Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η διεθνής κοινότητα βράζει και πάλι. Η Ευρώπη απειλείται από τον ολοκληρωτισμό και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι στα σκαριά. Η Ελλάδα έχει τη δική της θέση –μικρή στην έκταση, μεγάλη στην ψυχή–, βροντοφωνάζει «ΟΧΙ» στον Ιταλό κατακτητή και πολεμά με τον καλύτερο σύμμαχο, την Υπεραγία Θεοτόκο. Η Ελλάδα νικά στο αλβανικό μέτωπο και δίνει παράδειγμα θάρρους σε όλη την Ευρώπη. Όμως στις 6 Απριλίου τελικά οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την πατρίδα μας και ξεκινά μια ζοφερή περίοδος.
Η κατοχή τριπλή: Βούλγαροι, Ιταλοί και Γερμανοί μοιράζονται τα άγια χώματα και επιχειρούν να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων.
Και μέσα σε όλα αυτά ξεχωρίζουν οι προσωπικές ιστορίες, η ανάγκη για έκφραση του πόνου της πατρίδας, αλλά και ένας δεύτερος πόνος των ξεριζωμένων Ελλήνων, πως άφησαν μια πονεμένη πατρίδα για να έρθουν να βρουν άλλη μια, χιλιόπαθη κι αυτή, γωνιά να τους υποδεχτεί. Ανατρέχοντας αυτές τις μέρες στα γεγονότα του 1940, θυμάμαι τη διήγηση ενός απλού ανθρώπου από τον τόπο μου, την Αριδαία, ο οποίος με τα ποντιακά του λόγια αναμοχλεύει μνήμες από την κατοχική περίοδο.
Ο Θεόφιλος Μιχαηλίδης, ένας καλλίφωνος με καταγωγή από την Άτρα του Πόντου, μιλά για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής: «Με την Κατοχή δεν είχαμε και να φάμε. Εδώ με τους Γερμανούς υποφέρανε, όλη η δική μας η γενιά ήταν πολύ φτωχή. Τότε σχολείο όλοι δεν πηγαίναμε, τελειώναμε δεκατέσσερα χρονών το Δημοτικό. Εγώ τότε και λούστρο έκανα στους Γερμανούς και τσιγάρα πουλούσα και γλυκά σε κασελάκι. Και μια φορά στο σχολείο βάφω το ένα παπούτσι από έναν Γερμανό, το άλλο το βάφει άλλο παιδάκι. Τις μπότες του Γερμανού…
»Το δικό μου γυάλιζε το παπούτσι πιο καλά, του άλλου του παιδιού δεν γυάλισε. Ο Γερμανός κοπανάει μια κλοτσιά στην κασέλα του παιδιού κι αυτή έσπασε. Άρχισε να κλαίει το παιδί και εγώ είχα έναν φόβο τώρα μήπως με κάνει και εμένα έτσι για το άλλο.
»Μου λέει “Gut” και μου κάνει νόημα να περιμένω, πάει μέσα στο σχολείο και βγάζει μια φραντζόλα άσπρη κι ένα ψωμί άσπρο και είχε ακόμη διάφορα φαγητά και μου λέει πάρ’ τα. Τα πήρα εγώ, την κασέλα στον ώμο και δρόμο, λέω εγώ μην το μετανιώσει και με φωνάξει πάλι πίσω. Τότε τα πήγα σπίτι. Φτώχεια τότε, η μάνα μου τρελάθηκε· ψωμί άσπρο πού; Εμείς όλο μπομπότα τρώγαμε. Και εκείνο δεν το βρίσκαμε».
Παιδιά στην Κατοχή (φωτ.: περ. Life)
Ο Θεόφιλος, ένα μικρό παιδί που στο σπίτι του βιώνει τον εκπατρισμό, ακούγοντας για τη χαμένη Άτρα, την πατρίδα στον Πόντο, πολεμώντας με τη φτώχεια και τον πόνο της προσφυγιάς, πρέπει να παλέψει και με τη σκληρότητα της Κατοχής και του πολέμου. Η πείνα, η φτώχεια αναγκάζει αυτές τις ψυχούλες να γίνουν ενήλικες πριν από την ώρα τους και να επιβιώνουν σε σκληρές συνθήκες.
Ο πόνος τους γίνεται τραγούδι και η εκφραστικότητα του ποντιακού λαού ξεχύνεται και πάλι μέσα από τα δίστιχα αυτής της εποχής.
Ο Θεόφιλος μας τραγουδά: «Και με το να είμαι ορφανός και με το να κ’ έχω μάνα , και εσέν απές λαλεύω σεν και με τη πουλί το γάλα. Και ανάθεμά σε Γερμανέ, εκεί σα αεροπλάνα, οψώνς ατά σον ουρανό και τρως τα παλληκάρε».
Η φωνή του ηλικιωμένου τρέμει, τα μάτια δακρύζουν και ο νους γυρνά το χρόνο πίσω. Ανάθεμά σε Γερμανέ, που σκοτώνεις τα παλληκάρια… Έτσι είναι ο πόλεμος, παρά φύσιν, φεύγουν οι νέοι και μένουν οι γηραιοί, ορφανεύουν τα παιδιά και οι γονείς μένουν χωρίς βλαστάρια. Θυσία τα παλληκάρια στο βωμό της πατρίδας, θυσία στο βωμό της ελευθερίας, πόνος και περηφάνια μαζί. Με αυτόν τον τρόπο γράφτηκε η ιστορία της πατρίδας μας, έτσι εκφράστηκε μέσα από τα δίστιχα και τα τραγούδια των Ελλήνων.
Ας γίνει η θυσία των παλικαριών οδοδείκτης για διεκδίκηση της ειρήνης και της ελευθερίας για να μην ξανακουστεί «ανάθεμά σε» σε κανέναν δυνάστη που τρώει τα νιάτα της Ελλάδας.
Προκοπίδου Μαρία,
εκπαιδευτικός και συγγραφέας του βιβλίου Η Άτρα του Πόντου, εκδ. Ινφογνώμων, 2014.