Θα ήταν πολύ τολμηρός εκείνος που θα επιχειρούσε να περιγράψη έστω και αμυδρά την αξέχαστη εκείνη νύχτα με τους χορούς, τα τραγούδια, το ατέλειωτο φαγοπότι, με τους αλλεπάλληλους ανθρώπινους κύκλους ολόγυρα στις τεράστιες φωτιές που άναβαν στο ύπαιθρο.
Όλα τα εγχώρια μουσικά όργανα ακούγονταν ως τα ξημερώματα. Η αθάνατη ποντιακή λύρα, το αγγείον (γκάιτα), ο ζουρνάς με το σουραύλι, το κλαρινέτο, το ακορντεόν… Ολονυκτία χορού και μουσικής.
Με μερικούς παληούς φίλους, που συνάντησα ύστερα από 20 και ύστερα από 30 χρόνια παρακολουθούσαμε τους χορούς και τα γλέντια διαφόρων ομάδων. Έβλεπε κανείς χορευτάς από ηλικίας 13-14 ετών, αγόρια και κορίτσια, μέχρι 60 και 70(!) χρόνων, γέρους και γρηές. Η ζωή που έρχεται και η ζωή που περνά!… Εν τω συνόλω, ο Πόντος που δεν πεθαίνει…
Ανταμώσαμε και δύο-τρεις κυρίους που κάτι σημείωναν στο καρνέ τους. Ήταν μέλη της Επιτροπής που σημείωνε τους καλλιτέρους χορευτάς για τους αυριανούς διαγωνισμούς.
— Σημειώσατε πολλούς; ρώτησε κάποιος.
— Μερικούς, απάντησε ένας με… σοβαρό ύφος.
— Κρίμα στο χαρτί και στον κόπο σου, είπε τρίτος. Όλοι χορεύουν έξοχα και μη χάνεις του κάκου τον ύπνο σου…
Και είχε δίκαιο! Στο σύνολό τους όλοι χόρευαν έξοχα, εκτός από μερικούς που βρήκαν την ευκαιρία να… μάθουν στο πανηγύρι τους ποντιακούς χορούς.
Εννοείται δεν έλειψε ούτε ο Καλαματιανός ούτε ο Συρτός, ούτε κι η Γερακίνα… Αυτούς όμως τους χόρευαν λιγώτεροι.