Στην ορθόδοξη εικονογραφία της Ανάστασης παρουσιάζεται ένας διαφορετικός τρόπος αφήγησης και περιγραφής της συνάντησης του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο ίδιος ο Χριστός που έζησε, δίδαξε, θαυματούργησε ως Θεάνθρωπος μέσα στον κόσμο τελικά σταυρώθηκε και πέθανε από τους δικούς του ανθρώπους, από αυτούς που μέχρι τότε τον καλούσαν να υποστηρίξει τα προσωπικά τους ιδεώδη και τις προσωπικές τους επιδιώξεις, είτε αυτές αφορούσαν την προσωπική τους υγεία είτε τη συλλογική τους ευδαιμονία και καταξίωση.
Η ιστορία που περιγράφουν οι ευαγγελιστές και που τόσο εμφατικά απαγγέλλεται μέσα στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας επαναλαμβάνεται στην καθημερινή και προσωπική πορεία ζωής του καθενός μας.
Η κλήση του Χριστού για τον κάθε άνθρωπο είναι συνεχής και αθόρυβη, αλλά συνδυάζεται πάντα με μια επαγγελία, ένα προσδοκώμενο γεγονός, μια σωτηρία από όσα μας καταδυναστεύουν και μας βυθίζουν στα σκοτάδια της ύπαρξης και τον αιώνιο θάνατο. Το μόνο που απαιτείται από την πλευρά του ανθρώπου είναι ένα ολοκληρωτικό «ναι» στην κλήση που ο Θεός απευθύνει, ένα ολοκληρωτικό και ειλικρινές «μου φτάνει μόνο ο Χριστός» και τότε η Ανάσταση και το φως που σκορπίζει, γίνονται γεγονότα εμπειρικά βιούμενα μέσα στην προσωπική και κοινωνική ζωή μας.
(Φωτ.: Αρετή Μαυρογιάννη)
Η απάντηση όμως αυτή έχει πάντοτε ως προϋπόθεση την ανθρώπινη υπαρξιακή αυτογνωσία που αποκαλύπτει την αδυναμία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει με το «Εγώ» του τις αβυσσαλέες καταιγίδες των ερωτημάτων για την αιτία και την προοπτική της ύπαρξής του. Μιας ύπαρξης που οφείλει την αιτία και τον προορισμό της σε κάτι έξω από την ίδια, στον δημιουργό και λυτρωτή της Θεό.
Η συνάντηση Θεού και ανθρώπου είναι ένα αρχέτυπο που επαναλαμβάνεται καθημερινά μέσα στο χώρο και στο χρόνο, με εναλλαγές στις ανθρώπινες υποστάσεις οι οποίες είναι και οι υποδοχείς των κλήσεων που απευθύνει συνεχώς ο Θεός προς αυτές. Στην εικονογραφία της Μεγάλης Εβδομάδας μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις απαντήσεις μας, τις αστοχίες αλλά και την αποδοχή, τον φωτισμό αλλά και την παιδαγωγία. Τα πάντα λειτουργούν ως πρόκληση για να γνωρίσουμε την ουσία, την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης μας και να αφεθούμε ολοκληρωτικά από τα βάθη της ύπαρξής μας στον εκφραστή της αιώνιας αγάπης που αναπαύει και λυτρώνει την ψυχή μας, τον Χριστό.
Σε όλα τα επίπεδα αυτής της συνάντησης, η βαθύτερη και ανεξιχνίαστη ανθρώπινη ύπαρξη αντιμάχεται με ένα άλλο κομμάτι του εαυτού της, το άπληστο, αυτάρεσκο και ανικανοποίητο Εγώ, που εκπροσωπεί την αρρωστημένη φύση της. Όσο κι αν φαντάζει περίεργο ακόμη και σ᾽ αυτή την αρρωστημένη κατάσταση η ανθρώπινη ύπαρξη με αγωνία αναζητά και εκλιπαρεί για θεραπεία και λύτρωση.
Η εικονογραφία της Εκκλησίας αποτυπώνει, διηγείται και αποκωδικοποιεί με έναν τρόπο απαράμιλλο όλες αυτές τις εσωτερικές διεργασίες που ενεργούνται στο εσωτερικό του ανθρώπου.
