Ένα λανάρ’, απαραίτητο εργαλείο της Πόντιας νοικοκυράς για να εξασφαλίσει την ενδυμασία της οικογένειας, ταξίδεψε μαζί με τους πρόσφυγες από το χωριό Ζέλετσια (ή Ζέλετσα) του Καρς το 1918, και διασώθηκε από τη Μαρία Χατζηιερίδη-Παυλίδη (1907-1982) και την αδελφή της Αναστασία Χατζηιερίδη-Τσαχουρίδη (1910-1976), οι οποίες μαζί με συγγενείς εγκαταστάθηκαν στο Βλαδικαυκάς της Ρωσίας.
Οι αδελφές Χατζηιερίδη
Το λανάρ’ ήταν οικείο εργαλείο σε όλες τις Πόντιες πρώτης και δεύτερης γενιάς, όπως άλλωστε και στις νοικοκυρές του ελλαδικού χώρου. Χειροκίνητο, χρησιμοποιούνταν για το ξάσιμο του μαλλιού. Αποτελούνταν από τριγωνική ξύλινη βάση και μεταλλικά καρφιά (πρόκες), όρθια, που το μυτερό τους μέρος κοιτούσε προς τα πάνω. Ήταν στερεωμένα σε πυκνή σειρά, πάνω σε ξύλινη επιφάνεια.
Το λανάρ’ είναι λέξη ξένη, από το λατινικό lana που σημαίνει μαλλί.
Ανάλογα με τον τύπο τους, τα λανάρια έφεραν μικρού ή μεγάλου μεγέθους μεταλλικά δόντια. Το ίδιο εργαλείο απαντούσε στον Πόντο και σε άλλες μορφές· π.χ. σε ξύλινη βάση, περίπου ορθογώνια, με επιμήκη, ενιαία χειρολαβή. Πάνω στη βάση αυτήν ήταν καρφωμένα και στις δύο πλευρές δυο ελάσματα λαμαρίνας. Στην πάνω πλευρά ήταν στερεωμένες δυο σειρές χοντρές βελόνες που χρησίμευαν για να ξαίνουν το μαλλί. Άλλη παραλλαγή του ήταν με δύο παράλληλες σειρές με πρόκες σε τριγωνική ή τετράγωνη ξύλινη βάση.
Η διαδικασία του λαναρίσματος ήθελε προεργασία. Το μαλλί πρώτα ζεματιζόταν, μετά πλενόταν στη βρύση ή στον ποταμό και μετά οι γυναίκες το στέγνωναν και το λανάριζαν, δηλαδή το έξαιναν (ξαίνω, ξέω, ξύνω). Το λανάρ’ το χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία του μαλλιού. Αφού το καθάριζαν αρχικά με το χέρι, ξεχώριζαν τις μακριές από τις κοντές τρίχες.
Το ξάσιμον και το λανάρισμαν του μαλλιού γίνονταν στο σπίτι από τις γυναίκες και αποσκοπούσε στο χώρισμα του μαλλιού σε ποιότητες (κατηγορίες), οι οποίες συνήθως ήταν τρεις: ούκρα (πρώτη κατηγορία), μεσάδ’ (δεύτερη) και πούρτ’ (τρίτη).
Με την έμφυτη αγάπη στη δουλειά, με τη βαθιά και ρωμαλέα προσήλωση στο σπιτικό της χρέος, «λαναρίζ’ μαλλίν»
Μετά το λανάρισμαν, το μαλλί γινόταν ζαρούδιν. Ακολουθούσε το κάμσιμον (γνέσιμο), το κλώσιμον, το πλέξιμον… Στα χέρια των προκομένων Πόντιων γυναικών το μαλλί έπαιρνε μορφή και γινόταν φανέλες, ζακέτες, χειμωνιάτικες κάλτσες (ορτάρια) κ.ά. Στα πιο παλιά χρόνια συχνή ήταν και η κατασκευή πλεκτών μάλλινων εσωρούχων, ενώ με το λανάρ’ έφτιαχναν την πρώτη ύλη για να υφάνουν κιλίμια, χράμια, σεντόνια και άλλα πράγματα απαραίτητα στο νοικοκυριό του σπιτιού.
Κωνσταντίνος Γ. Παυλίδης
Πηγές:
- Αρχείο Κωνσταντίνου Παυλίδη.
- Χρήστος Γ. Δημάρχου, Ο ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, Αθήνα 1947.
- Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδ. Μαλλιαρης.