Μόλις που ακουμπούσαν στο πάτωμα τα πόδια του δωδεκάχρονου Φάνη, όταν το 1988 έκατσε να παίξει λύρα στο μουχαπέτ’ που διοργανώθηκε την τελευταία μέρα λειτουργίας του κέντρου «Ξενιτέας» στη Θεσσαλονίκη. Έτρεμε ολόκληρος από το άγχος, και ανά τακτά χρονικά διαστήματα έριχνε κλεφτές και ντροπαλές ματιές προς μια πλευρά του τραπεζιού. Είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε που ο Φάνης Κουρουκλίδης είχε πιάσει για πρώτη φορά στα χέρια του την κεμεντζέ, αλλά αυτήν τη φορά καλούνταν να παίξει, αν και παιδί, στο τραπέζι που καθόταν ο θρύλος της ποντιακής μουσικής: Ο Χρύσανθος! Ο άνθρωπος με τον οποίο μελλοντικά συνεργάστηκε αρκετές φορές ο Φάνης Κουρουκλίδης και συνδέθηκε με στενή φιλία, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους.
Η φιλία του Κουρουκλίδη με τον Χρύσανθο στηρίχτηκε στην αγάπη, το θαυμασμό και βέβαια την ευγένεια, για την οποία «διψούσε» ο πατριάρχης της ποντιακής μουσικής.
«Προσπαθούσα να είμαι πάντοτε πολύ ευγενικός με τον Χρύσανθο, κι αυτός το εκτιμούσε πολύ. Η καλή “χημεία” μας έβγαινε και στο παλκοσένικο. Γίναμε φίλοι και πολλές φορές με φώναζε να τον συνοδεύσω στις βόλτες του. Δεν θα ξεχάσω τον πατέρα μου, που έκλαιγε από συγκίνηση όταν επισκέφθηκε το σπίτι μας ο Χρύσανθος, και τη μητέρα μου να βάζει τα δυνατά της για να του ετοιμάσει ποντιακές λιχουδιές», θυμάται με συγκίνηση μιλώντας στο pontos-news.gr ο Φάνης Κουρουκλίδης.
Συνεργάτης θρύλων!
Ο 39χρονος σήμερα Φάνης είχε την τύχη να ξεκινήσει πολύ νωρίς και να ανδρωθεί μουσικά μέσα και από τη συνεργασία του με πολλά «ιερά τέρατα» της κεμεντζέ (Γιωργούλη Κουγιουμτζίδη, Παναγιώτη Ασλανίδη, Νίκο Ιωαννίδη, Τάκη Ιωαννίδη, Παυλάκη Δραμινό και άλλους).
Η συνάντησή του με τη λύρα, όπως συνηθίζει να λέει, έγινε σε ηλικία έξι ετών, στο πατρικό του σπίτι στην Καλλιθέα Συκεών Θεσσαλονίκης, όταν ο πατέρας του έφερε μια κεμεντζέ. «Την άφησε στο τραπέζι και το πρωί που σηκώθηκα και την είδα, δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται. Την πήρα στα χέρια μου, την έκανα αρχικά μπουζούκι και στη συνέχεια βιολί. Όταν είδα τον πατέρα μου να την κουρντίζει και να παίζει λίγο, τον μιμήθηκα κι εγώ.
»Στη συνέχεια πήγαμε τη λύρα σε έναν φίλο του πατέρα μου, τον Σάκη Μοσκώφ, που έδωσε το όνομά του στο μονό τίκ’ επειδή το χόρευε καλά. Αυτός ήξερε να την κουρντίζει και να παίζει, κι εκεί κατάλαβα τι ήταν αυτό το μουσικό όργανο», μας λέει ο Φάνης. Μέχρι τότε είχε ακούσματα ποντιακής μουσικής από τις μαγνητοταινίες που έβαζαν οι γονείς του στο σπίτι, αλλά και από γλέντια, αφού τον έπαιρναν μαζί τους. Μάλιστα σε ένα από αυτά, στην ηλικία των πέντε ετών, συνάντησε τον μεγάλο Γώγο Πετρίδη ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα του.
Τότε ο Φάνης Κουρουκλίδης ζήτησε να μάθει λύρα και άρχισε μαθήματα με τον θείο του, Σταύρο. Όπως λέει, στην κυριολεξία τον… αφαίμαξε, αφού ενώ τα άλλα παιδιά μάθαιναν έναν σκοπό τη φορά, αυτός μάθαινε τρεις.
Στα οκτώ του χρόνια συνέχισε τα μαθήματα λύρας με τον Τάκη Σαχινίδη, τον οποίο ο Φάνης χαρακτηρίζει «δάσκαλο των δασκάλων». Ο συνεργάτης και επιστήθιος φίλος του Γώγου ήταν ο πρώτος που δίδαξε λύρα στην Ελλάδα, και από αυτόν ο Φάνης Κουρουκλίδης έμαθε «σωστά την ποντιακή παράδοση αλλά και το τι σημαίνει πατριάρχης Γώγος».
Για πρώτη φορά έπαιξε λύρα μπροστά σε κόσμο σε ηλικία εννέα ετών, σε εκδήλωση του Ποντιακού Συλλόγου Καλλιθέας Συκεών, του οποίου ήταν μέλος, και στη συνέχεια συνεργάστηκε μουσικά με πολλούς ποντιακούς συλλόγους.
Από παιδί στο πάλκο
Σε ηλικία μόλις 12 ετών ο Φάνης Κουρουκλίδης έπαιξε για πρώτη φορά λύρα σε ποντιακό κέντρο, στον Κορινό Πιερίας. Τον είχε εντοπίσει σε ένα πανηγύρι στην Καλαμαριά ο Τάκης Παπαδόπουλος και τον πήρε μαζί του. Έπαιζε τα σαββατοκύριακα για δύο ολόκληρα χρόνια, και όπως λέει, αισθανόταν δέος αλλά και ενθουσιασμό που ο κόσμος διασκέδαζε ακούγοντας ένα παιδί να παίζει μουσική.
Δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε εμφανίσεις σε εκδηλώσεις και πανηγύρια στη Θεσσαλονίκη, για να βρεθεί τελικά στα 15 του στην Αθήνα, λυράρης στο μαγαζί του συνεργάτη του Γώγου, Γρηγόρη Τσαλκατίδη. Στην πρωτεύουσα έμεινε συνολικά ενάμιση χρόνο και συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τον Στάθη Νικολαΐδη, τον Γιάννη Τσανάκαλη, τον Βασίλη Πασχαλίδη, τον Γιώργο Αμαραντίδη και τον Μιχάλη Καλιοντζίδη.
Πίσω στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε συνεργασίες σε γνωστά ποντιακά κέντρα της πόλης («Παρακάθ’», «Λεμόνα») με τον Κώστα Σιαμίδη, τον Γιάννη Κουρτίδη, τον Αχιλλέα Βασιλειάδη,
τον Χρήστο Παπαδόπουλο, τον Θόδωρο Παυλίδη, τον Γιώργο Νικολαΐδη, τον Μπάμπη Κεμανετζίδη κ.ά.
Το τελευταίο διάστημα συνεργάζεται με τον τραγουδιστή Κώστα Θεοδοσιάδη. Παίζει σε ποντιακά κέντρα (τακτικά εμφανίζεται και στο Καφενείο Εύξεινον) και σε εκδηλώσεις ποντιακών συλλόγων και στο εξωτερικό (Αυστρία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ), ενώ γνωρίζει και κλασικό βιολί. Στις επιτυχίες του Φάνη Κουρουκλίδη περιλαμβάνονται οι εμφανίσεις του –με το σύλλογο «Αργοναύτες-Κομνηνοί»– στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, καθώς και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Σήμερα διατηρεί σχολή εκμάθησης ποντιακής λύρας στις εγκαταστάσεις του Συλλόγου Ποντίων Ηλιούπολης «Αλέξανδρος Υψηλάντης». Η σχολή έχει πάρει και τρία βραβεία σε διαγωνισμούς λύρας της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος.
Η δισκογραφία
Εκτός από γνώστης της κεμεντζέ, ο Φάνης Κουρουκλίδης είναι και μουσικοσυνθέτης, αφού γράφει ποντιακή μουσική. Παρά τα 39 του χρόνια έχει εκδώσει 45 δίσκους και CD. Στα μισά από αυτά η μουσική είναι δική του, ενώ τα υπόλοιπα είναι παραδοσιακά κομμάτια. Ο πρώτος του δίσκος –αυτός που τον έκανε γνωστό, αφού γνώρισε μεγάλη επιτυχία–, η Ποντιακή βραδιά, κυκλοφόρησε το 1995 με τραγουδιστή τον Χρήστο Παπαδόπουλο.
Πολύ θερμά υποδέχτηκε ο κόσμος και τις συλλογές Πόντιος εγεννέθα και Κιλκίς πατρίδα μ’ έχω σε.
Σήμερα ο Φάνης Κουρουκλίδης ετοιμάζει δύο ακόμα δίσκους. Ο ένας θα περιλαμβάνει δικές του εμπνεύσεις και ο δεύτερος θα αποτελεί άκρως παραδοσιακή δουλειά, «μόνο με λύρα και τραγούδι, όπως ακούγαμε τον Γεωργούλη στα 45άρια».
Ο Γιώργος Κουσίδης και ο Ζώρας Μελισσανίδης
Ο Φάνης Κουρουκλίδης δεν θα ξεχάσει ποτέ το δώρο που του έκανε στην παιδική του ηλικία ο μεγάλος λυράρης Γιώργος Κουσίδης. Ήταν οκτώ χρονών ο Φάνης, όταν βρέθηκε στο κέντρο «Αρίων», στο Νέο Κορδελιό Θεσσαλονίκης, στο χορό του Ποντιακού Συλλόγου Καλλιθέας Συκεών. Ο Γιώργος Κουσίδης, που με την εμπειρία του είχε διακρίνει το ταλέντο του Φάνη, του έδωσε κουρδισμένη τη λύρα του, κάτι που τον βοήθησε πρακτικά και ψυχολογικά να ανέβει στο πάλκο.
Τα καλύτερα λέει ο Φάνης και για τον Ζώρα Μελισσανίδη. «Τον γνώρισα στο σπίτι του κοινού μας φίλου, του εργολάβου Μελέτη Σιδηρόπουλου, στην Καλλιθέα της Αθήνας, σε ένα μεσημεριανό γεύμα. Ήμουν τότε 17 χρονών. Του έπαιξα τον αγαπημένο του σκοπό, το “Αχ αγλήγορα για γραψέστε με”. Συγκινήθηκε. Με αγκάλιασε και από τότε δημιουργήθηκε μια σχέση αγάπης και σεβασμού. Δεν θα ξεχάσω ότι με χαρτζιλίκωνε όταν δεν είχα ούτε τσιγάρο να καπνίσω».
Ο προπάππους και οι τσέτες
Πόντιοι είναι και οι δύο γονείς του Φάνη Κουρουκλίδη. Οι πρόγονοι του πατέρα του κατάγονταν από την Ορντού (Κοτύωρα) και βρέθηκαν στο Πολυδένδρι Λαγκαδά. Της μητέρας του κατάγονται από το Καρς και τη Σάντα, και ως πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης. Ο παππούς του πατέρα του, ο Κώστης, έζησε ένα αιματηρό επεισόδιο με τσέτες το 1917 στον αλησμόνητο Πόντο.
Οι οικογένειες των Ελλήνων που πρωτοστάτησαν στο επεισόδιο έφυγαν αμέσως για την Ελλάδα και σε λίγες ώρες τους ακολούθησε ολόκληρο το χωριό, για να σωθεί από την εκδικητική μανία των τσετών. «Το επεισόδιο μου το διηγήθηκε η γιαγιά μου όταν ήμουν παιδί και με σημάδεψε. Παράπονό μου είναι ότι δεν κατάφερα να πάω ακόμα στον Πόντο, λόγω σκληρής δουλειάς [σ.σ. είναι επαγγελματίας οδηγός εδώ και είκοσι έτη, και τα τελευταία χρόνια εργάζεται στην Ελληνική Εταιρία Προστασίας & Αποκαταστάσεως Αναπήρων Προσώπων – ΕΛΕΠΑΠ]. Είναι όμως όνειρο ζωής και θα το πραγματοποιήσω σίγουρα.
»Θέλω να δω τα μέρη που έζησαν οι πρόγονοί μου, και βέβαια να προσκυνήσω στην Παναγία Σουμελά. Όταν ακούω τη λέξη Πόντος, στο μυαλό μου τριγυρίζει η αδικία που συντελέστηκε σε βάρος των προγόνων μας. Ξεριζώθηκαν, χάθηκαν πολλές ζωές, πέρασαν πολλά δεινά. Από παιδί συγκινούμαι όταν ακούω δραματικές ιστορίες για τους προγόνους μου.
»Μπορεί η δική μας γενιά να μην έζησε τα γεγονότα, αλλά τα αισθάνομαι μέσα μου πολύ δυνατά, από τα όσα άκουσα», καταλήγει ο Φάνης Κουρουκλίδης.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης