Η απόλυτη ερμηνεύτρια του διττού πρωταγωνιστικού ρόλου στη Λίμνη των Κύκνων, η Μάγια Πλισέτσκαγια, η γυναίκα θρύλος των μπαλέτων Μπολσόι έφυγε το βράδυ του Σαββάτου σε ηλικία 89 ετών, στο Μόναχο. H καρδιά της απλά σταμάτησε να χτυπά. Ο διευθυντής του θεάτρου Μπαλσόι Βλαντίμιρ Ουρίν δήλωσε για το θάνατό της πως είναι «μία τεράστια απώλεια, όχι μόνο για τον πολιτισμό της Ρωσίας, αλλά και για όλο τον κόσμο του μπαλέτου».
Χόρεψε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χορεύτρια, ακόμα και μετά τα εξήντα της. Μέχρι το 1990 παρέμεινε στα μπαλέτα Μπολσόι χορογραφώντας, διδάσκοντας και χορεύοντας.
Η Μάγια Πλισέτσκαγια σπούδασε στη φημισμένη σχολή μπαλέτου της Μόσχας από την ηλικία των εννέα. Εμφανίστηκε πρώτη φορά με τα Μπολσόι στα 11 χρόνια της και έγινε η πρίμα μπαλαρίνα τους το 1960. Από το φόβο μήπως αποστατήσει στη Δύση, οι σοβιετικές αρχές τής είχαν απαγορεύσει να ταξιδεύει στο εξωτερικό. Η απαγόρευση ίσχυσε μέχρι το 1959, οπότε ο Νικίτα Χρουτσόφ αναγκάστηκε να την άρει, λόγω της αυξημένης δημοτικότητας της μοναδικής χορεύτριας.
Η ίδια στην αυτοβιογραφία της περιγράφει με μελανά χρώματα την περίοδο της καλλιτεχνικής της ωριμότητας, τις δεκαετίες του ’40 και του ’50, που συνέπεσε με την εποχή της της σοβιετικής απομόνωσης από τη ∆ύση. Η Πλισέτσκαγια δεν αυτομόλησε στη Δύση γιατί φοβόταν, μήπως της σπάσουν τα πόδια ή χάσει τη ζωή της σε ατύχημα. Αμειβόταν πενιχρά.
Οι χορευτές του Μπολσόι στις περιοδείες του εξωτερικού έπαιρναν 5 δολάρια για τα καθημερινά τους έξοδα. Η χορεύτρια που γέμιζε τα θέατρα του κόσμου και τα ταμεία, έτρωγε σκυλοτροφή που έψηνε ανάμεσα στις πλάκες του ηλεκτρικού σίδερου. «Λιποθυμούσαμε από την πείνα», περιγράφει. «Στα ξενοδοχεία αδειάζαμε τους μπουφέδες σε χρόνο-ρεκόρ. Όλοι μας κοίταζαν εμβρόντητοι».
Στον μακρύ κατάλογο των πρωταγωνιστικών της ρόλων ξεχωρίζουν η ερμηνεία της ως Οντέτ και Οντίλ στη «Λίμνη των Κύκνων» (1947), ως Αουρόρα στην «Ωραία Κοιμωμένη» (1963) αλλά και στη χορογραφία του Γιούρι Γκριγκορόβιτς «Το πέτρινο λουλούδι» (1959). Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η Πλισέτσκαγια εγκαταστάθηκε στο Μόναχο μαζί με τον σύζυγό της, τον Ρώσο συνθέτη Ρόντιον Σεντρίν.