Αχώρητος μες στο μυαλό τούτος ο μισεμός,
ο ασύλληπτος, ο βάναυσος, ο απεχθέστερος ξεριζωμός.
Πήρες το δρόμο, αλλά για πού και πως;
Με μαστίγιο, ντουφέκι, μαχαίρι και φωτιά. Με μια αγκαλιά παιδιά.
Ποιο να σώσεις; Ποιο να δέσεις στην ποδιά σου; Ποιο να έχεις αγκαλιά;
Τι να πάρεις, τι ν’ αφήσεις, τι να πεις και στα παιδιά
που κρέμονται από πάνω σου να νιώσουν σιγουριά;
Φορτώθηκες έναν μποξά και πήρες ό,τι άξιζε:
Την Παναγιά με τον Χριστό, εικόνα των προγόνων,
τραγούδια, νανουρίσματα, μύθους και ιστορίες.
Έβαλες την παράδοση ολόκληρη εκεί μέσα. Κι έφυγες.
Βρήκες έναν τόπο κι έμεινε όλη η φαμίλια.
Στο κρύο, στη βροχή.
Και τα παιδιά να κλαίνε για μια μπουκιά ψωμί.
Σκληρή δουλειά, ιδρώτας, μόχθος, κούραση με τον σύντροφο μαζί.
Στήσατε το καλύβι σας και μείνατε εκεί.
Νέα πατρίδα, μα η παλιά τρώει τα σωθικά.
Φτωχότατο, ελλιπέστατο τούτο το σπιτικό,
μα μια ψυχή Ελληνική και Ορθόδοξη, ορθή!
Έβγαλες απ’ τον μπόγο σου όλα τα τιμαλφή:
Την Άγια εικόνα σου που την έστησες ψηλά
κι ένα καντήλι ταπεινό να κρέμεται μπροστά.
Και τα τραγούδια του καημού και της χαράς,
του πόνου και της λύπης του άγριου ξεριζωμού
συνόδευαν το δρέπανο, την τσάπα, τη σπορά,
το ντούκου-ντούκου τ’ αργαλειού, τη σκάφη και τη ρόκα.
Στο χέρι τ’ αδράχτι, στα πόδια το μωρό,
στο στόμα το νανούρισμα, γλυκό και τρυφερό.
Τα βράδια εξιστορούσες, στο φως το λιγοστό, μύθους και ιστορίες
για ένδοξους αλλοτινούς καιρούς,
για την Κωνσταντινούπολη και την Αγια-Σοφιά,
για τον μεγάλο το χαμό, για την Παρθένα Παναγιά να κλαίει γοερά,
για τον μαρμαρωμένο βασιλιά,
για τη μεγάλη ελπίδα, να καίει φλόγα στην καρδιά
πως κάποτε θα γίνουνε πάλι όπως παλιά!
Μάνα της Θράκης, μάνα του Πόντου, της Μικρασίας μάνα,
μπράβο και χίλια μπράβο σου που μπόρεσες
και στάθηκες στα πόδια σου στητή.
Εύγε που παρόλο το βαρύ σταυρό που σήκωνες σ’ όλη σου τη ζωή,
την παράδοση μας άφησες ατόφια, ζωντανή.
Μάνα μας,
υπόσχεση σου δίνουμε
κι εμείς με τη σειρά μας, άγια και ιερή,
ότι στο κάθε μας εγγόνι, στο κάθε μας παιδί,
θα μεταλαμπαδεύουμε με όλον το σεβασμό
τούτη τη βαριά κληρονομιά, τούτον το θησαυρό.
Χρύσα Βολοβότση