Φορές φορές τα βράδια με σβηστά μάτια θα δεις
κοίτη τ’ αλησμόνητα και τα λησμονημένα
Ίρι του ποταμού, που φαίνεται στο φως λαδής,
και την Αμάσεια με νια να γίνεται ένα.
Απ’ του χαμόγελού της την άκρη γαντζώθηκαν
κειμήλια, τάφοι κι ένας νεκρός πατέρας,
σπίτια – Φαντάσματα και Ψυχές που σπιλώθηκαν,
αθύρματα του Χάρου και Λεβάντες αγέρας.
Γνέφει να σιμώσεις κι ανακάθεται στο χώμα.
Καθισμένοι στο συρματόπλεγμα με την πλάτη
αιχμηρές λεπίδες πληγώνουν γλυκά το σώμα.
Μα ξάφνου σβήνει το γέλιο της από τα χείλη.
Σκύβει την κεφαλή και ξεμακραίνουν οι μνήμες,
δεσμά στα σύρματα μοιάζουν τα μαλλιά στο δείλι.
Αθηνά Χ. Λαζαρίδου