Σε ό,τι άφορα τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, και υπό την πίεση του ευρωπαϊκού παράγοντα, η Αλβανία έχει εναρμονίσει σε μεγάλο βαθμό το εθνικό με το ευρωπαϊκό δίκαιο (άρθρο 20). Ωστόσο, η ελληνική μειονότητα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα τα οποία αφορούν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, την κατά το δοκούν χρήση του νομοθετικού πλαισίου, καθώς και το τι είδους πολιτική θα συνεχίσουν να ασκούν οι αλβανικές κυβερνήσεις.
Τα τελευταία γεγονότα στη Χειμάρρα δεν πρέπει να τα εξετάσουμε μεμονωμένα, αλλά να ενταχθούν στο σύνολο των ζητημάτων που απασχολούν την ελληνική μειονότητα.
Αναλυτικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής θέματα:
Ι. Οι αλβανικές κυβερνήσεις διατηρούν τη στρατηγική πολιτική των «μειονοτικών ζωνών», όπου εξακολουθούν να μην επανεντάσσουν και αναγνωρίζουν περιοχές με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, όπως η Χειμάρρα και τα χωριά της, οι οποίες είχαν αναγνωριστεί από το 1921, η Άρτα (στην Αυλώνα) καθώς και η Κορυτσά, στερώντας από αυτές τα μειονοτικά δικαιώματα.
ΙΙ. Τα ζητήματα της επιστροφής της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, όπου δεν έχουν επιστραφεί στο σύνολό τους.
ΙΙΙ. Λείπει, ακόμα η χρήση της ελληνικής γλώσσας στον δημόσιο βίο.
IV. Το αλβανικό κράτος συνεχίζει την άνιση μεταχείριση μεταξύ μειονοτικών και Αλβανών σε θέματα που αφορούν θέσεις εξουσίας και επιρροής.
V. Επίσης, το αλβανικό κράτος στερεί το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού.
VI. Ακολούθως, η διοικητική μεταρρύθμιση του 2014, στο νότιο τμήμα της χώρας (κυρίως στη Χειμάρρα), έγινε με τρόπο ώστε η εκλογική εκπροσώπηση των Ελλήνων να αποδυναμώνεται.
VII. Επίσης, στο ζήτημα της ιδιοκτησίας η κατάσταση είναι δύσκολη, δεδομένου του υφισταμένου νομικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τις δράσεις του αλβανικού κράτους στις περιοχές όπου ιστορικά ζουν Έλληνες. Όπου διάφοροι πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι υφαρπάζουν γαίες στην περιοχή, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται παραθαλάσσια, με μεγάλη τουριστική αξία.
VIII. Η παροχή της μειονοτικής εκπαίδευσης συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα.
IX. Τέλος, οι αλβανικές κυβερνήσεις κατά καιρούς και σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου έχουν δείξει και αρνητικά δείγματα προς την κατεύθυνση επιδείνωσης της κατάστασης, καθώς με την πολιτική που ακολουθούν δεν εγκαθιδρύουν ένα ειρηνικό περιβάλλον, αλλά προκαλούν εντάσεις σε βάρος της ελληνικής μειονότητας. Δείγματα της κατάστασης αυτής αποτελούν: η απέλαση από το Αργυρόκαστρο του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαϊδώνη (1994), η φυλάκιση των πέντε ηγετικών στελεχών της Ομόνοιας (1994), η βία και η νοθεία στις δημοτικές εκλογές του 2000 και του 2003 στη Χειμάρρα, η υπόθεση του Αριστοτέλη Γκούμα (2010), η βίαιη κατεδάφιση (26/8/2015) του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου στο ελληνοχώρι Δρυμάδες της Χειμάρρας, και τέλος τα ειδοποιητήρια για την κατεδάφιση 19 σπιτιών στα σπήλαια της Χειμάρρας.
Τα παραπάνω προβλήματα δείχνουν την κατάσταση με την όποια βρίσκονται αντιμέτωποι οι Έλληνες στην Αλβανία. Το αλβανικό κράτος έχει προβεί σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις ορατές και μη, αποτέλεσμα των οποίων είναι η συνεχής προσπάθεια (έστω και με μια μικρή δόση υπερβολής) μιας «δημοκρατικής εθνοκάθαρσης». Ακόμα, βάσει κάποιων τάσεων που προκύπτουν, φαίνεται ότι η κατάσταση θα συνεχίσει στην αβεβαιότητα.
Η διεθνής πολιτική κινείται μέσω ενός δίπολου, μεταξύ της προθυμίας και της δυνατότητας. Η Αλβανία, ανεξάρτητα αν έχει ή όχι τη δυνατότητα να κάνει κακό στην Ελλάδα, έχει όμως την προθυμία.
