Με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ο 45άρης πια –και άρα στην πιο δημιουργική ηλικία της ζωής του– Αλέξης Παρχαρίδης, πατέρας δύο παιδιών και Πόντιος μέχρι το κόκαλο, σαρώνει Ελλάδα και εξωτερικό ταξιδεύοντας την ποντιακή μουσική. Γράφει μουσική και στίχο – γνωρίζει άριστα τη διάλεκτο, άλλωστε. Και χορεύει εξαιρετικά. Ήταν το πρώτο μέλος του Χορευτικού της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης. «Να φανταστείς», μας είπε όταν ήρθε για τη συνέντευξη στο pontos-news.gr, «ότι πιτσάκ’ χόρευα μόνος μου. Δεν υπήρχε άλλος!».
Παρακολουθώντας τον Αλέξη Παρχαρίδη στη σκηνή παρασύρεσαι από την ψυχή που βγάζει όταν ερμηνεύει. Κυρίως τα ποντιακά.
Γιατί ο Αλέξης έχει ερμηνεύσει και έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Έχει επίσης παίξει θέατρο, έκανε τηλεοπτικό… γκελ με επίκαιρα σκετς –πάντα ως γραία– και συμμετέχει σε δράσεις του Παλλαλιακού. Με τον Παρχαρίδη μιλήσαμε όταν ήρθε στην Αθήνα για μια εκδήλωση, και προσηνής καθώς είναι, απλός αλλά δυνατός, μας επέτρεψε να του μιλάμε στον ενικό…
Ο Αλέξης Παρχαρίδης στο pontos-news.gr, λίγο πριν από εμφάνισή του στην Αθήνα (φωτ.: ΧΚ)
Πώς αυτοπροσδιορίζεσαι;
Είμαι εκ πεποιθήσεως Πόντιος τραγουδιστής.
Η ποντιακή ταυτότητα τι είναι για σένα; Πώς ορίζεται στην καθημερινότητά σου;
Η ποντιακή ταυτότητα είναι οι γονιδιακές πληροφορίες που έχεις μες στο κεφάλι σου. Δεν μπορώ αλλιώς να την ορίσω, γιατί δεν νομίζω να είναι τυχαίο όλο αυτό το υλικό που έχω στο κεφάλι και στη μνήμη μου. Από κάπου προέρχεται. Από μένα απλώς εκπορεύεται και μεταφέρεται.
Δεν σχεδίασα ποτέ κάτι ούτε έβαλα στόχους. Όλα ήρθαν από μόνα τους.
Μιλούσατε ποντιακά στο σπίτι; Διότι θεωρείσαι εξαιρετικός γνώστης της διαλέκτου.
Μόνο ποντιακά μιλούσαμε.
Τα μουσικά σου ακούσματα πώς ξεκίνησαν;
Έχω την τύχη να κατάγομαι από την Κοζάνη, και μάλιστα από δύο χωριά που είναι από τους πιο πιστούς υπερασπιστές της ποντιακής παράδοσης: το Πρωτοχώρι και τα Αλωνάκια Κοζάνης. Εκεί γνώρισα ανθρώπους πρώτης γενιάς, ως παιδί ακόμα, που πήγαινε στα καφενεία κι έψαχνε μια ιδανική θέση για να ακούσει χωρίς να τον μαλώνουν και να μην ενοχλεί, και έτσι απέκτησα τις πρώτες πληροφορίες που νομίζω μου έδειξαν το δρόμο.
Τρίτος από αριστερά, στο Μικρό Χορευτικό της Ευξείνου Λέσχης Κοζάνης (1979)
Οι πρώτες πληροφορίες ήταν μουσικές… λύρα, ποντιακά όργανα;
Μουσική, γλώσσα, αισθητική, αίσθηση…
Οι γονείς σου Πόντιοι από το Καπίκιοϊ της Ματσούκας και οι δύο… Βρέθηκες εκεί ποτέ;
Πήγα, αλλά τίποτα δεν έμοιαζε με ό,τι είχα ακούσει. Κανείς δεν μιλούσε ποντιακά, και δυσκολευτήκαμε να αντλήσουμε πληροφορίες. Με τη βοήθεια ενός γερμανόφωνου φίλου κάπως συνεννοηθήκαμε, αλλά οι διηγήσεις δεν ταυτίζονταν με την πραγματικότητα. Έψαχνα τους μαχαλάδες που μου λέγαν οι παππούδες μου· ειδικά ο ένας, του Καρά, ήταν μια πλαγιά. Δεν υπήρχε ίχνος σπιτιού, πέτρας… εκτός αν έκανε λάθος ο Τούρκος που μας έδειχνε.
