Δεν ήταν ακριβώς ταξίδι αναψυχής! Ήταν περισσότερο ταξίδι ανά(τασης) ψυχής και κάποιες στιγμές, θαρρώ, έλαβε χώρα ανά(σταση) ψυχής… Ετούτη τη φορά, δεν θα πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Θα ξεκινήσω από τα δυνατά σε συναισθηματική φόρτιση, αυτά που δικαίωσαν το δικό μου προσκύνημα στον τόπο που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο μπαμπάς μου…
Η πρώτη επίσκεψη στα Βουρλά ήταν το Σάββατο στις 18 του Ιούνη. Ψυχοσάββατο, και πριν τη συνεστίαση στη μνήμη των παππούδων και πατεράδων στη Σκάλα, το επίνειο των Βουρλών, σταματήσαμε για μια τιμητική σύντομη επίσκεψη στην προγονική πόλη. Έτσι, για να έχουμε όλοι μια εικόνα κι έναν βαθύτερο, συνειδητό αναστεναγμό όταν αργότερα θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας με τη γενί ρακί, μ’ εκείνο το γιομάτο ποτήρι των ψυχών τους, στο κέντρο του τραπεζιού…
Μια παρέα Βουρλιωτών δεύτερης και τρίτης γενιάς, 94 χρόνια μετά τον Διωγμό, κατεβήκαμε τα σκαλιά του πούλμαν και πατήσαμε το πόδι μας στην πολύβουη πλατεία των Βουρλών!
Κάποιοι έρχονταν για πολλοστή φορά και είχαν πρόσωπα φωτισμένα διότι «ένιωθαν πως επέστρεφαν σπίτι τους». Η πρώτη εντύπωση, κατά κάποιον τρόπο, εμένα με ξένισε! Η φαντασία μου, από τις ιστορίες που είχα διαβάσει και τις φωτογραφίες που είχα δει, δεν με είχε προϊδεάσει για την εικόνα που έβλεπα γύρω μου! Ούτε περίμενα να δω τέτοια προάστια, με ομοιόμορφα, σύγχρονα πολυτελή συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών με κεραμίδια που διέκρινα από μακριά όπως ερχόμασταν…
Όμως, αφού προχωρήσαμε στο κέντρο και από την πρώτη στιγμή που περπατήσαμε στο Φαρδύ Σοκάκι, κάθε βήμα ήταν κι ένα τρανταχτό χτυποκάρδι! Μια κοφτή ανάσα και μια ριπή αισθήσεων που στάζανε βάλσαμο στην ψυχή!
Αν και δεν έχω ανακαλύψει ακόμα σε ποια ακριβώς συνοικία των Βουρλών (με τους 35.000 κατοίκους) βρισκόταν το σπίτι του παππού μου, του Περικλή, παρ’ όλα αυτά είναι βέβαιο ότι ο μπαμπάς μου τους είχε περπατήσει αυτούς τους δρόμους…
Το Φαρδύ Σοκάκι ήταν σκαμμένο, προφανώς –κι ευτυχώς– για να γίνει πεζόδρομος, και σκέφτηκα πως το χώμα στο χαμηλωμένο επίπεδο ίσως να ήταν από τα χρόνια εκείνα! Το αισθανόμουν να χώνεται στα σανδάλια μου κι αυτή η αφή ήταν ένας ψίθυρος, ένα μυστηριακό καλωσόρισμα εκείνης της άλλης εποχής, πριν το ’22!
Η καρδιά μου βούλιαζε από χαρά σε κάθε διασκελισμό! Ένιωσα να γίνομαι ένα με το χώρο και ο χρόνος να με περικλείει μέσα του, απογυμνωμένος από αριθμούς και μετρήματα. Σαν να υπήρχε μία μονάχα διάσταση κι εγώ ν’ απλώνομαι απ’ άκρη σ’ άκρη της…
Οι ομιλίες δίπλα μου άρχισαν να ξεμακραίνουν κι έφτανε στ’ αυτιά μου ένας αχνός απόηχος. Δεν έβγαινε ήχος από τα δικά μου χείλη από φόβο μη διασπαστεί αυτή η μαγική κατάσταση που με αγκάλιαζε μέσα στο ανυποψίαστο φως του δειλινού!
Εμπρός μου ξεδιπλωνόταν σιγά-σιγά, θλιμμένο αλλά ατόφιο και ολοζώντανο, το ελληνικό στοιχείο!
Το βλέμμα καρφωνόταν αχόρταγα στα κτήρια που εμφανίζονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, επιζητώντας θαρρείς την προσοχή μου, λες κι ήθελαν να μου συστηθούν, να με γνωρίσουν, να μου πουν τις ιστορίες τους… Ανακαινισμένα ή ετοιμόρροπα, κατοικημένα ή ακατοίκητα, ερημωμένα ή αφρόντιστα, όλα αρτιμελή αρχιτεκτονικά, ανάβλυζαν μέσα από τη σκόνη τους και την εγκατάλειψη περίσσια αρχοντιά!
Δείγματα πολιτισμού κι εκείνης της μοναδικής ελληνικότητας που σε κάνει να νιώθεις περήφανος για την καταγωγή σου!
Πόρτες με περίτεχνα μεταλλικά σκαλίσματα, μαρμάρινα χαραγμένα ή ζωγραφιστά υπέρθυρα, τοιχογραφίες, σκεπαστοί εξώστες, αρμονικές γραμμές, και οι είσοδοι ειδικά σχεδιασμένες για να προστατεύουν και ν’ απωθούν καθετί το εχθρικό!
Ήταν, τα περισσότερα, σπίτια φατόρων και σιναφλήδων! Των πλούσιων επιχειρηματιών, εμπόρων και μεγαλογαιοκτημόνων που κρατούσαν τα ηνία της οικονομίας των Βουρλών και συνέβαλαν ουσιαστικά στη μεγάλη άνθηση της πόλης! Σε άλλες γειτονιές, σπίτια ρεσπέρηδων (γεωργών) ξεπρόβαλαν με απλούστερη αρχιτεκτονική, μα εδώ, ετούτα τα αρχοντικά σε καθήλωναν να παρατηρήσεις κάθε τους λεπτομέρεια!
Στην τσάντα μου, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και η κάμερα του κινητού μάταια περίμεναν να τα χρησιμοποιήσω… Δεν ήθελα!
Ήθελα μόνο τα μάτια μου να αιχμαλωτίζουν ετούτες τις εικόνες σ’ αυτήν την πρώτη μου βόλτα! Γιατί μόνο η δική μου ματιά μπορούσε εκείνη την ώρα να ανοίξει πανιά στην ψυχή, ώστε να κοινωνήσει το νέκταρ από τις ψυχές των προγόνων…
Στη δεύτερη επίσκεψη, την επόμενη Τρίτη, είχα όλη την ευχέρεια και συγκινησιακή ψυχραιμία να εγκλωβίσω στην καρδιά μου γωνιές, δρομάκια, σπίτια, ανθρώπους, και την ατμόσφαιρα των Βουρλών του τότε και του σήμερα.
Στο δυνατό του ιωνικού ήλιου φως, που ποτέ του δεν υποτάχτηκε σε κανέναν, περπάτησα στην αγορά, άκουσα έναν τουρκοκρητικό να μιλά τα κρητικά με τη γνήσια προφορά τους!
Στην Κρήνη σταμάτησα και χάζεψα τον πλάτανο, στο σημείο που μαρτύρησε ο Βουρλιώτης Άγιος Νεκτάριος… Ο παλιός κορμός στέκει αδειανός, προστατεύοντας δυο νέους που ξεπετάχτηκαν μέσα του, μα η πόλη παραμένει αδειανή από την ελληνική ψυχή και την αίγλη που είχε κάποτε…
Στο Φαρδύ Σοκάκι, εκτός από τα παλιά αρχοντικά του Κορρέ, του Κωνσταντινίδη και κάποια άλλα, αναπαλαιώνεται και το κτήριο που λειτουργούσε εκείνη την εποχή ως σινεμά!