Οι εικόνες των γεγονότων της Μεγάλης Εβδομάδας περιγράφουν στον καμβά της πραγματικότητας τα αδιέξοδα του «εγώ» που ενσαρκώνει ο καθένας μας, και κατά έναν τρόπο διδακτικό και αποκαλυπτικό ανασύρουν μέσα από το βάθος της εικόνας το αληθινό εκείνο πρόσωπο του ανθρώπου που αναζητά την Θεραπεία με αυτογνωσία και ταπείνωση έναντι του Θεού.
Η θεραπεία του ανθρώπου, έτσι όπως περιγράφεται στην ορθόδοξη εικονογραφία, είναι ένα γεγονός υπέρλογο αλλά επαληθεύσιμο εμπειρικά μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Στα βάθη της ψυχής μας κρύβονται όχι μόνο όσα απωθούνται από το «εγώ» μας ή όσα η μακραίωνη βιολογική μνήμη εναπόθεσε μέσα από συμπεριφορές και καταστάσεις, αλλά και η ακλόνητη βάση της ύπαρξης μας, το κάτοπτρο όπου εικονίζονται τα αίτια και ο σκοπός της.
Ο αγώνας του ανθρώπου συνίσταται στην αποκάθαρση όλων των συσσωρευμένων εναποθέσεων ώστε να μπορέσει αυτός να ανακαλύψει εκ νέου την αληθινή του ταυτότητα και τον δρόμο προς την οικοδόμηση της αυθεντικής ζωής. Ο δρόμος αυτός, η θεραπεία και η κάθαρση, απαιτεί πρωτίστως αναγνώριση της αδυναμίας μας και αποδοχή της λυτρωτικής χάρης που ο Θεός συνεχώς προσφέρει.
Οι σκιές που μας ταλαιπωρούν έχουν ανάγκη από ένα φως που δεν έρχεται έξωθεν αλλά αντανακλάται στο κάτοπτρο της ψυχής και φωτίζει την ύπαρξή μας, υπερβαίνοντας την ίδια της την φύση. Αυτό το φως της χάρης, στην κίνησή του προς τα έξω, παρασύρει και αποκαθαίρει σταδιακά όλα τα σκοτάδια και τις σκιές που συσκοτίζουν τις πνευματικές και σωματικές αισθήσεις.
Τίποτα δεν μπορεί να μείνει αθεράπευτο στην προοπτική αυτή της αναγνώρισης των σκοτεινών σκιών μας και της φωτοδοσίας από το φως του Χριστού.
Η πορεία της θεραπείας απαιτεί επίγνωση και αποδοχή των σκιών, αλλά συγχρόνως και επίγνωση της απελευθερωτικής μετάνοιας και παράδοσης στο αιώνιο θέλημα της προσωπικής μας συνάντησης με τον Δημιουργό και το μοναδικό «όντως εφετόν». Το να αγωνίζεται ο άνθρωπος να πετύχει την χαρά και την μακαριότητα της ύπαρξης είναι ένα δεδομένο εγγεγραμμένο στο βαθύτερο κομμάτι της ύπαρξής του, ως σκοπός και συνεχές ζητούμενο. Η γνώση όμως της αλήθειας που κρύβει αυτό το καλά κρυμμένο μυστικό της ψυχής μας εναπόκειται στη θέλησή μας να αφήσουμε να αντανακλάται μέσα μας το φως του Χριστού.
Το αποκαλυπτικότερο όλων, όμως, είναι ότι η επιτυχία της θεραπείας και η λύτρωση δεν έχει ως αιτία τον άνθρωπο και τις δυνατότητές του, αλλά οφείλεται σ᾽ αυτό που του δωρίζεται από ένα άλλο πρόσωπο, το πρόσωπο της αγάπης, τον Χριστό, το οποίο και καλείται να γίνει πρότυπό του.
Χρήστος Αραμπατζής
Αναπληρωτής Καθηγητής Πατρολογίας, Τμήματος Θεολογίας, ΑΠΘ
*Αναδημοσίευση από το ΑΠΕ-ΜΠΕ