Με τον Κώστα Αγέρη και τον Χρήστο Παπαδόπουλο στα γυρίσματα του βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Ξενιτεμέντσα
Παναΐα», στην Παναγία Σουμελά
Εισέπραξες κάτι τελικά πηγαίνοντας εκεί ή απογοητεύτηκες;
Αισθάνεσαι λίγο μυστήρια όταν ξέρεις ότι εκεί περπατούσε ο προπάππος σου. Τη μεγαλύτερη συγκίνηση την ένιωσα στο σχολείο του Καπίκιοϊ. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι εκεί ήταν ο χώρος που έμαθε γράμματα ο προπάππος μου, ο Γρηγόρης Αντωνιάδης – ήταν σπουδαγμένος, γιατί είχε τελειώσει την πρώτη τάξη του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Το σχολείο έβγαζε μια γοητεία αλλά μου προκάλεσε και μια θλίψη.
Ο προπάππους του Αλέξη Παρχαρίδη πλάι στον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. Μια ωραία ιστορία στο βίντεο που ακολουθεί.
Στην Ελλάδα, πια, ο προπάππους του έζησε μια ιστορία που με χαμόγελο διηγείται ο Αλέξης Παρχαρίδης στο απολαυστικό βίντεο:
Πώς σε κέρδισε το τραγούδι;
Ήθελα να μάθω αρμόνιο, που μου πήρε ένας θείος – έπαιζα με το δεξί χέρι. Ο αδελφός μου μάθαινε λύρα. Είχαμε έναν θείο που ήταν κατασκευαστής λύρας, τον Βορά, και του την είχε κάνει δώρο. Έπαιζε ο αδελφός μου, κι εγώ που κατάλαβα πια ότι δεν μπορώ να παίξω αρμόνιο, πήρα τη λύρα. Το τραγούδι μέχρι τότε δεν υπήρχε πουθενά. Με τον ξάδελφό μου Γιώργο Σοφιανίδη αρχίσαμε να πηγαίνουμε σε μουχαπέτια και κολλήσαμε. Δειλά-δειλά λέγαμε κανένα τραγούδι. Πέρασαν τα χρόνια και άρχισα να τραγουδάω στην Κοζάνη. Μετά πάω στη Θεσσαλονίκη για σπουδές, κι εκεί συμβαίνει κάτι απροσδόκητο.
Τι ακριβώς, τι ήταν αυτό που άνοιξε στον Αλέξη Παρχαρίδη το δρόμο στην καριέρα του, διηγείται στην κάμερα του pontos-news.gr. Δείτε και ακούστε πώς τα καπνά της μάνας συνδέονται με την πορεία του γιου…
Πρόσφατα σε είδαμε σε πολύ εύστοχες συμπράξεις με τον Μάνο Αχαλινωτόπουλο, με τον οποίον έκανες το CD Υάκινθος. Πώς προέκυψε το «άλλο» τραγούδι, πέρα από το ποντιακό;
Ως νέος πέρασα κι εγώ από το στάδιο της ματαιοδοξίας· που θέλεις να κερδίσεις όλον τον κόσμο και νομίζεις ότι θα τους κατακτήσεις όλους, ότι είσαι το σχέδιο του Θεού. Αυτό έγινε μέσω γνωριμίας με τον Μάνο Αχαλινωτόπουλο, ο οποίος βρέθηκε σε ένα σχήμα του Ηλία Παπαδόπουλου, ο οποίος είναι μουσικολόγος. Ο Μάνος θέλησε να κάνει ένα CD και μου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Αρνήθηκα, αλλά εκείνος επέμεινε. Για να είμαι ειλικρινής, και ιστορικά ακριβής, εκείνο το διάστημα ένιωσα ότι ήθελα να γίνω ένας από τους γνωστούς και καλούς τραγουδιστές στο ελληνικό τραγούδι.
Όσο όμως περνούν τα χρόνια καταλαγιάζεις και γίνεσαι πιο σοφός, και τώρα έχω καταλήξει πλέον ότι είμαι εκ πεποιθήσεως Πόντιος τραγουδιστής. Δεν πρόκειται να μεταπηδήσω ποτέ σε άλλα λημέρια.