Σε μια βόλτα που προσπαθούσα να γεφυρώσω έναν αιώνα και δυο γενιές, πέρασα και από το Γενί Τζαμί (το νέο Τζαμί), το Εσκί Τζαμί (το παλιό) και τον Ντερέ, το ποτάμι που διέρρεε την πόλη, τώρα με λιγοστό νερό… Προχωρώντας, εκεί που τελειώνει το ελαφρά ανηφορικό Φαρδύ Σοκάκι, στην κορυφή, άφησα το βλέμμα να πλανηθεί απέναντι στο χώρο όπου περίπου βρισκόταν η Παναγία των Βουρλών. Η μητρόπολη, της οποίας το πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο παρακολουθούσαν εκτός από τους ντόπιους και χιλιάδες προσκυνητών από άλλα μέρη!
Η Παναγιά η Βουρλιώτισσα ήταν σεβαστή και από τους Τούρκους… Πιο πίσω και αριστερά πρέπει να υψωνόταν η Αναξαγόρειος Σχολή.
Το βλέμμα προσπάθησε να «φτιάξει» το ολόγραμμα του εξαίρετου κτηρίου της, διαλύοντας τα χαμηλά κτήρια που κείτονταν εκεί μπροστά στο οπτικό μου πεδίο! Στο νου μου ήρθε η πληροφορία που είχα διαβάσει, ότι κατά τη σχολική χρονιά 1921-1922 στο αρρεναγωγείο φοιτούσαν 1.064 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 618 μαθήτριες!
Ακόμη αριστερότερα, το κτήριο της αστυνομίας, στην περιοχή όπου βρισκόταν το νοσοκομείο των Βουρλών, από το οποίο είχε πάρει και το όνομά της η περιοχή: τα «Σπιτάλια».
Μια πολύ ευτυχής στιγμή ήταν και η γνωριμία μου με τον Αρίφ και τη σύζυγό του, την Εμινέ. Δυο κατοίκους των Βουρλών που με αγάπη και σεβασμό στους προκατόχους του σπιτιού τους, έχουν στήσει ένα μικρό μουσείο με τα ελληνικά ευρήματα της αυλής τους!
Ανηφόρισα σοκάκια κι έφτασα στο Σερίν Μαχαλέ –τη Δροσερή Συνοικία– με τη γούρνα και τις βρύσες και τη χαραγμένη πέτρα από το 1885… Κάπου εκεί μου φάνηκε πως μια αχτίδα λαμπύρισε παράξενα κι απόθεσε έναν δεκάχρονο πιτσιρίκο εκεί, στην ίδια γη! Τον άφησε να δροσιστεί στις βρύσες, να τρεχοβολήσει ανάμεσά μας, μαζί μ’ άλλα δυο-τρία παιδιά, τουρκάκια κι ελληνόπουλα, τσιρίζοντας και χαχανίζοντας!
Και θαρρώ πως εκεί, στην απέναντι μάντρα, σταμάτησε, γύρισε με κοίταξε παιχνιδιάρικα, μου έστειλε ένα ευτυχισμένο πλατύ χαμόγελο-φιλί, έπειτα γύρισε, καβάλησε την αχτίδα του και ανέβηκε ξανά στον ουρανό!
Το έκανα για μένα αλλά και για σένα αυτό το ταξίδι, μπαμπά…
Κείμενο: Μίνα Βαμβάκου
Φωτογραφίες: Μίνα Βαμβάκου, Μάνος Κιλημάντζος.
Υ.Γ.: Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς την Ένωση Βουρλιωτών Μ. Ασίας για την πραγματοποίηση ενός από τα πιο πολυπόθητα όνειρά μου! Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον πρόεδρό της Φώτη Καραλή και τον γραμματέα Μάνο Κιλημάντζο, που πλούτισαν με τη γνώση, τις πληροφορίες και την αγάπη τους αυτό το σπουδαίο για μένα βίωμα! Εύχομαι να συνεχίσουν το εξαιρετικό έργο τους, και να αναγνωριστεί και να συνεχιστεί η αξιόλογη πορεία της Ένωσης.
- Αναδημοσίευση από: halkidaenkanitho.blogspot.gr