγού Σπύρου Καραϊσκάκη, Σοφία Νεοφύτου, το 1916 αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα προς τον αρχηγό της 3ης Οθωμανικής Στρατιάς, στρατηγό Βεχίπ Πασά.
Η ίδια κατοικεί στην Κερασούντα. Οι μεγάλοι διωγμοί του ελληνικού πληθυσμού έχουν ήδη ξεκινήσει, και αυτό που ζητά είναι να μην σταλούν «εις βέβαιον θάνατον 15 έως 20 χιλιάδας γυναικών, παιδίων, γερόντων και ασθενών».
Στο γράμμα, που φέρει ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1916, ο Βεχίπ πασάς απαντά και διαβεβαιώνει τη Σοφία Νεοφύτου ότι «επί του παρόντος δεν υπάρχει τι όπως ανησυχήσητε». Ακολούθησε και άλλη αλληλογραφία μεταξύ των δύο, και με τη μεσολάβηση ορισμένων δυτικοευρωπαίων οι Κερασούντιοι δεν ενοχλήθηκαν έως το 1919.
Ακολουθεί το γράμμα της Σοφίας Νεοφύτου, όπως περιλαμβάνεται στην «Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού»:
«Κύριε γενικέ αρχηγέ, ανήκουσα εις μίαν των γνωστοτέρων στρατιωτικών οικογενειών της Ελλάδος διά του πάππου μου, Αρχιστρατήγου Γεωργίου Καραϊσκάκη, και του μακαρίτου πατρός μου, στρατηγού Σπυρίδωνος Καραϊσκάκη, διατελέσαντος πολλάκις υπουργού των Στρατιωτικών, αρχηγού του Ελληνικού Στρατού, υπασπιστού της Α.Μ. του Αυτοκράτορος της Γερμανίας κτλ. και κατοικούσα μετά της οικογενείας μου εν Κερασούντι και μη δυναμένη να εγκαταλείψω την οικίαν μου ένεκα της ελλείψεως μεταφορικών μέσων και των ρευματισμών του συζύγου μου, και γνωρίζουσα εκ φήμης τα ευγενή και ιπποτικά αισθήματά σας, βασιζομένη εξ ετέρου εις την μεταξύ των αξιωματικών πάσης εθνότητας συναδελφικήν αλληλεγγύην, καταφεύγω εις την ευγενικήν προστασίαν υμών ως συναδέλφου και, νομίζω, συμπατριώτου του πάππου και του πατρός μου.
»Αν και η εκκένωσις της Κερασούντος –άσκοπος άλλωστε– είναι, υλικώς, αδύνατος, διότι ένεκα της παντελούς ελλείψεως παντός μεταφορικού μέσου είναι προφανώς αδύνατον ν’ αποστείλη τις εις βέβαιον θάνατον 15 έως 20 χιλιάδας γυναικών, παιδίων, γερόντων και ασθενών ειθισμένων των πλείστων εις την ευζωίαν και εις ευμάρειαν τινά και ανικάνων να επιχειρήσωσι πεζή μακράς οδοιπορίας, εν τούτοις ασυνείδητοι κερδοσκόποι και συμφεροντολόγοι κακοποιοί σπείρουν τον πανικόν διαδίδοντες φήμας τόσον ψευδείς όσον και εκφοβιστικάς, τούθ’ όπερ δημιουργεί αφύσικον και εκνευριστικήν ατμόσφαιραν.
»Εγεννήθην και εμεγάλωσα, Κύριε Στρατηγέ, εν περιβάλλοντι στρατιωτικώ ένθα το καθήκον και η σωτηρία της πατρίδος αποτελούν τον υπέρτατον νόμον και γνωρίζω ότι ουδείς δικαιούται ν’ αναμιχθή εις στρατιωτικάς υποθέσεις, αλλά μεθ’ όλην την στρατιωτικήν ψυχήν μου, είμαι γυνή και μήτηρ και εξανίσταμαι ενώπιον των αδικιών, των λεηλασιών, των βιασμών και των φρικαλεοτήτων παντός είδους, αίτινες διεπράχθησαν και διαπράττονται καθ’ εκάστην παρά τας διαταγάς σας, και σας παρακαλώ να με συγχωρήσητε εάν καταχρώμαι του χρόνου σας, ποιούσα έκκλησιν εις την μεγαλοψυχίαν και την ευγένειαν των αισθημάτων σας υπέρ των δυστυχών τούτων και σας εκλιπαρώ να λάβητε τα αναγκαία μέτρα, όπως σταματήσητε το κακόν και τιμωρήσητε αυστηρώς τους παντοειδείς συμφεροντοδιώκτας κακούργους, οίτινες, υπό τα όμματα των αρχών, ενσπείρουν τον τρόμον, ερημώνουν την χώραν και καταστρέφουν την τόσον εν ταις παρούσαις περιστάσεσιν απαραίτητον αρμονίαν, μη εννοούντες ότι διά των κακουργημάτων τούτων δύνανται να επηρεάσουν προς βλάβην μας ου μόνον την εσωτερικήν πολιτικήν, αλλά και την γενικήν πολιτικήν, ήτις παίζει ως γνωρίζεται μέγιστον ρόλον εν τω ενεστώτι πολέμω…».