Στο Σταυρό του Νότου με τον Μάνο Αχαλινωτόπουλο και τον Χάιγκ Γιαζτζιάν (φωτ.: ΧΚ)
Μιλώντας για την ποντιακή ταυτότητα στο τραγούδι, είχες την ευκαιρία να γνωρίσεις και να ζήσεις τον σπουδαίο Χρύσανθο.
Ναι, τον φιλοξενούσα και στο σπίτι μου. Ήταν πολύ γλυκός άνθρωπος, πολύ έξυπνος, αλλά και πληγωμένος και ευαίσθητος, ίσως και λόγω του θανάτου του πατέρα του. Είχαμε τραγουδήσει και μαζί στο Μίθριο.
Πώς όμως έγινε η γνωριμία με τον Χρύσανθο; Ο Αλέξης Παρχαρίδης διηγείται στο pontos-news.gr:
Έχει απήχηση μια πιο φρέσκια προσέγγιση στους δρόμους της ποντιακής παράδοσης;
Είμαι από τους πιο αισιόδοξους. Το ποντιακό διάγει μέρες ακμής. Στην εποχή του ίντερνετ και του facebook δείτε πόσα παιδιά ασχολούνται με την ποντιακή μουσική ενεργά, με πάθος και με ζέση. Όλο αυτό είναι εστίες που αναζωπυρώνονται συνέχεια.
Στα γυρίσματα του βιντεοκλίπ του Χρήστου Κεμανετζίδη «Κοτζά Αναστάς», με τον Γιώργο Ιωαννίδη και τον Ηρακλή Αδαμίδη
Πώς το εξηγείς; Θεωρείς ότι αναζητείται ένα σημείο αναφοράς σε αυτές τις δύσκολες εποχές;
Θα το συνδέσω και πάλι με τις γονιδιακές πληροφορίες που έχουμε στο μυαλό μας. Από εκεί και πέρα είναι κοινή διαπίστωση ότι υπάρχει πολύς χυμός, πολλά αρώματα, πολλές γεύσεις στην ποντιακή μουσική, και γενικότερα στη δημοτική μουσική. Και αν αυτό το παραλληλίσουμε με την ευτέλεια που παρατηρείται στις μέρες, ευτέλεια μουσική αλλά και αξιακή, νομίζω ότι είναι ανάγκη των νέων ανθρώπων να οχυρωθούν. Και αυτό τους το δίνει η ποντιακή μουσική.
Πώς βλέπεις τα παιδιά σου με… φόντο την ποντιακή παράδοση;
Δεν θέλω να τα πιέσω. Θέλω να βρουν μόνα τους ό,τι θέλουν. Ο γιος μου, όμως, έχει τρέλα με την ποντιακή μουσική. Θα σου πω μόνο ότι σε ένα πανηγύρι μού ζήτησε να χορέψει διπάτ’ χωρίς να του το έχω δείξει ποτέ. Μου χόρεψε ένα διπάτ’ που ούτε ενήλικας δεν χορεύει. Γι’ αυτό σου μίλησα για γονιδιακή μνήμη.
Με τον Χρύσανθο, με τον οποίο ήταν φίλοι
Τα θεατρικά δρώμενα πώς ήρθαν στη ζωή σου; Η απολαυστική γραία;
«Κουφή» ιστορία. Στα χωριά μας έχουμε το έθιμο των Μωμόγερων. Ένας ρόλος είναι αυτός της γριάς, που τον έκανα καμιά-δυο φορές και με επιτυχία. Γιατί τον είχα δουλέψει. Η βασική γραία του Πρωτοχωρίου είναι αξεπέραστη, και βλέποντας εκείνον, ο οποίος όλον το χρόνο προετοιμάζεται με ατάκες που έχουν σχέση και με την επικαιρότητα για να είναι έτοιμος το Δωδεκαήμερο, έκανα το ίδιο. Από εκεί ο Πιπερίδης σκέφτηκε ότι θέλει μια γραία, και ενώ εγώ είχα αντιρρήσεις, εκείνος επέμεινε και προέκυψε η γραία στο θέατρο και την τηλεόραση.
Όμως δεν το παίζω ηθοποιός. Μόνον την γραία εμπορώ να φτάω!
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Έρση Βατού για το pontos-news.gr.
Βίντεο: Χριστίνα Κωνσταντάκη.