Η άρνηση της Σουηδίας να απελάσει Τούρκους που το τουρκικό καθεστώς θεωρεί αναμεμιγμένους στην απόπειρα πραξικοπήματος, φέρνει σε δύσκολη θέση την ελληνική πλευρά στο θέμα αυτό σε ό,τι αφορά την υπόθεση των οκτώ. Οι σχετικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών συνέτειναν στη διαμόρφωση κλίματος απέλασης, αν και το θέμα άπτεται της Δικαιοσύνης.
Η Τουρκία αποθρασύνεται όταν αντιμετωπίζεται με φοβικό σύνδρομο. Και, συνήθως, μόνο παίρνει.
Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο που οι κεμαλιστές απαίτησαν επιμόνως από τον Βενιζέλο την παράδοση του τελευταίου θρησκευτικού ηγέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μουσταφά Σαμπρί, ο οποίος κατέφυγε στη Θράκη μετά την επικράτηση του Κεμάλ.
Αμέσως μετά τη Λοζάνη, η Τουρκία έκανε ένα πολύ αποφασιστικό βήμα προς τη μετατροπή της μουσουλμανικής μειονότητας από θρησκευτική σε εθνική, επιτυγχάνοντας τον εκτοπισμό σημαντικών παλαιομουσουλμανικών και αντικεμαλικών στοιχείων από τη Θράκη και άρχισε να αποκτά επιρροή στους Πομάκους με απώτερο σκοπό τον εκτουρκισμό τους. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η ελληνική πλευρά, η οποία άλλοτε ακολουθώντας τις υπαγορεύσεις των ξένων δυνάμεων και άλλοτε ασκώντας μια αδικαίωτη πολιτική κατευνασμού, συνέτεινε στην υπαγωγή της μειονότητας υπό τον ιδεολογικοπολιτικό έλεγχο των φορέων του τουρκισμού. Παράλληλα με τα παραπάνω, η τουρκική πλευρά άρχισε να κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση ότι ευνοούσε τους «συντηρητικούς» κύκλους της μειονότητας στην αντιπαράθεσή τους με τους «νεωτεριστές» (κεμαλικούς).
Εκείνη την περίοδο η μερίδα των κεμαλικών στη Θράκη ήταν μια μικρή μειοψηφία συγκεντρωμένη κυρίως στην Ξάνθη. Αντίθετα η πλειονότητα παρέμενε προσηλωμένη στον Ιερό Νόμο του Κορανίου και δεν ασπαζόταν τις κεμαλικές αντιλήψεις, ούτε και τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι θέσεις αυτές ενισχύονταν από μια ομάδα αντικαθεστωτικών (αντικεμαλικών) οι οποίοι, με επικεφαλής τον τελευταίο θρησκευτικό ηγέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μουσταφά Σαμπρί, είχαν καταφύγει στην ελλαδική Θράκη.
Ο Σαμπρί μαζί με ντόπιους μουσουλμάνους υποστηρικτές της άποψης για ένα ακηδεμόνευτο και σύμφωνο με την παράδοση Ισλάμ, σχημάτισαν μια δυναμική ισλαμική ομάδα (παλαιομουσουλμάνοι) με αντικεμαλικό φρόνημα, η οποία λειτούργησε ως ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στη διείσδυση του τουρκισμού στη Θράκη.
Με την έναρξη της περιόδου της ελληνοτουρκικής φιλίας (1930-1938) ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού ζήτησε από τον Βενιζέλο να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα κατά των αντικεμαλικών που ζούσαν στην ελλαδική Θράκη. Ο Βενιζέλος συναίνεσε, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των ελληνικών διπλωματικών Αρχών στην Τουρκία.
Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει το 1931 η απέλαση των αντικεμαλικών-παλαιομουσουλμάνων από τη Θράκη.
Η απέλαση αυτής της ομάδας είχε μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της μειονότητας, διότι πλέον οι κεμαλικοί, οι οποίοι είχαν ως στόχο την επιβολή τουρκικής εθνικής συνείδησης στους δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνους, είχαν την ευκαιρία να αναδειχθούν σε πνευματική ηγεσία της μειονότητας.
Έτσι, από το 1930 παρατηρείται μια άνθηση του μειονοτικού, εθνικιστικού Τύπου, και παράλληλα εμφανίζονται σωματεία που αυτοπροσδιορίζονται ως τουρκικοί σύλλογοι.
Από την Τουρκία ζητήθηκε η απέλαση του παπα-Ευθύμ’, ο οποίος εμφανιζόταν από το 1923 ως ηγέτης των «Τούρκων ορθοδόξων» και αμφισβητούσε το ρόλο του Πατριαρχείου. Αλλά δεν το έκανε. Η Τουρκία μόνο παίρνει. Ποτέ δεν δίνει.