Όταν αναλύουμε την εξωτερική πολιτική της Αλβανίας σήμερα, πρέπει να την αναγάγουμε στον ιστορικό χρόνο, δηλαδή στο 1912-1913. Έχουν την αίσθηση ότι έχει έρθει η στιγμή να υλοποιήσουν τη μεγάλη τους ιδέα.
Οι εθνικιστικές και αλυτρωτικές βλέψεις στην Αλβανία έχουν φτάσει μέχρι τον πρωθυπουργό της – δεν είναι περιθωριακές, ούτε μόνο για εσωτερική κατανάλωση, συνιστούν πρόβλημα στις διακρατικές σχέσεις. Αποτελούν μια γενικότερη αναθεωρητική τάση στα βαλκάνια. Η Αλβανία αν και έχει υπογράψει το σύμφωνο σταθερότητας, η κατάσταση αυτή έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τη διατήρηση της ειρήνης σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και στην ελληνική μειονότητα.
Ο Ράμα θεωρεί πως οι εξελίξεις στη διεθνή σκακιέρα, καθώς και η πολιτικοοικονομική κατάσταση της Ελλάδας, του παρέχουν τη δυνατότητα να στρέφεται ενάντια του ελληνισμού στην Αλβανία, αλλά και του ελληνικού κράτους. Η αντίληψη ότι η θέση της Αλβανίας έχει αναβαθμιστεί και μπορεί να επηρεάζει γενικά τις εξελίξεις στη βαλκανική περιφέρεια πηγάζει και από την υποστήριξη (άμεση και έμμεση) τεσσάρων κυρίως παραγόντων:
α) Από τις ΗΠΑ, προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ρωσική επιρροή στη Σερβία, αλλά και για γενικότερους στρατηγικούς σκοπούς,
β) Από τη Γερμανία, καθώς με βάση τις γεωπολιτικές εξελίξεις ανακύπτει ένα υπόδειγμα τάσεων ανακατανομής της ισχύος, όπου η Γερμανία προσπαθεί να αναβαθμίσει το ρόλο της στην βαλκανική περιφέρεια. Ως αντάλλαγμα, βέβαια, προωθεί την επίσπευση των διαδικασιών ένταξής της στην ΕΕ,
γ) Αναζητά από την Τουρκία την προστάτιδα δύναμη και ευθυγραμμίζουν τις πιέσεις προς την Ελλάδα. Η Τουρκία στο πλαίσιο της διείσδυσης στα Βαλκάνια έχει δείξει ενδιαφέρον για το «Τσαμικό», αλλά και στο θέμα της ΑΟΖ το 2009,
δ) Η σταδιακή διείσδυση της Ιταλίας στην Αλβανία.
Η Αλβανία τα τελευταία χρόνια ακολουθεί μια σταθερή εξωτερική πολιτική προωθώντας τα συμφέροντά της με οποιοδήποτε μέσο. Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό κράτος έχει πολλά όπλα στη φαρέτρα του.
Αυτό οφείλεται σε έμμεσους και αμέσους παράγοντες. Ως έμμεσοι παράγοντες είναι η γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική και γεωπολιτισμική σημασία της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο μεγάλη από αυτή της Αλβανίας. Ως άμεσους μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς δυνητικούς παράγοντες που παρέχουν τη δυνατότητα στο ελληνικό κράτος να ασκεί πιέσεις προς τη γείτονα χώρα, ώστε να προωθεί και να σέβεται τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, οι οποίοι αφορούν:
α) Παρά την οικονομική κρίση, η Ελλάδα παραμένει ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Αλβανία,
β) Τη χρήση του βέτο προς την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ,
γ) Οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα φτάνουν τις 700.000.
Γενικότερα η συμβολή της Ελλάδας προς την Αλβανία είναι ιδιαίτερα σημαντική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δυο χώρες έχουν περισσότερα κοινά, πάρα αντικρουόμενα συμφέροντα. Ωστόσο, η επιθετική πολιτική που ακολουθεί ο Ράμα όχι μόνο δυσκολεύει την επίλυση των διμερών ζητημάτων, αλλά προκαλεί επιπλέον προβλήματα.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας προς την Αλβανία έχει ασκηθεί με προχειρότητα. Η υποστήριξη, χωρίς προϋποθέσεις, προς την Αλβανία φαίνεται λανθασμένη, καθώς ερμηνεύεται ως αδυναμία και όχι ως καλή θέληση. Επομένως (έστω και αργά) η αναπροσαρμογή της στις ρεαλιστικές συνθήκες αποτελεί την αναγκαία συνθήκη.
Βαλεντίνος Γκόρος
Απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού στην Ανάλυση Δημοσίων και Ευρωπαϊκών Πολιτικών, στο ίδιο πανεπιστήμιο.