«Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταράχτε, / Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ’ ’ς σην Γην καταχωμένον, / Ποίσον μ’, αν θέλ’τς, μικρόν λιθάρ’, αν θέλ’τς, ποίσον με χώμαν. / Θεέ μ’… ποίσον με ίντιαν θέλ’τς… Μόνον ’ς σον τόπο μ’ άφ’ς με!».
Το πρώτο ανατρίχιασμα, το πρώτο ρίγος από τον ήχο της «Καμπάνας του Πόντου»…
Και πιο κάτω: «Τα δάκρυα τουν ενώθανε, κι εγέντανε ποτάμι… / κι εποταμίγαν ’ς σο ποτάμ’, ’ς σην δακροχαλαρδίαν…».
Κι αλλού: «…εβγάτεν α σα μνήματα, εβγάτ’ α σα ταφία… / Εβγάτεν οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θ’ εμπαίνε…». Το ρίγος γίνεται λυγμός.
Εικόνες ολοζώντανες που χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά, γλώσσα που για να την περιγράψεις αναγκαστικά καταφεύγεις στην κοινοτοπία «γλαφυρή», με πλήρη επίγνωση ότι δεν αποδίδεις ούτε το ένα χιλιοστό αυτού που θες να πεις.
Ο λόγος και ο ρυθμός σε παρασέρνουν, είτε ξέρεις τη διάλεκτο είτε όχι.
Όλα τα χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, τα σχήματα –το συμβατικό πρόσωπο (το μαύρο πουλί), οι επαναλήψεις, οι προσωποποιήσεις–, το μέτρο, όλα όσα έχουν κάνει αθάνατα το «Γεφύρι της Άρτας», τον «Μικροκωνσταντίνο», το «Θάνατο του νεκρού αδερφού», κτλ., ο Φίλων Κτενίδης τα έχει ενσωματώσει για να συνθέσει ένα έπος απαράμιλλο.
Ο μαύρος Δεκαπενταύγουστος που μαρτυρεί το «μαύρο πουλί» είναι ο Δεκαπενταύγουστος του 1461, ημέρα της πτώσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Τότε που «’Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά, το Παλάτ’, δίχως θρόνον / και δίχως τοι παλατιανούς, και χωρίς Βασιλέαν / …κι ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήρι».
Τεσσερισήμισι αιώνες αργότερα, το ίδιο μαύρο πουλί γίνεται μάρτυρας του ξεριζωμού… Μπροστά από τα μάτια του περνούν οι πόλεις και τα χωριά του Πόντου, μπροστά του λυγίζουν τα βουνά και ξεχερσώνονται ολόκληρες περιοχές. Κι οι ζωντανοί παρακαλούν να γίνουν πέτρες, σπηλιές και χώμα – αρκεί να μείνουν στη γη τους.
Ακόμα κι αν είναι να βγουν οι νεκροί από τους τάφους τους, για να μπουν εκείνοι – αρκεί να μείνουν στη γη τους!
Ξεκίνησα να προετοιμάζω την «Καμπάνα του Πόντου» στο πρωτότυπο για να την εντάξουμε στην ενότητα της Ποντιακής Διαλέκτου. Λίγες στροφές αργότερα, όμως, με είχε συνεπάρει τόσο πολύ που ένιωσα την ανάγκη να μπω πιο βαθιά στις εικόνες της, στη γλώσσα της, στο ρυθμό της. Επέλεξα να επικεντρωθώ στα συναισθήματα που μου προκάλεσαν, γιατί το να αποδώσω* το κείμενο λέξη προς λέξη αφενός μου φάνηκε κόπος μάταιος, αφετέρου φοβήθηκα ότι προσκολλώμενη στις λέξεις θα έχανα τη μαγεία της ροής. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε, για την απόδοση των λέξεων, παρατίθεται και το γλωσσάρι στο τέλος του κειμένου.
Για χαιρετιστήριο μήνυμα στον τόπο όπου γεννηθήκαμε· για ευλαβικό μνημόσυνο στους νεκρούς που μείνανε σ’ τα άγια εκείνα χώματα· για ύμνο στη δόξα και την αθανασία του Πόντου μας· αλλά και
Για αγιασμό και προσευχή πάνω στον θεμέλιο λίθο του Πνευματικού αυτού Οικοδομήματος, της Ποντιακής Εστίας που δημιουργείται για να βρουν ένα «ιερό» όσοι θέλουν να διακονεύουν στην ακατάλυτη Ποντιακή Εκκλησία,
παραδίδω εις όλους που υπερηφανεύονται για την Πατρίδα την Ελληνική, την «Καμπάνα του Πόντου», που γράφηκε με νοσταλγικά δάκρυα πόνου και αγάπης, αλλά και με την υπερηφάνεια και την πίστη στα πεπρωμένα του Έθνους.
Με αυτά τα λόγια προλόγιζε το 1950 ο Φίλων Κτενίδης το πρώτο τεύχος της Ποντιακής Εστίας, αλλά και το ανυπέρβλητο δημιούργημά του, την «Καμπάνα του Πόντου», το οποίο αγκαλιάστηκε θερμότατα από τους αναγνώστες της ΠΕ:
Το 1955, με αφορμή την είσοδο του περιοδικού «εις το έκτον έτος της εκδόσεώς του», η «Καμπάνα» αναδημοσιεύτηκε με κάποιες διορθώσεις, με πλούσιο γλωσσάρι, αλλά και με εξαιρετική εικονογράφηση του Σταύρου Καλεβρά. Αυτήν την εκδοχή, ως πιο εμπλουτισμένη, επέλεξε να παρουσιάσει το pontosnews.gr.