Η πολυαναμενόμενη συζήτηση στη Βουλή για τη Δικαιοσύνη δεν απέδωσε όσα ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του ανέμεναν, αλλά ήταν αποκαλυπτική του εκφυλισμού των θεσμών, και μάλιστα της Δικαιοσύνης, και της εξάντλησης των αποθεμάτων της φαρέτρας του πρωθυπουργού στην πολιτική αντιπαράθεση. Έγινε απολύτως σαφές πως όλοι μάχονται για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, την οποία και σέβονται, αλλά με την πρώτη δυσκολία όλοι επιθυμούν και επιτυγχάνουν τον έλεγχό της. Για πολλούς δικαστικούς, παλαιούς και νεότερους, η παρουσία της προέδρου του Αρείου Πάγου στη θέση της αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο αυτής της αρχής. Η τραγωδία είναι ότι του υπουργείου Δικαιοσύνης προΐσταται ένας καθηγητής ο οποίος, πριν γίνει υπουργός, είχε δημιουργήσει καλές εντυπώσεις. Αλλά αρχή άνδρα δείκνυσι.
Η Βουλή και το θέμα που συζητήθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η διαφθορά, ήταν προνομιακό πεδίο για τη νεοπαγή πολιτική εξουσία, αλλά φαίνεται πως πλέον ούτε το ιδεολογικό ούτε το πολιτικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης έχουν αποθέματα.
Υπάρχει πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης της κυβέρνησης αλλά κανείς δεν το θέτει, διότι, παρά τις ρητορείες, κανείς δεν θέλει να αναλάβει το κόστος της διακυβέρνησης. Από την άλλη, ό,τι απέμεινε από τον πάλαι ποτέ ιδεολογικό ΣΥΡΙΖΑ, αναμένει καλύτερες ημέρες για να συμμετάσχει στη νομή της πολιτικής αλλά, κυρίως, της οικονομικής εξουσίας. Οπότε, το πολιτικό φάσμα συμφωνεί. Οι μεν θέλουν να παραμείνουν, οι δε δεν θέλουν, ακόμη, να αναλάβουν. Στη μέση ο λαός και η ατυχής μοίρα του.
Τον τόπο, αλλά και την πολιτική του ηγεσία, κατατρύχει το λεγόμενο «κλεφταρματολικό σύνδρομο» από το οποίο δεν πρόκειται, στο ορατό μέλλον, να απαλλαγεί. Πρόκειται για την αμείωτη λατρεία της εποχής των κλεφτών και των αρματολών που, τηρουμένων των αναλογιών, λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Η ευκαιρία εκσυγχρονισμού της χώρας δόθηκε άπαξ και εχάθη. Τότε με τον Καποδίστρια. Ήταν ο μόνος που θέλησε και είχε το σθένος να έρθει σε αντιπαράθεση με το «κλεφταρματολικό σύστημα», και όχι μόνο απέτυχε να το ελέγξει, αλλά έχασε και τη ζωή του. Μαζί με τον πρώτο κυβερνήτη έχασε και η νεότευκτη Ελλάδα την ευκαιρία να γίνει κανονικό κράτος, όπως όλα τα έθνη κράτη που αναδύθηκαν, τότε, στο ευρωπαϊκό προσκήνιο.
Οι κλέφτες που καταταλαιπώρησαν τον υπόδουλο ελληνισμό, και οι αρματολοί που συνήθως αποτελούνταν από μετανοημένους κλέφτες, απολαμβάνουν ιδιαίτερης εκτίμησης στο ελληνικό ηρωικό πάνθεον.
Και αυτό ίσως εξηγεί την επιβίωση του είδους με διάφορες μορφές στην πορεία του χρόνου, από την Απελευθέρωση ως τις ημέρες μας. Μη έχοντας τη δυνατότητα να θέσουν τις ορεινές περιοχές υπό αποτελεσματικό κρατικό έλεγχο και να τοποθετήσουν φρουρές σε στρατηγικά σημεία, οι Οθωμανοί προσέλαβαν σώματα χριστιανών ατάκτων, που έμειναν γενικά γνωστοί ως «αρματολοί», και τους εμπιστεύτηκαν την αποστολή να κρατούν τους ληστές, γνωστούς ως «κλέφτες», σε απόσταση από τα χωριά και από ευπρόσβλητα ορεινά περάσματα, μέσω των οποίων έπρεπε να διέλθουν κρατικοί αξιωματούχοι, στρατιωτικά αποσπάσματα, κοπάδια ζώων και καραβάνια.
Χάρη στο γεγονός ότι αψηφούσαν την καθεστηκυία αρχή, οι κλέφτες γοήτευσαν τη λαϊκή φαντασία και εξυμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια. Αλλά η επιδοκιμασία και ο θαυμασμός για τους κλέφτες που απηχούν τα δημοτικά τραγούδια για την περιφρόνησή τους προς την εξουσία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτούν ως αποδείξεις υποστήριξής τους. Και το λέει αυτό ένας ιστορικός που μελέτησε επισταμένως το θέμα, ο Ιωάννης Κολιόπουλος.
Ήταν εξίσου μάστιγα για πλούσιο και φτωχό, για μουσουλμάνο και χριστιανό.
Κλέφτες και αρματολοί αποτελούσαν στοιχείο κοινωνικής σταθερότητας, ακόμη και όργανο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου και ακινησίας. Αποδείχτηκαν μια αποτελεσματική δικλίδα ασφαλείας και ένα χρήσιμο όργανο στα χέρια των κρατούντων. Ανάλογο ρόλο πολιτικής εξισορρόπησης στο παρασκήνιο διαδραματίζει το εκσυγχρονισμένο είδος των κλεπτών και σήμερα.
Επιβίωσαν μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο και τις μεταπολεμικές αναστατώσεις και κατάφεραν να παρατείνουν την παρουσία τους, καθυστερώντας το τέλος τους, αφού προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα και ανακάλυψαν νέους ρόλους στο νέο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που αναδύθηκε. Υπήρχαν με την παλιά τους μορφή ως τα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις αλυτρωτικές κινήσεις εντασσόμενοι σε άτακτα τάγματα, κυρίως όπου και όταν κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει με τον τακτικό στρατό.
Αυτό τους έδωσε τη δυνατότητα να πλαγιοκοπούν το κράτος και να διεκδικούν μονίμως, δημιουργώντας αποσταθεροποιητικές καταστάσεις, την πρόσληψή τους στις δυνάμεις ασφαλείας. Αποτελούσαν το βραχίονα της παλιάς τάξης που δεν ήθελε να αλλάξει η ίδια και δεν επέτρεπε την αλλαγή και στην κοινωνία.
Ένας ταιριαστός όρος που θα μπορούσε να τους αποδοθεί είναι «παλικαρισμός». Ο παλικαρισμός, θα γράψει ο καθηγητής Ιωάννης Κολιόπουλος, συνδέθηκε με ένα ορισμένο πρότυπο συμπεριφοράς που χαρακτήριζε τους περισσότερους δημόσιους άνδρες και ευθυνόταν για πολλά και σοβαρά ατοπήματα στη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής, καθώς και με την τάση να επιρρίπτονται τα ατοπήματα αυτά σε εξωτερικούς παράγοντες, ιδίως στις Δυτικές δυνάμεις.
Η δύναμη και η ανθεκτικότητα της διαχρονικής ληστείας, της αγοραίας την προεπαναστατική περίοδο και της… εξευγενισμένης σήμερα, εξηγούν τον αργό μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας.
«Κάτω από το βάρος μιας νοσηρής έλξης για τους ληστές και τη ληστεία, καθώς και μιας υφέρπουσας αποκατάστασης εγκληματιών του είδους αυτού, η κριτική και η ανάλυση ποτέ δεν διαπέρασαν το ελκυστικό λούστρο του παλικαρισμού, το κλέφτικο τραγούδι και την εικόνα του λαϊκού ήρωα, για να αποκαλύψουν την ουσία της στάσης αυτής και της επιρροής της στις εξελίξεις της ιδεολογίας και στη συγκρότηση του κράτους στη νεότερη Ελλάδα», λέει ο Κολιόπουλος, αναφερόμενος στο θέμα ως ιστορικό φαινόμενο. Το ίδιο ισχύει και σήμερα. Δυστυχώς. Όσο και αν η κοινωνία δείχνει σημεία απαξίωσης του είδους.
Στα δεκαπέντε χρόνια που περιόδευσα στα Βαλκάνια, τότε με τους τελευταίους πολέμους, είδα και διαπίστωσα από κοντά πόσο αυτό το φαινόμενο αποτελούσε βαλκανική καθημερινότητα. Από εθελοτυφλία δεν ήθελα να εντάξω στη χορεία αυτών των κρατών και την Ελλάδα.
Ώσπου η κρίση λειτούργησε λυτρωτικά. Υποφέρουμε από την κρίση, αλλά τουλάχιστον συνειδητοποιήσαμε πόσο σαθρά ήταν τα θεμέλια που βάλαμε στη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Δυστυχώς, τίποτε δεν δημιουργεί την ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει. Και οι σημερινοί λαλίστατοι κατά της διαφθοράς, ευελπιστούν να δημιουργήσουν τη δική τους νομενκλατούρα και να επαναλάβουν ό,τι μέχρι σήμερα αποτελεί συνήθεια για το ελληνικό κράτος.
Ο ευρύς και διαχρονικός κλεφταρματολικός χώρος έχει τον δικό του κώδικα επικοινωνίας. Το κλεφταρματολικό σύνδρομο είναι ζωντανό.