Στις 13 Νοεμβρίου του 1979 έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών ο σπουδαίος συγγραφέας και δημοσιογράφος από τον Πόντο Δημήτρης Ψαθάς. Η εγγονή του γράφει γι’ αυτόν αποκλειστικά στο pontosnews.gr.
Tον παππού μου τον λάτρεψα. Ζήσαμε όλη η οικογένεια μαζί και μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι. Υπήρξε ένας καταπληκτικός οικογενειάρχης, ένας πολύ τρυφερός πατέρας και παππούς, ένας έντιμος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που έδινε τα πάντα στους ανθρώπους που αγαπούσε. Ένας άνθρωπος που πίστευε πάνω απ’ όλα στην Αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια τον χαρακτήρισε σε όλη του τη ζωή και αποτέλεσε πυξίδα σε όλες τις αποφάσεις του, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του – ο δυναμισμός, η εντιμότητα, η πληθωρικότητα, η γοητεία, το χιούμορ και η τρομερή του αισιοδοξία. Συνδύαζε το χιούμορ παράλληλα με τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, τον σεβασμό στις αρχές.
Οι αρχές αυτές υπήρξαν εμφανείς και στο πολιτικό του χρονογράφημα, στο οποίο χτυπούσε τη «σαπίλα» της πολιτικής.
Το μότο της ζωής του ήταν η φράση «χέρια παστρικά», που την επαναλάμβανε πολλές φορές μέσα στο σπίτι όταν καθόμασταν όλη η οικογένεια μαζί το μεσημέρι για φαγητό. Πίστευε ότι ένας δημοσιογράφος πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι ακέραιος χαρακτήρας.
Η πληθωρική του προσωπικότητα μου λείπει ακόμα. Κάθε μέρα ξύπναγε στις πέντε το πρωί και έγραφε για το θέατρο, μετά ξεκινούσε για να πάει στο γραφείο του στα Νέα όπου έγραφε το καθημερινό του μαχητικό χρονογράφημα, το οποίο μπορούσε να «κατεβάσει κυβερνήσεις».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Γέρος της Δημοκρατίας, πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός είχε πει πως «αν είχα τους αναγνώστες του ψηφοφόρους, θα κυβερνούσα την Ελλάδα».
Μετά το μεσημέρι γύριζε στο σπίτι, όπου καθόμασταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι. Η γιαγιά μου είχε πάντα μαγειρέψει κάτι υπέροχο. Υπήρξε φοβερή μαγείρισσα και άξια συμπαραστάτης τού παππού σε όλη του τη ζωή. Την λάτρεψε και την παντρεύτηκε πολύ νωρίς.
Τον άκουγα να κουβεντιάζει με τους «μεγάλους» για τα θέματα της επικαιρότητας. Το απόγευμα ερχόταν στο δωμάτιό μας για να διαβάσει εμένα και την αδερφή μου. Μας έκανε ερωτήσεις στο μάθημα της Ιστορίας γιατί ήθελε να είμαστε πολύ καλές μαθήτριες, όπως άλλωστε υπήρξε και εκείνος καλός μαθητής.
Μετά έγραφε τις αγαπημένες του κωμωδίες για το θέατρο ή σίριαλ για την τηλεόραση, όπως η «Μαντάμ Σουσού» και η σειρά των δικαστηριακών «Η Θέμις έχει κέφια». Ανέβαζε κάθε χρόνο ένα θεατρικό έργο. Όλα έγιναν μεγάλες επιτυχίες.
Ακόμα τον θυμάμαι, παιδί, καθισμένη στα γόνατά του, στο σαλόνι μας, στο πρώτο σπίτι μας στο Παγκράτι, να παρακολουθούμε τα πρώτα επεισόδια της πρώτης βερσιόν της «Μαντάμ Σουσού» στην τηλεόραση, με την Άννα Παϊταζή, στην ασπρόμαυρη τότε τηλεόρασή μας. Ήταν ενθουσιασμένος με την ερμηνεία της, μιας που η ηθοποιός αυτή είχε περάσει από οντισιόν και την είχε επιλέξει ο ίδιος ανάμεσα σε πολλά μεγάλα ονόματα της εποχής.
Η γη του Πόντου
Απ’ όλο του το συγγραφικό έργο ξεχώριζε το βιβλίο Η γη του Πόντου, το μνημειώδες ιστορικό χρονικό της Μικρασιατικής Καταστροφής, τη «Βίβλο του ποντιακού ελληνισμού», την οποία έγραψε το 1966 σε ώριμη ηλικία, αναγνωρισμένος πια ως συγγραφέας –πολύ ενοχλημένος από τα ποντιακά ανέκδοτα που ήταν σε έξαρση την περίοδο εκείνη–, και θέλοντας πρώτος να αποκαταστήσει και να αναδείξει μια αλήθεια.
«Στον ακραίο εκείνο γεωγραφικό χώρο της γης του Πόντου, ο υπόδουλος ελληνισμός αγωνίστηκε για λευτεριά και ανεξαρτησία, αποκλειστικά και μόνο με τις ίδιες του ηθικές και υλικές δυνάμεις –μόνο στον Πόντο δημιουργήθηκε αντάρτικο και κλεφτουριά όπως του ‘21– πληρώνοντας την περήφανη αντίστασή του στο βάρβαρο πρόγραμμα του αφανισμού του απ’ τους Νεότουρκους του Κεμάλ, μ’ αμέτρητες θυσίες […]
»Δεν έχει αντιτουρκικό χαρακτήρα το βιβλίο τούτο. Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους έτσι όπως ήσαν κι όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα.
»Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμιά σκοπιμότητα, όπως δυστυχώς καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία. Να ρίξουμε τον πέπλο της λήθης στο παρελθόν αλλά να ξέρουμε, όχι να κρύβουμε. Να ξέρουν κι οι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους, εφόσον θέλουν να πάρουν τη θέση που φιλοδοξούν ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι, ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μια ελληνοτουρκική φιλία σε στέρεες βάσεις…» προέβλεπε ο Δημήτρης Ψαθάς στον πρόλογο της Γης του Πόντου, στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, τον Μάρτιο του 1966. Αυτός ήταν ο πολυσχιδής, πληθωρικός, φωτεινός, αξιοπρεπής, έντιμος, γοητευτικός αλλά και μαχητικός παππούς μου.
Νιώθω πως είμαι τυχερή που πρόλαβα και έζησα, και μεγάλωσα μαζί του, μέχρι τα 13 μου που τον έχασα. Αναπολώ πάντα τις υπέροχες νεανικές στιγμές μου στις οικογενειακές διακοπές μαζί του στο Σούνιο, στο Λεωνίδιο Αρκαδίας, στις Σπέτσες και σε τόσα άλλα μέρη, όπου κυριαρχούσε πάντα στις παρέες μας με το πηγαίο χιούμορ και τη λαμπερή του προσωπικότητα.
Θέλω να κλείσω το σημείωμα μου με μια παράγραφο από τις αναμνήσεις του παππού μου από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Η γη του Πόντου: «Η σκέψη μου συχνά φτερουγίζει στα παλιά και νά που προβάλλουν πάντα ολοζώντανα, εικόνες όμορφες και πρόσωπα αγαπημένα, σκηνές και περιστατικά της καθημερινής ζωής, χαρές και λύπες, βιώματα λογής-λογής και μαζί ολόκληρο το πανόραμα της μακρινής εκείνης πόλης του Εύξεινου Πόντου, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Σαν όνειρο. Άλλοτε ευτυχισμένο και χαρούμενο κι άλλοτε φοβερό, ένας σωστός βραχνάς».
Λένα Νίτσου