Μετά την Ανάσταση του Λαζάρου ο Χριστός απομακρύνθηκε πάλι στον Ιορδάνη ποταμό, για να μην τον συλλάβουν οι Αρχιερείς που σχεδίαζαν το θάνατό του. Έξι μέρες πριν από το Εβραϊκό Πάσχα επέστρεψε στη Βηθανία, και την επομένη μπήκε στα Ιεροσόλυμα «καθήμενος επί πώλου όνου».
Η αναπαράσταση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, η «Βαϊοφόρος», υπάρχει σε κάθε ορθόδοξη εκκλησία μαζί με τις άλλες εικόνες του Δωδεκαόρτου που απεικονίζουν τις σημαντικές γιορτές του λειτουργικού έτους.
Είναι πάντα η έβδομη στη σειρά εικόνα στο εικονοστάσι πάνω από το τέμπλο, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να την συναντήσουμε σε μία από τις δύο μεγάλες καμάρες που σκεπάζουν τα κλίτη του κυρίως ναού. Παρά τις διαφορετικές τεχνοτροπίες, ανάλογα με τη σχολή της αγιογραφίας από την οποία επηρεάζεται ο κάθε δημιουργός, οι συμβολισμοί της παράστασης επαναλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό με θρησκευτική ευλάβεια.
Η διάταξη της εικόνας παρουσιάζει συνήθως τον Κύριο πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι στο μέσο περίπου της όλης σύνθεσης, πλαισιωμένο με φωτοστέφανο, και καθισμένο κατά τον συνήθη στην Ανατολή γυναικείο τρόπο.
Το αδάμαστο και ακάθαρτο κατά τον Μωσαϊκό Νόμο ζώο επελέγη για να συμβολίσει την υποταγή τελικά των ειδωλολατρών στον Ευαγγελικό Νόμο.
Στο αριστερό του χέρι ο Χριστός κρατά ειλητάριο (χειρόγραφο βιβλίο της βυζαντινής περιόδου από πάπυρο ή περγαμηνή, που τυλιγόταν γύρω από έναν ξύλινο κύλινδρο και περιείχε συνήθως λειτουργικά κείμενα), ενώ με το δεξί ευλογεί.
Πίσω του (αριστερά ως προς τον θεατή) εικονίζονται οι Μαθητές να ακολουθούν τον δάσκαλό τους με ενθουσιασμό. Το κεφάλι του Χριστού είναι συνήθως στραμμένο προς τους Ιουδαίους, σε αυτούς που την Κυριακή των Βαΐων Τον επευφημούν με ύμνους και δοξολογίες «ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», θεωρώντας ότι Αυτός είναι ο βασιλιάς που θα τους σώσει από τον ρωμαϊκό ζυγό, ενώ μετά από λίγες μέρες θα φωνάζουν «άρον-άρον σταύρωσον Αυτόν».
Στο βάθος της εικόνας φαίνεται η Ιερουσαλήμ με το Ναό του Σολομώντα και τα ψηλά τείχη της, με ανοιχτές καστρόπορτες. Πλήθος Εβραίοι σπεύδουν να τον προϋπαντήσουν.
Πάνω από τη συνοδεία υψώνεται συνήθως φοίνικας στον οποίο βρίσκονται ανεβασμένα παιδιά που κόβουν κλαδιά και τα ρίχνουν στη γη, κατά την συνήθεια των Ιουδαίων να κρατούν στα χέρια τους βάγια φοινίκων όταν υποδέχονταν επίσημα πρόσωπα. Πολύ σημαντικό στοιχείο στην αναπαράσταση της Βαΐφόρου είναι τα παιδιά που εικονίζονται να στρώνουν τα ρούχα τους για να πατήσει πάνω το γαϊδουράκι του Μεσσία.
Στην απεικόνιση των παιδιών εμφανίζονται πολλές παραλλαγές. Άλλοτε κρατούν τα κλαδιά των φοινίκων και δίνουν απ’ αυτά να φάει το γαϊδουράκι. Σε άλλη περίπτωση εμφανίζεται ένα παιδί να αναρριχάται στο φοίνικα για να δει καλύτερα τον Χριστό από ψηλά· ένα άλλο να κάνει κούνια στο δέντρο· άλλα να παλεύουν και άλλα να βγάζουν αγκάθια από τα πόδια τους.
Οι μελετητές παρατηρούν ότι μια σημαντική διαφοροποίηση της αναπαράστασης από αγιογράφο σε αγιογράφο είναι ότι άλλοτε πρωτεύοντα ρόλο σε αυτήν έχει ο όχλος των Εβραίων και άλλοτε τα παιδιά.
Στην πρώτη περίπτωση, επισημαίνουν, αντικατοπτρίζεται η κυρίως βυζαντινή παράδοση ενώ στη δεύτερη η επίδραση της Ανατολής, και πρωτίστως της Καππαδοκίας. Σε όλες τις εκδοχές όμως της αναπαράστασης της Βαϊφόρου, ο τόνος, που ενισχύεται κυρίως από τα έντονα χρώματα στις φορεσιές του όχλου, είναι πανηγυρικός – όπως άλλωστε και στα απολυτίκια της ημέρας.
«Συνταφέντες σοι διά του Βαπτίσματος, Χριστέ ο Θεός ημών, της αθανάτου ζωής ηξιώθημεν τη Αναστάσει σου, και ανυμνούντες κράζομεν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου».